Το μοτίβο είναι κλασικό. Μικρή πόλη, μεγαλα μυστικά. Υπόγειες σχέσεις που χάνονται στο παρελθόν κρύβοντας διπλές ζωές κι έχοντας δημιουργήσει καταστάσεις κρυμμένες κάτω από το χαλί των κοινωνικών συμβάσεων. Βέβαια, “everything is connected”/ «όλα συνδέονται», όπως φροντίζει να μας ενημερώσει με τη φωνή του αφηγητή από τις πρώτες κιόλας στιγμές του πρώτου της επεισοδίου η πρώτη γερμανική (και γερμανόφωνη) σειρά στην ιστορία του Netflix, το Dark που είναι διαθέσιμο στην πλατφόρμα από την πρώτη μέρα του φετινού χειμώνα. Κι όπως έχουμε δει στο πρόσφατο (με το γαλλικό Les Revenants/ το δανέζικο Forbrydelsen που έγινε The Killing στις ΗΠΑ/ το βρετανικό Broadchurch/ το Top of the Lake των παγωμένων νερών της Νέας Ζηλανδίας) αλλά και στο απώτερο (με το αρχέτυπο του Twin Peaks) τηλεοπτικό παρελθόν, χρειάζεται ένα αποτρόπαιο γεγονός, στο οποίο κατά κανόνα εμπλέκονται ως θύματα ή θύτες παιδιά/έφηβοι, για να ανοίξει η βαλβίδα και να ξεχυθεί ο χείμαρρος των αποκαλύψεων. Εδώ είναι η εξαφάνιση δύο μικρών παιδιών που ανοίγει τους αφηγηματικούς ασκούς.
Σε αυτό το σημείο το Dark σταματά να πατά στο αλάνθαστο καλούπι κι αρχίζει να διαμορφώνει τα δικά του χαρακτηριστικά, εκσυγχρονίζοντας τα δάνεια και τις επιρροές του. Το Βίντεν που εκτυλίσσεται η ιστορία είναι αυτό ακριβώς που φαντάζεστε με τον όρο τυπική γερμανική κωμόπολη: τα πάντα μοιάζουν οργανωμένα και τακτοποιημένα, η βροχή είναι συνεχής και καταρρακτώδης, το δάσος τύπου Μέλανα Δρυμού δίνει την ευκαιρία στην καταπληκτική διεύθυνση φωτογραφίας να μουντύνει (sic) εικόνα κι ατμόσφαιρα.
https://www.youtube.com/watch?v=zy0b9e40tK8
Όμως, ο πρωταγωνιστής (και μάλλον βασικός καταλύτης της ιστορίας) του Βίντεν είναι το πυρηνικό εργοστάσιο που βρίσκεται στην άκρη της πόλης και την καλύπτει πολυπαραγοντικά με το βαρύ πέπλο του. Την βιοπορίζει ως η κάποτε υπόσχεση ενός καλύτερου βιοτικού επιπέδου, αλλά και την στοιχειώνει με τα δρακόντεια μέτρα φύλαξης και τις σπηλιές που βρίσκονται γύρω του φιλοξενώντας μια μεγάλη ποικιλία ατασθαλιών (από παράνομες συναντήσεις κι εφηβικό bullying σε αποθήκευση ναρκωτικών, χρημάτων και κάθε είδους αντικειμένων που οι κάτοικοι της πόλης δε θα ήθελαν να βάλουν στα οικιακά συρτάρια τους).
Σε κάποια στιγμή της πρώτης σεζόν του Dark, στην οθόνη εμφανίζεται η διάσημη φράση του Άλμπερτ Άινσταϊν: «Η διάκριση μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος δεν είναι παρά μια πεισματικά επίμονη ψευδαίσθηση». Ναι, μέσα είστε, κι αυτή η σειρά ασχολείται με το Ταξίδι στο Χρόνο – κάτι που δεν αργούμε να καταλαβούμε κι ενισχύει τον παραλληλισμό με το Stranger Things που δημιούργησε προκαταβολικά το hype της. Τα κάδρα με τα πιτσιρίκια στο σκοτεινό δάσος, το Βίντεν ως άλλο Χόκινς και η έξοχη (πάντα εξιδανικευμένη βέβαια) κινηματογράφιση των 80s, μοιάζουν πολύ στρατηγικά τοποθετημένα από τους δημιουργούς της σειράς, τον ελβετό σκηνοθέτη Μπάραν Μπο Όνταρ και τον γερμανό σεναριογράφο Γιάντε Φρίζε.
Όμως, που κολλάνε τα 80s; Πολύ σύντομα συνειδητοποιούμε ότι η ερώτηση δεν είναι «πού» αλλά «πότε» βρίσκονται τα δύο πιτσιρίκια; Πολύ σύντομα συνηθίζουμε το συνεχές μπρος πίσω ανάμεσα στη χρονιά των εξαφανίσεων που είναι το 2019 και το 1986, καθολου τυχαία χρονιά του πυρηνικού ατυχήματος του Τσερνόμπιλ. Μόνο που δεν πρόκειται για flashbacks και flash forwards, αλλά για κανονικά ταξίδια (ακόμα και μετ’ επιστροφής) που περιλαμβάνουν ή συνδυάζονται με γοητευτικούς ταξιδιώτες του χρόνου, εξίσου μυστηριώδεις και ίσως διαβολικούς πάστορες, συσκευές τηλεμεταφοράς, πρωτοπόρους καθηγητές, πουλιά που πέφτουν βροχηδόν νεκρά από τον ουρανό, πρόβατα που βρίσκονται επίσης πεθαμένα στα αχανή χωράφια, στιγμιαίες ηλεκτρικές εκκενώσεις-διακοπές ρεύματος. Όταν δε το χωροχρονικό τερέν διευρύνεται με την προσθήκη της χρονιάς 1953, κάπου σηκώνεις τα χέρια ψηλά διαπιστώνοντας ότι είναι σχεδόν αδύνατον – όσο προσεκτικός τηλεθεατής κι αν είσαι – να συγκρατήσεις από μνήμης όλες τις διακλαδώσεις μεταξύ των ηρώων σε 2-3 διαφορετικά χρονικά περιβάλλοντα.
Δεν είναι prestige TV, δεν ασχολείται και τόσο με το να σκάψει σε βάθος τους χαρακτήρες – το γερμανικό physique και η αντίστοιχη προφορά δίνουν τον αυστηρό, παγερό τόνο και, ίσως, μια παρακινδυνευμένη ερμηνεία κάποιου δεύτερου επιπέδου: αυτή της προτεσταντικής ενοχής που εκλιπαρεί για μια δεύτερη ευκαιρία.
Το Dark είναι το είδος εκείνης της σειράς που είναι απολαυστική όσο χτίζει το πλαίσιο του μύθου της θέτοντας συνεχόμενα ερωτήματα κι ελαφρώς προβληματική όταν καλείται να δώσει τις απαντήσεις. Ας πούμε, 1-2 «εύκολες» σκηνές προς το τέλος της σεζόν, σαν βγαλμένες από τις αθάνατες ελληνικές βιντεοκασέτες του ’80, προσγειώνουν τον αρχικό ενθουσιασμό. Νομίζω όμως ότι σιγά σιγά συνηθίζουμε αυτήν την συνθήκη, ολοένα και πιο επαναλαμβανόμενη στη «Χρυσή Εποχή της Τηλεόρασης» που διανύουμε (και μοιάζει να μην έχει τέλος, κάπως σαν την Κρίση – άρα ίσως είναι απλά η Νέα Πραγματικότητα). Έχοντας απογοητευθεί αρκετές φορές, με πιο εμβληματική την κρυάδα του Lost, πια συμμετέχουμε λίγο πιο χαλαρά στο παιχνίδι της σπαζοκεφαλιάς. Καμιά φορά αρκεί να απολαμβανεις την στιγμιαία ανατριχίλα της ανατροπής, γνωρίζοντας ότι τα περισσότερα ανοιχτά αφηγηματικά μέτωπα δε θα κλείσουν ποτέ ικανοποιητικά.
Τα 10 επεισόδια του πρώτου κύκλου του Dark αντιμετωπίζονται μάλλον υποχρεωτικά με binge watching (εγώ τα είδα σε δύο δόσεις των 6 και 4 τεμαχίων). Είναι από τις σειρές εκείνες που μοιάζει ευλογημένη η πρόβλεψη του Neflix να ξεκινά αυτόματα το επόμενο. Και, ναι, ειδικά στο πρώτο μισό της, η παρθενική σεζόν θα βάλει τον ύπνο σας σε περιπέτειες. Δεν είναι prestige TV, δεν ασχολείται και τόσο με το να σκάψει σε βάθος τους χαρακτήρες – το γερμανικό physique και η αντίστοιχη προφορά δίνουν τον αυστηρό, παγερό τόνο (μαζί με το έξοχο σάουντρακ, από Fever Ray, Soap & Skin και Ben Frost του τώρα σε Dead or Alive, A Flock of Seagulls και Tears for Fears του τότε) και, ίσως, μια παρακινδυνευμένη ερμηνεία κάποιου δεύτερου επιπέδου: αυτή της προτεσταντικής ενοχής που εκλιπαρεί για μια δεύτερη ευκαιρία. Μπορεί να είναι και υπερανάλυση, αλλά η λύτρωση μοιάζει σαν το απόλυτο ζητούμενο σχεδόν όλων των ηρώων, με πιο χαρακτηριστικό ίσως τον υπαστυνόμο Ούλριχ Νίλζεν που υποδύεται δυναμικά o Όλιβερ Μαζούτσι (ο άνθρωπος δηλαδή που θα προέκυπτε από μια διασταύρωση του Λίαμ Νίσον με τον Αλμπέρτο Εσκενάζι).
Άραγε, αφού όλα είναι σχετικά, μήπως τελικά η ανακούφιση έρθει με τη διόρθωση του μέλλοντος;