Σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, η Αθήνα είναι μια πόλη στην οποία δεν θα διψάσεις ποτέ, δεν θα ξεμείνεις από τσιγάρα και τσίχλες, μπορείς να δεις παντού τυπωμένα τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων περπατώντας προς τη δουλειά. Όμως τα πάντα αλλάζουν, εξελίσσονται, εκσυγχρονίζονται για να καλύπτουν τις ανάγκες που επίσης εξελίσσονται. Έχεις αναρωτηθεί ποτέ πως μπορεί να μοιάζουν στο μέλλον τα κιόσκια της πόλης που μας εξυπηρετούν καθημερινά; Ο Δήμος Αθηναίων διενήργησε πρόσφατα έναν διαγωνισμό γι’ αυτούς που μπορούν να οραματιστούν έναν νέο, πρωτοποριακό, λειτουργικό, καλαίσθητο πρότυπο περιπτέρου που θα συμβάλει στην αναβάθμιση του αστικού τοπίου και την αλλαγή εικόνας του ιστορικού κέντρου της πρωτεύουσας καταπολεμώντας παράλληλα τα συχνά φαινόμενα αυθαιρεσίας και καταπάτησης του δημοσίου χώρου.
Αυτό που παρακίνησε τους νικητές του πρώτου βραβείου –Παυλίνα Μαρτίνη, Μάλαμα Πολυκάρπου και Μιχαήλ Τζιαμπάζη– να δηλώσουν συμμετοχή ήταν το γεγονός πως τα περίπτερα αποτελούν μια συνέχεια του αστικού ιστού τόσο στο χώρο όσο και στο χρόνο, αφοί οι κάτοικοι της Αθήνας συνυπάρχουν με αυτά για πάνω από 100 χρόνια. Αρχική τους λοιπόν σκέψη ήταν να εκσυγχρονίσουν την πρώτη μορφή του περιπτέρου και να περιορίσουν την άναρχη εξάπλωση του σημερινού στο δημόσιο χώρο. «Να δημιουργήσουμε μια “αγκαλιά” που θα εσωκλείει σχεδιαστικά, τόσο σε κάτοψη όσο και σε τομή, όλες τις λειτουργίες του περιπτέρου. Ενδεικτικά παρουσιάσαμε την πρότασή μας σε κάποια σημεία της πόλης, στο παραδοσιακό περιβάλλον χρησιμοποιήσαμε την επιχρωμιωμένη λαμαρίνα για να το αντανακλά και να ενσωματώνεται αρμονικά σε αυτό, στο σύγχρονο το ξύλο για την θύμηση των αρχικών περιπτέρων και τέλος στο μικτό περιβάλλον το ξύλο που ανταποκρίνεται στο σύγχρονο κομμάτι και την παλαιωμένη λαμαρίνα με επίστρωση χαλκού η οποία δημιουργεί μια πατίνα στο χρόνο. Σαφώς και λάβαμε υπόψη την κίνηση και την άνεση του εργαζόμενου εντός του χώρου, όπως και το να έχει τον έλεγχο των προϊόντων. Το περίπτερο σχεδιάστηκε έτσι ώστε να είναι και αρχιτεκτονικά άρτιο και εργονομικό συμβάλλοντας ταυτόχρονα στην απελευθέρωση του δημόσιου χώρου. Με την πάροδο του χρόνου σταδιακά χάθηκε η οποιαδήποτε αισθητική υπήρχε (πχ. οι πίσω όψεις των ψυγείων, οι τέντες και τα νάιλον). Μετά από την έρευνά μας συνειδητοποιήσαμε ότι τα περίπτερα καταπατούν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό την ελευθερία κίνησης του περιπατητή. Αυτό που θωρούμε ότι πρέπει να αλλάξει άμεσα είναι η άναρχη εξάπλωση του εξοπλισμού των πωλούμενων ειδών».
Παρότι ο διαγωνισμός ήταν μια έκθεση ιδεών και δεν κατέληγε στην υλοποίηση των προτάσεων, η Δανάη Γεωργουλή και η Φιλία Γλύκα -που τιμήθηκαν επίσης με το πρώτο βραβείο, αφού μοιράστηκε σε δύο ομάδες- θεωρούν πως, ως πεδίο έκφρασης και κατάθεσης απόψεων για την πόλη, ένας τέτοιος διαγωνισμός αποτελεί διέξοδο για τη δημιουργικότητα. Τα δύο κορίτσια που έχουν διακριθεί ξανά στο παρελθόν, διατηρούν το κουβούκλιο ως κεντρικό πυρήνα της σύνθεσης, εισάγουν το συρόμενο κέλυφος ως στοιχείο διακριτής ταυτότητας ενώ δίνουν έμφαση στην αξιοποίηση του περιπτέρου κατά τις βραδινές ώρες που δεν είναι ενεργό, με τη λειτουργία του ως διακριτική φωτιστική εγκατάσταση. «Στόχος της πρότασής μας είναι η αναβάθμιση του δημόσιου χώρου μέσα από το σχεδιασμό μίας νέας αναγνωρίσιμης δομής με ενσωματωμένη την έννοια της μεταβλητότητας, που ωστόσο συσχετίζεται μορφολογικά με τα υφιστάμενα αθηναϊκά περίπτερα. Οι παράμετροι σχεδιασμού είναι πολλαπλές, καθώς λειτουργικές, αισθητικές και περιβαλλοντικές απαιτήσεις καλούνται να ικανοποιηθούν στις μικρότερες δυνατές διαστάσεις. Η επιλογή της γραμμικής ανάπτυξης του περιπτέρου επιτρέπει την εύρυθμη λειτουργία του σε όλους τους χώρους που προβλέπεται η χωροθέτησή του. Αν θέλαμε να διακρίνουμε την πλέον ιδανική συνθήκη εγκατάστασής του, θα επιλέγαμε οποιαδήποτε πλατεία της πόλης.
Καθώς οι διαστάσεις είναι δεδομένες και οι κινήσεις του εργαζομένου συγκεκριμένες και αυστηρά καθορισμένες, δόθηκε έμφαση στην ελαχιστοποίηση των διαδικασιών ανάρτησης των προϊόντων προς έκθεση, καθώς σχεδόν στο σύνολο τους είναι αποθηκευμένα σε ανακλινόμενα – συρόμενα στοιχεία της κατασκευής. Η εσωτερική διαρρύθμιση έχει λάβει επίσης υπόψη της ανάγκες άνεσης και εργονομίας και ο σχεδιασμός έχει δώσει βαρύτητα στην εξυπηρέτησή τους. Η λειτουργία του περιπτέρου είναι συνδεδεμένη με την καθημερινότητά μας, αποτελώντας μια οικεία, εξωστρεφή μορφή του αστικού τοπίου. Ωστόσο, η εικόνα του έχει εκφυλιστεί λόγω της χρήσης ετερόκλητων υλικών (τέντες, ρολά, διαφημίσεις), σε συνδυασμό με τη διαρκώς αυξανομένη επέκτασή του, με την κατάληψη του παρακείμενου κοινόχρηστου χώρου, με τρόπο άναρχο και ανεξέλεγκτο».
Οι Γιάννης Γιαννούτσος, Χρυσοβαλάντης Μπασούκος, Γιώργος Νίκας είναι τρεις νέοι αρχιτέκτονες που από τα φοιτητικά τους χρόνια συνομιλούν για την τέχνη και την αρχιτεκτονική και σήμερα είναι οι νικητές του τρίτου βραβείου. Στόχος της πρότασής τους ήταν να ανάγουν το περίπτερο σε χωρικό και λειτουργικό σήμαντρο ενώ ο συγκεκριμένος διαγωνισμός προκάλεσε εξ’ αρχής το ενδιαφέρον τους αφενός, διότι πραγματεύεται τον πυρήνα της καθημερινής ζωής του κατοίκου της πόλης, το δημόσιο χώρο και αφετέρου, διότι εστιάζει στη στοιχειώδη λειτουργική μονάδα που μπορεί να τον ενεργοποιήσει. «Το περίπτερο απαρτίζεται από δυο μέρη, τον κλειστό και τον ημιυπαίθριο χώρο που ενοποιούνται από την κεκλιμένη στέγη που αποτελεί την έξαρση της σύνθεσης. Σχεδιάστηκε με γνώμονα την ευκολία και την ταχύτητα της κατασκευής, αποτελείται από τον μεταλλικό φορέα και την πλήρωσή του η οποία μπορεί να διαφοροποιείται ανάλογα με τις εκάστοτε συνθήκες. Προτεινόμενα υλικά πλήρωσης είναι τα φύλλα κόντρα πλακέ και η κυματοειδής λαμαρίνα. Επίσης, το κίτρινο χρώμα που προτείνεται, ενισχύει τη λειτουργία του ως ‘‘σήμαντρο’’ και αποτελεί υπόμνηση της καταγωγής του. Η δυνατότητα προσαρμογής του στις διαφορετικές χωρικές συνθήκες του αθηναϊκού δημόσιου χώρου, οδήγησε στην διάκριση του σε διαφορετικές τυπολογίες. Ανάλογα με το περιβάλλον τοποθέτησης, η διαμόρφωσή του, γίνεται με την κατάλληλη τοποθέτηση των πανέλων, ώστε να προκύπτουν διαφορετικές δυνατότητες αξιοποίησης της διαθέσιμης επιφάνειας. Τις τρισδιάστατες απεικονίσεις επιμελήθηκε ο Ηλίας Γεωργακόπουλος»
Το περίπτερο διακρίνεται για τον ανθρωποκεντρικό του σχεδιασμό, τόσο στη κλίμακα όσο και στα επιμέρους λειτουργικά ζητήματα. Παράγοντες όπως η ανάγκη για συνολική εποπτεία του χώρου, η αξιοποίηση της μέγιστης δυνατής επιφάνειας για την έκθεση των προϊόντων, η προστασία από τις καιρικές συνθήκες, ο ημιυπαίθριος χώρος παραμονής του πελάτη και ο βιοκλιματικός σχεδιασμός του περιπτέρου που εξασφαλίζει άνετο περιβάλλον εργασίας, αποτελούν τα κύρια χαρακτηριστικά του σχεδιασμού. Παρατηρούμε ότι ο διαθέσιμος χώρος των περιπτέρων είναι ελάχιστος και δεν επαρκεί συνήθως για την κάλυψη των αυξημένων αναγκών τους. Απότοκος του φαινομένου αυτού είναι η εξάπλωση του περιπτέρου στον περιβάλλοντα χώρο. Κάθε περίπτερο έχει και τη δική του χωρική υπόσταση, που άλλοτε ενσωματώνεται πετυχημένα στο δημόσιο χώρο και άλλοτε όχι. Ο περιπτεράς, θέλοντας να προβάλει την πραμάτια του αξιοποιεί με πλέον εφάνταστους και δημιουργικούς τρόπους τις δυνατότητες που του προσφέρει το κέλυφος του περιπτέρου και ο ευρύτερος χώρος του. Τα σημερινά προκατασκευασμένα κελύφη δεν ανταποκρίνονται στις παραπάνω απαιτήσεις και επαναλαμβάνονται ομοιότροπα μέσα στη πόλη».