fos0500286

Βαθυπράσινα κουφώματα, χαμηλός φωτισμός, ανεμιστήρες να γυρίζουν στο ταβάνι, ξύλινη μπάρα, ξύλινα σκαμπό. Mυρωδιά από ξύλο και ουίσκι. Στα ράφια περισσότερες από 80 φίρμες. Ο Τζων Ρέμπους θα το λάτρευε…

Πέρασα ως πελάτης πάνω από 10 χρόνια στην μπάρα του Low Profile και σχεδόν άλλα τόσα, αδιάλειπτα μάλιστα, ως dj – κάτι που δεν μου έχει ξανασυμβεί στα 23 και πλέον χρόνια που παίζω σταθερά μουσική τη νύχτα.  Δέθηκα μ’ αυτό τον χώρο. Αν τύχαινε εβδομάδα που να μην διαβώ έστω μία ή δύο φορές το κατώφλι του, κάτι μου έλειπε, ερχόταν Κυριακή βράδυ και αισθανόμουν ένα κενό. Δέθηκα με τους ανθρώπους του, τον Σταύρο, τον Χρήστο, τον Κώστα, τον Μπουτς, την Κατερίνα, τον Φώντα, τον Ντίνο, τους Γιώργηδες, τη Ναταλία, τον Φωκίωνα, τον Μάκη, τον Χριστόφορο, την Τζούλη, τον Νόρμαν. Ήπιαμε μαζί, γελάσαμε μαζί.

Γνώρισα προπάντων ενδιαφέροντες ανθρώπους. Μπλέχτηκα μαζί τους σε μερικές από τις ωραιότερες και παθιασμένες συζητήσεις που έχω πάρει μέρος, ειδικά όταν η κουβέντα ερχόταν στο μπάσκετ ή στην πολιτική, με το βλέμμα του  Miles στην αφίσα του Αρβανίτη να μας καρφώνει κατάματα από τον τοίχο δεξιά και με τα σιδερένια αγαλματίδια του Λένιν και του Μάο να μας παρατηρούν ακλόνητα από την οροφή της μπάρας- και ας είχε κρεμάσει προς το τέλος ο Σταύρος στο λαιμό του Βλαδίμηρου μια ταμπέλα με την κάπως ειρωνική, κάπως υπονομευτική επιγραφή «απαγορεύονται οι πολιτικές συζητήσεις».

Όπως κάθε καλό μπαρ, το Low ήταν πρώτα απ’ όλα ένα στέκι για να πιεις και να μιλήσεις. Η μουσική ερχόταν ύστερα. Όχι ότι δεν σ’ ένοιαζε, απλώς τη θεωρούσες δεδομένη: 12μετρο blues και jazz σαξόφωνα, λίγο παλιομοδίτικο rock (Dylan, Van Morrison, Stones, Johnny Cash και τα ρέστα), Tom Waits και πάλι Tom Waits, όλα επιλεγμένα με μεράκι από την προσωπική δισκοθήκη του ίδιου του Σταύρου, ακόμα και τις βραδιές που δεν αναλάμβανε κάποιος χρέη δισκοθέτη. Τo Low δεν σου υποσχόταν ποτέ τίποτα περισσότερο και δεν σου έδινε ποτέ τίποτα λιγότερο. Ποτό, κουβέντα, μουσική. Σε όσους ήμασταν τακτικοί, αρκούσαν και με το παραπάνω.

Θα μου λείψει το παλιό Low όπως δεν μου έχει λείψει άλλο μπαρ. Όσο παρήγορο και αν ακούγεται ότι μάλλον θα μεταφερθεί από φθινόπωρο σε άλλη διεύθυνση στα πέριξ . Το μπαρ είναι πρώτα από όλα οι άνθρωποί του, οι παρέες του, αδιαμφισβήτητα. Όμως και ό ίδιος ο χώρος έχει τη δική του τελετουργική υπόσταση και κουβαλά το δικό του συναισθηματικό φορτίο. Εκείνο το μπαρ που άνοιξε στη θέση ενός παλιού κρεοπωλείου στο νο.΄6 της Λυκαβηττού, στις 31 Μαΐου του 1996, θα έχει για πάντα μια θέση στην προσωπική μου τοπογραφία της μνήμης.