Το χα δει το όνειρο. Αλλά όταν άρχισα να το λέω στον κήπο του Ιδρύματος Ερευνών, εκεί όπου βγάζαμε τα σκυλιά μας και μετά τα κυνηγούσαμε γιατί έτρεχαν πίσω από σαστισμένους-στραβωμένους ερευνητές και τους γάβγιζαν μέχρι τελικής πτώσης, κανείς δεν με πίστευε: ήμασταν λέει στην Αρριανού, εκεί όπου βρίσκεται το «Μαύρο Πρόβατο». Και περπατούσαμε λέει ανέμελα, όταν ξαφνικά, άρχισαν να βγαίνουν από όλα τα μαγαζιά, μανάβικα, συνεργεία αυτοκινήτων, ψιλικατζίδικα και φυσικά φαγάδικα, κράχτες που σου φώναζαν να μπεις και να δοκιμάσεις την πραμάτεια τους. Και τα εστιατόρια λέει, σέρβιραν το φαγητό με τρόπο αυστηρώς trendy, το κυρίως στη λαδόκολλα και οι πατάτες σε κάτι τσίγκινα κεσεδάκια, όπως τα πετάμε στους σκύλους και σου λένε κι ευχαριστώ και κουνάνε και την ουρά τους από πάνω. Ήταν λέει, λες και το Γκάζι, η Αγίας Ειρήνης και όλο το Μοναστηράκι, είχαν μετακομίσει στην Πλατεία Προσκόπων, που μεταμορφώθηκε μεμιάς στο πιο must πόστο ολόκληρης της Αθήνας.
Το έμβλημα του Μαγεμένου Αυλού
Η είσοδος του Μαγεμένου Αυλού
Μου βγήκε τ’ όνειρο, όπως μου βγαίνει πάντα. Και σε λίγο καιρό, έγιναν όλα έτσι, ή έστω, κάπως έτσι. Με το που γράφτηκαν και διαβάστηκαν δύο αφιερώματα σε δύο free press, πλακώσανε κι οι γύφτοι. Κυριολεκτικά, όχι μεταφορικά. Ένα μεσημέρι, εκεί που καθόμουν και λιαζόμουν στο ωραιότερο καφέ της περιοχής-θα σας πω παρακάτω γι’ αυτό-, βλέπουμε ξαφνικά ένα Fiat Punto να ξεφορτώνει μια στρατιά από τσιγγάνες με γαρδένιες στο χέρι, σκανάροντας την περιοχή και εντοπίζοντας την φρέσκια πελατεία. Κοιτάχτηκα με τον κολλητό μου και τα καταλάβαμε όλα: για να μας έχουν πάρει χαμπάρι οι επαγγελματίες πλανόδιοι ανθοπώλες, σημαίνει ότι ήρθε το τέλος της συνοικιακής αθωότητας. Μέχρι πρότινος, τα μοναδικά λουλούδια πωλούνταν από την «κυρία με τις γαρδένιες», μια γλυκιά γυναίκα που φοράει τα καλά της λες και πάει στο θέατρο, με φυσιογνωμία καλής και σωστής μαμάς, η οποία ερχόταν ευγενικά και σε ρωτούσε αν ήθελες να αγοράσεις ένα λουλούδι. Υπάρχει ακόμη εκεί, μόνο που τώρα, η εμπορευματοποίηση δεν την αφήνει να ξεχωρίσει όπως παλιά.
Όχι. Η Πλατεία Προσκόπων δεν είναι υπερεκτιμημένη. Της αξίζει η τόση προβολή, είχε τα φόντα να μετατραπεί σ’ αυτό που έγινε. Μόνο που τώρα, διακρίνεις πιο καθαρά τους ατζαμήδες απ’ τους προσεκτικούς, τους αλεξιπτωτιστές από τους σοβαρούς. Είναι μια καλή σπουδή στο τι συμβαίνει ξαφνικά σε μια μικρή συνοικία όταν αρχίζει η επέλαση θαμώνων από κάθε μεριά της Αθήνας. Κάποιοι μπορούν να το διαχειριστούν και κάποιοι όχι.
Θα μείνουμε κυρίως στα καλά και θα υπαινιχθούμε τα κακά, για να μην κακοκαρδίσουμε κόσμο και κοσμάκη. Το καλύτερο λοιπόν καφέ της περιοχής, παραμένει το «Τρίγωνο»: πήρε το όνομά του λόγω του τριγωνικού σχήματός του-βρίσκεται ακριβώς στη γωνία Αρχελάου-Αμύντα και είναι ευλογημένο να έχει κόσμο όλες τις μέρες και τις ώρες. Ξεκινά από νωρίς σερβίροντας καφέ-υπάρχουν βέβαια και κάτι παππούδες παλιοί Παγκρατιώτες που πίνουν τσίπουρο από τις 11 το πρωί και σου δίνουν την αίσθηση ότι ζεις ευτυχισμένος σε επαρχία. Με το που θα πρωτομπείς, δεν θα σου κάνει αίσθηση. Δεν έχει καμιά ιδιαίτερη διακόσμηση, δεν μυρίζει ανακαίνιση. Έχει όμως μικρά μαρμάρινα τραπεζάκια, κάθε μέρα φρέσκα λουλούδια στα βαζάκια, φτηνά ποτά, ωραίες ποικιλίες και καταπληκτικές σαλάτες και προτού καλά καλά το καταλάβεις, (ξε)μένεις εκεί μέχρι το βράδυ και φέρνεις και τους φίλους σου. Σε κερδίζει σαν γλυκιά δαγκωματιά και πλέον, αν βρεις να κάτσεις, πετάγεσαι και στο προποτζίδικο της πλατείας να παίξεις κι ένα Λόττο.
Το Μαύρο Πρόβατο, το εστιατόριο στην Αρριανού, ενώ το είχα ερωτευθεί με την πρώτη ματιά-μου άρεσε η φράση «Το Μαύρο πρόβατο έχει λευκή καρδιά» γραμμένη με κιμωλία στον τοίχο μαυροπίνακα-μετά την επέλαση των Ούνων, άρχισα να το σνομπάρω. Γιάπηδες, κοστουμαρισμένα αγόρια που μάλλον δεν έχουν καμία δουλειά ούτε στην περιοχή ούτε γενικώς αλλά περιφέρουν τον χαρτοφύλακά τους που πιάνει χώρο στις καρέκλες, Κολωνακιώτισσες που τις ξέβρασε το τρέντι κύμα. Ολο το χειμώνα, ακόμη και τις πιο κρύες νύχτες, τα τραπεζάκια πάνω στο μικροσκοπικό πεζοδρόμιο αυξάνονταν, πληθύνονταν και ζεσταίνονταν στοιχειωδώς από σόμπες. Εδώ κι αν πρέπει να κάνεις τάμα για να βρεις τραπέζι. Έχουν βάλει κάτι λιλιπούτεια ακόμη και στο πλάι της τζαμαρίας, πάνω σε ένα σκαλοπάτι, δίνοντάς σου την αίσθηση ότι είσαι μέρος θεατρικού σκηνικού σε εναλλακτική παράσταση. Όμως, το φαγητό αξίζει στ’ αλήθεια! Οι τιμές πολύ χαμηλές, η ποιότητα πολύ καλή κι εγώ ανακαλώ ακόμη κάποιες γεύσεις που δοκίμασα. Αν δεν παπαγάλιζαν οι κατά τα άλλα ευγενέστατοι σερβιτόροι όλο τον τίτλο του πιάτου με το που σου το φέρνουν «μπουκίτσες ψαρονέφρι με μυρωδικά και φρέσκες πατάτες», θα ήταν ακόμη καλύτερα. Αλλά έχει κι αυτό την πλάκα του.
Όσοι όμως φάτε χυλόπιτα από το Μαύρο Πρόβατο, λίγα βήματα πιο πέρα, στην οδό Πολέμωνος, υπάρχει ένα άλλο καλό ζωάκι, ο Μαύρος Γάτος. Σπαράζει η καρδιά μου να τον βλέπω σχεδόν άδειο κάθε βράδυ μιας και τα κοπάδια προτιμούν το Πρόβατο. Γιατί ο Μαύρος Γάτος, είναι μια ιστορική ταβέρνα, με ιστορικές τοιχογραφίες α λα Τουλούζ Λωτρέκ, η οικογένεια που το κρατάει με επικεφαλής τον κύριο Γιώργο είναι συμπαθέστατη και σερβίρει το πιο έντιμο φαγητό, μαγειρευτό και της ώρας σε πολύ καλές τιμές.
Το Κρεατοφαγείο πάνω στην πλατεία έχει το μεγάλο ατού ότι βγάζει τραπεζάκια έξω με το που ανοίγει ο καιρός. Νόστιμη σουβλασερί και μην ξεχάσετε να πάρετε για επιδόρπιο εκμέκ-στην ουσία είναι μια κρέμα που πρέπει να παρασκευάζεται από νεράιδες με σιροπιασμένο τσουρεκάκι από κάτω.
Πάνω στην Πλατεία, υπάρχει και το εστιατόριο Μαγεμένος Αυλός. Το αγαπημένο στέκι του Μάνου Χατζιδάκι όπως διαφημίζεται ως τις μέρες μας, μοιάζει να έχει κρατήσει όλη την ατμόσφαιρα από την εποχή της ακμής του και τώρα έχει σχεδόν μουσειακή αξία. Τα ξύλινα έπιπλα της τραπεζαρίας, το μπορντό χρώμα που κυριαρχεί, οι πιστοί θαμώνες που σου δίνουν την αίσθηση ότι διασκέδαζαν κι εκεί και αλλού «τις καλές εποχές», ο αστικός μύθος ότι είναι το πρώτο μαγαζί στην Ελλάδα που έφερε Coca Cola, αλλά και κάτι βράδια κυριακάτικου καλοκαιριού με live μουσική που αντηχεί δυνατά σε ολόκληρη την πλατεία λες και κάποιος σου κάνει καντάδα, όλα δίνουν ένα χρώμα που κάνει αυτή τη συνοικία διαφορετική απ’ όλες τις άλλες.
Ο Βρούτος στην Αμύντα άνοιξε πέρυσι στη σκιά του Τριγώνου, σερβίρει νόστιμα μαγειρευτά, κρασί και ρακί και κέρδισε πάρα πολλούς πόντους την περασμένη άνοιξη, όταν ο ιδιοκτήτης είχε τη φαεινή ιδέα να εκμεταλλευθεί την αυλή του απέναντι εγκαταλελειμμένου σπιτιού, να βάλει τραπεζάκια και λαμπάκια και να το μετατρέψει σε νησιώτικη αυλή στην καρδιά της Αθήνας.
Απ’ όλα τα ντιζαϊνάτα μαγαζιά της περιοχής που πουλάνε τζάντζαλα και μάντζαλα όπως μπάμπουσκες με μπότοξ ποτέ κάτω από είκοσι ευρώ, εμείς ξεχωρίζουμε τη μπουτίκ της Μαίρης Κατηφόρη στην Αρχελάου, στο νούμερο 32. Επειδή όταν λέει ότι θα πάει στο Μιλάνο για να φέρει καινούριες τσάντες, ρούχα και αξεσουάρ πάει όντως στο Μιλάνο. Επειδή σου φέρεται σαν κανονικός άνθρωπος όταν μπεις να ψωνίσεις και επειδή σου υπόσχεται και σου κάνει, καλύτερες τιμές σε πράγματα που ξέρεις ότι θα αγοράσεις και θα αντέξουν στον χρόνο.
Βασίλης Μαυρογεωργίου/ Φ: Πηνελόπη Γερασίμου
Skrow Theater/ Φ: Πηνελόπη Γερασίμου
Small8/ Φ: Πηνελόπη Γερασίμου
Μέσα σε όλο αυτό το σκηνικό, ήρθε να προστεθεί από πέρυσι και το θέατρο Skrow του Βασίλη Μαυρογεωργίου. Επί της Αρχελάου 5, ο νευραλγικός συγγραφέας, ηθοποιός και συγγραφέας που έμαθε στο ευρύ κοινό με την παράσταση «Κατσαρίδα» ότι η φαντασία νικάει τα σκηνικά και τα κοστούμια, άνοιξε αισίως τον δικό του χώρο, φιλοξενώντας ενδιαφέρουσες δουλειές από εξίσου ενδιαφέρουσες ομάδες. Η σκηνή έχει μάλιστα ως φυσικό φόντο έναν βράχο από την πίσω πλευρά του Άλσους Παγκρατίου, με το οποίο συνορεύει. Ακριβώς απέναντι από το θέατρο, στον αριθμό 8, το καφέ-μπαρ Small 8, το οποίο δεν είναι πλέον και τόσο small, αφού επεκτάθηκε και στο διπλανό κτίριο.
Στο φόντο όλων αυτών των μαγαζιών που αυτή την εποχή περνούν την καλύτερη περίοδο της ζωής τους, συναντάς παλιά καθαριστήρια, μοδιστράδικα, χαρτοπωλεία. Αυτό το κομμάτι του Παγκρατίου, «η πίσω μεριά της Ρηγίλλης» όπως κοκορεύονται με στόμφο οι αναπληρωματικές Κολωνακιώτισες της πλατείας Προσκόπων, προσφέρεται για ωραίες βόλτες, καφέδες που ξεκινούν από το μεσημέρι και μεταλλάσσονται σε τσίπουρα όσο πέφτει η νύχτα και σε μία αίσθηση ότι ζεις, ή έστω συχνάζεις σε ένα μικρό, αθηναϊκό Παρίσι. Ας ελπίσουμε μόνο, ότι όταν περάσει η μόδα του, δεν θα περάσει και η μπογιά του.