Στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στεγάζεται η μεγαλύτερη -και μια από τις σημαντικότερες διεθνώς- συλλογή έργων γλυπτικής της ελληνικής αρχαιότητας, από τον 7ο αι. π.Χ. μέχρι τον 5ο αι. μ.Χ. Η συγκρότησή της ξεκίνησε το 1829, με την ίδρυση του μουσείου στην Αίγινα, ενώ αργότερα η συλλογή συμπεριέλαβε μαρμάρινα και άλλα λίθινα γλυπτά από τις δημόσιες αρχαιολογικές συλλογές της Aθήνας, από ανασκαφές και αγορές της Aρχαιολογικής Eταιρείας, και από όλες τις περιοχές του ελληνικού κόσμου.

Περιλαμβάνει περίπου 17.000 έργα, 1000 από τα οποία εκτίθενται κυρίως στις αίθουσες 7 ως 34 στον κυρίως όροφο του κτηρίου, στο αίθριο και στην Κυπριακή Συλλογή, στην αίθουσα 64 του ορόφου, ενώ τα αποθηκευμένα είναι προσβάσιμα στους ειδικούς μελετητές. Μεμονωμένα γλυπτά εκτίθενται επίσης στην Αιγυπτιακή Συλλογή, στη συλλογή Αγγείων και στη Συλλογή Σταθάτου.

Ζωγραφική διακόσμηση στον χιτώνα, στο πίσω μέρος μαρμάρινης κόρης που βρέθηκε στην Ακρόπολη. Γύρω στα 500-490 π.Χ. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Δεκέμβριος 2024.

Επιτύμβιο μαρμάρινο άγαλμα της κόρης Φρασίκλειας 550-540 π.X. Ύψος αγάλματος 1,79μ. Ύψος με τη βάση 2,115μ. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Δεκέμβριος 2024.

Σε αυτή την αίθουσα των αρχαϊκών θησαυρών, με τα πολλά δωμάτια και τους φεγγίτες να φωτίζουν από ψηλά, ανάμεσα στα άλλα γλυπτά και ευρήματα όπως κεφαλές, ανάγλυφα, μπρούτζινα αγαλματίδια, κεραμεικά και κιονόκρανα, οι Κόρες και οι Κούροι, τα νεαρά αγάλματα της αρχαιότητας όλα στο ίδιο ύφος λαξεμένα, στέκονται ακλόνητες και ακλόνητοι στον άχρονο χρόνο, ενώ χαμογελούν υπόδορια στους σύγχρονους, παράξενους και πολύχρωμους επισκέπτες που κοιτούν με δέος αυτό που τελικά τους ξεπερνά, έστω κι αν κρατώντας στο αυτί μιαν ελάχιστη, έξυπνη συσκευή γίνονται ταυτόχρονα οι εξ αποστάσεως άχρηστες συστάσεις.

Μαρμάρινο άγαλμα κούρου από τις Κυκλάδες. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Δεκέμβριος 2024

Μαρμάρινο άγαλμα κούρου από τις Κυκλάδες. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Δεκέμβριος 2024

Ο οξυδερκής επισκέπτης καταλαβαίνει περιδιαβαίνοντας τα δωμάτια ότι εδώ πιο σημαντικό δεν είναι το γλυπτό που κάθε φορά του συστήνεται, αλλά το ζωντανό βίωμα της επαφής με τη δύναμη της εκφραστικής φόρμας του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού και την εξέλιξή της. Γιατί η εξέλιξη στην τέχνη του αρχαιοελληνικού γλυπτού θα αποτελέσει την κολυμβήθρα, όπου η δυτική τέχνη θα εμβαπτιστεί στην απαράμιλλη φυσικότητα που την έκανε ξεχωριστή στον κόσμο όλο.

Λεπτομέρεια από τα σχέδια του χιτώνα της του μαρμάρινου αγάλματος της κόρης Φρασίκλειας 550-540 π.X. H κόρη φοράει στεφάνη, κοσμήματα και μακρύ χιτώνα, χρωματισμένο ερυθρό, με ποικίλα εγχάρακτα κοσμήματα επίσης χρωματισμένα. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Δεκέμβριος 2024.

Από τα λατρευτικά ξόανα στα κολοσιαία λίθινα και από την πορώδη πέτρα στο μάρμαρο που τους έδωσε εσωτερική λάμψη, ενώ ο χαλκός τους χάρισε ζωντάνια, ο χρόνος τρέχει μέσα από τα υλικά που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι για να λατρέψουν το θείο και να τιμήσουν το άγνωστο, να αποτυπώσουν το είδωλο, να διατηρήσουν τη μνήμη.

Η εξέλιξη της δημιουργίας αυτών των αγαλμάτων έρχεται από την καθαρότητα και την ακρίβεια στην επανάληψη, τη συγκέντρωση σε ένα σημείο που δημιουργεί, τελικά, το πνεύμα μιας κοινής γραμμής. Αυτή εξελίσσεται ενιαία στο πέρασμα του χρόνου. Καμία διάσπαση υποκειμενικότητας του αρχαίου λαξευτή. Η τέχνη του παραμένει η επιμονή να βρίσκει κάθε φορά τη χρυσή ισορροπία της γραμμής που σκαλίζει. 

Και μια μικρή ιστορία ελληνική, ίσως γνωστή σε κάποιους, χωρίς διακριτικά και ήρωες – αλλά μου αρέσει τόσο που θα την εξιστορήσω. Η ιστορία αφορά το πώς βρέθηκαν οι Κόρες της Ακρόπολης, που θεωρούνται οι πιο όμορφες κι εκλεπτυσμένες (σήμερα μπορεί κάποιος να τις χαρεί στο Μουσείο Ακρόπολης):

Η ανακάλυψη των Κορών στην Ακρόπολη της Αθήνας* 

«Η ανακάλυψη των αγαλμάτων των Κορών στην αθηναϊκή Ακρόπολη είναι ένα από τα πιο δραματικά σε σημασία γεγονότα, ανάμεσα σε πολλά στην αρχαιολογική μας ιστορία.

Μετά την απελευθέρωση των Ελλήνων από τον τουρκικό ζυγό το 1833, είχε αποφασιστεί εξαρχής να καθαριστεί η Ακρόπολη από τα πολλά τουρκικά κτίρια που είχαν ξεπηδήσει εκεί. Αυτό, καθώς και η μερική αποκατάσταση των αρχαίων ναών και μνημείων της Ακρόπολης (Παρθενώνας, Ερέχθειο, Προπύλαια) απαίτησαν πολύ χρόνο. Μόλις το 1885 ήταν, όταν ο αρχαιολόγος Παναγής Καββαδίας διορίστηκε γενικός έφορος, που αποφασίστηκε τελικά να ανασκάψουν την γη όχι μόνο στο επίπεδο των κλασικών χρόνων, αλλά πιο βαθιά στην φυσική πέτρα του βράχου γύρω από την Ακρόπολη. Ξεκίνησαν από την βορειοδυτική πλευρά της Ακρόπολης, ανατολικά από τα Προπύλαια.

.. Ήταν τότε που η γη αποκάλυψε τους θησαυρούς που έκρυβε μέσα της για πάνω από δύο χιλιάδες χρόνια. Για τα επόμενα δεκαπέντε χρόνια, η μία σπουδαία ανακάλυψη διαδεχόταν την άλλη – γλυπτά από μάρμαρο και ασβεστόλιθο, μερικά έξοχα χρωματισμένα, αγαλματίδια μπρούτζινα και κεραμικά, αγγεία, νομίσματα, επιγραφές.

Mαρμάρινο άγαλμα σφίγγας, από τα Σπάτα Aττικής 570– 550 π.X. Από πεντελικό μάρμαρο. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Δεκέμβριος 2024.

Το πρώτο αντικείμενο που βρέθηκε τον Νοέμβριο του 1885 ήταν ένα μπρούτζινο αγαλματίδιο, που θεωρήθηκε τότε σαν ένας καλός οιωνός σταλμένος από την Αθηνά. Τον Φεβρουάριο του 1886 δεκατέσσερις από τις καλύτερες Κόρες βρέθηκαν στοιβαγμένες μαζί σε μία τρύπα βορειοδυτικά από το Ερέχθειο. Ανατολικά και δυτικά του Παρθενώνα, ακόμα περισσότερα αγάλματα ήρθαν στο φως, παραχωμένα σε κοιλότητες. Άλλα βρέθηκαν δυτικά του Ερεχθείου και κοντά στο νότιο τείχος. 

Μαρμάρινος επιτύμβιος κούρος από τα Μεσόγεια Αττικής. Γύρω στο 500 π.Χ. Από παριανό μάρμαρο. Το έργο θεωρείται ορόσημο στην εξέλιξη της πλαστικής και είναι το τελευταίο της σειράς των κούρων. Ύψος 1,98 μ. Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών, Δεκέμβριος 2024

Όταν το έτος 480 π.Χ. οι Πέρσες, μετά τη νίκη τους στην μάχη των Θερμοπυλών, προχώρησαν στην εκκενωμένη Αθήνα, κατέστρεψαν την Ακρόπολη με τους ιερούς ναούς και όλα τα ιερά αναθήματα. Ευτυχώς όμως για εμάς, οι Αθηναίοι, όταν επέστρεψαν στην κατεστραμμένη πόλη, αποφάσισαν να διευρύνουν την περιοχή της Ακρόπολης και χρησιμοποίησαν τα σπασμένα αγάλματα που βρήκαν, για να “γεμίσουν” το επικλινές έδαφος. Το ότι βρέθηκαν τόσες πολλές Κόρες μαζί συνέβη γιατί, αν κρίνουμε από τις υπάρχουσες αποδείξεις, η Κόρη, την εποχή του 5ου αιώνα π.Χ., δεν θεωρούνταν τόσο δημοφιλής αφιερωματική προσφορά όσο θεωρούνταν ο Κούρος. Για τον ίδιο λόγο, ένα γυναικείο άγαλμα ήταν αγαπημένο ανάθημα στην Αθήνα πιο παλιά, κατά την διάρκεια του δεύτερου μισού του 6ου αιώνα π.Χ., όταν κυβερνούσε ο Πεισίστρατος και οι γιοι του. Και πρόκειται για αυτά τα γυναικεία αγάλματα που τώρα συνιστούν την πλειοψηφία των σωζώμενων αγαλμάτων αυτού του τύπου. Εδώ έχουμε, στην πραγματικότητα, ένα τρανταχτό παράδειγμα του πώς κάτι τόσο τυχαίο παίζει ρόλο στην επιβίωση των αγαλμάτων και πόσο επιφυλακτικοί πρέπει να είμαστε στα συμπεράσματά μας από ό,τι έχει διασωθεί.»

*Απόσπασμα από τον αρχαιολογικό τόμο KORAI, ARCHAIC GREEK MAIDENS, PHAIDON PRESS, έκδοση του 1968, της αμερικανίδας ιστορικού τέχνης και αρχαιολόγου των αρχών του 20ου αιώνα, Gisela M. A. Richter, με 400 φωτογραφίες της Alison Frantz.