Η απρόσμενα μεγάλη προσέλευση για την παρακολούθηση του Φωνές από το Υπόγειο οδήγησε στην επιστράτευση και της δεύτερης αίθουσας, όπως και σε μια ημίωρη καθυστέρηση. Δεδομένης της κοσμοσυρροής και των προσπαθειών που έγιναν για να μην μείνει κανείς απ’ έξω, προσωπικά δεν μπορώ να γκρινιάξω. Έτσι έπρεπε να γίνει και έτσι έγινε.

popaganda_voices

Εννιάμιση η ώρα περίπου, ο σκηνοθέτης Γιάννης Χαριτίδης καλωσορίζει το κοινό, ευχαριστεί όσους συμμετείχαν στο ντοκιμαντέρ και τα φώτα σβήνουν. Μια «χιονισμένη» κάμερα επιστρέφει στο 2001 και ο εκκεντρικός πυγμαλίων του εγχώριου underground Λεωνίδας Χρηστάκης βρίσκεται στο σπίτι του, μιλώντας για την αιδοιόμορφη λάμπα που κοσμεί τον τοίχο του και για τη συναισθηματική μνήμη που εμπεριέχεται στα αντικείμενα και τα έργα που τον τριγυρίζουν. Μορφές του ελληνικού underground κινήματος, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Πάνος Κουτρουμπούσης, ο Σπύρος Μεϊμάρης, ο Δημήτρης Πουλικάκος και ο Τέος Ρόμβος προσπαθούν να αποκρυσταλλώσουν έναν ορισμό του underground. Και το roadtrip στη λωρίδα της μνήμης ξεκινά.

Η Ελλάδα μολύνεται από το βακτήριο του ροκ εν ρολ τη δεκαετία του ’50, με βασικά συμπτώματα ένα συνδυασμό εφηβικής ορμόνης και αντίδρασης στο ηθικό κατεστημένο. Καλτ μορφή υπήρξε για το ελληνικό underground κίνημα ο Σίμος ο Υπαρξιστής. Κεφαλαιώδους σημασίας, σύμφωνα με τα λεγόμενα των ομιλούντων, υπήρξαν και οι μπιτ συγγραφείς, οι οποίοι, μάλιστα, επισκέφτηκαν την Αθήνα, έμειναν στα Αναφιώτικα και είχαν προσωπική επαφή με τους Έλληνες «περιθωριακούς».

Δεκαετία ’60. ο σουρεαλισμός στα πάνω του, ανομοιογενείς συγκεντρώσεις στο κάφε Βυζάντιον, το οποίο χαρακτηρίστηκε από τον Πουλικάκο ως «το μόνον ελεύθερο ανοιχτό Πανεπιστήμιο που υπήρξε ποτέ στην Ελλάδα». Ο απόηχος του Μαΐου του ’68 αντιλαλεί στην Ελλάδα ακόμα και όταν τα πνεύματα έχουν ηρεμήσει στο Παρίσι. Η πνευματική οπισθοφυλακή της χώρας παραμένει σε εγρήγορση.

Η δικτατορία προσπαθεί να καταπνίξει αυτά τα κακοποιά στοιχεία, μα δε δείχνουν να πτοούνται. Ο Λεωνίδας Χρηστάκης εκδίδει τον Κούρο, όπου συσπειρώνει όλα τα ονόματα της «πλέμπας». Οι αδερφοί Φαληρέα ανοίγουν το Pop Eleven, δισκάδικο που θα συστήσει τον κόσμο στην πιο πειραματική μεριά του σκληρού ήχου. Μεταπολίτευση. Φασίστες καίνε το βιβλιοπωλείο Octopus του Ρόμβου, αλλά αυτό συνεχίζει να αποτελεί κέντρο διερχομένων. Και κάπου στα τέλη της δεκαετίας του ’70 κατεβαίνουμε από το Magic Bus.

Το ντοκιμαντέρ δεν εμμένει τόσο στη μουσική (σχεδόν καθόλου) και στον κινηματογράφο (λίγο περισσότερο). Πραγματοποιεί, όμως, μια εκτενή έρευνα σχετικά με την πρωτοποριακή λογοτεχνία και τα εναλλακτικά εικαστικά που τείνουν να ξεχαστούν∙ σε αυτούς που τα βιβλία δε θα τους μνημονεύσουν όσο άλλους, ακόμα και αν υπήρξαν καθοριστικοί για την πνευματική αποδέσμευση της χώρας από το συντηρητισμό. Και η εν λόγω έρευνα, αν αναλογιστούμε το σχετικά νεαρό της ηλικίας του δημιουργού και τη σχεδόν μοναχική του προσπάθεια (οι βασικοί συντελεστές της ταινίας είναι τέσσερις), είναι εντυπωσιακή και ώριμη.

Ξεδιπλώνεται μια Ελλάδα που ναι μεν γνωρίζει το εξωτερικό και ακολουθεί τα ρηξικέλευθα καλλιτεχνικά δρώμενα, αλλά πάντα τα φιλτράρει μέσα από την ιδιοσυγκρασία της, χωρίς την επήρεια της ξενομανίας∙ ταυτόχρονη αγάπη σε ροκ εν ρολλ και ρεμπέτικο.

Γλαφυρές, επιπλέον, οι διηγήσεις ανέκδοτων συμβάντων της εποχής, που καταδεικνύουν ένα avant garde πρίσμα σκέψης. Λόγου χάριν, η «Λιτανεία του Κωλοδάχτυλου» και η αγρυπνία το βράδυ που έκλεισε το Καφέ Βυζάντιον, πράξεις ρωμαλέες και πρωτοποριακές, από τη σύλληψη μέχρι την πραγματοποίηση.

Σε κινηματογραφικό επίπεδο, το Φωνές… διατρέχεται από ένα νοσταλγικό, εύθυμο κλίμα. Οι μαρτυρίες έχουν μια στρωτή αλληλουχία, υπάρχουν ιντερλουδιακές παύσεις με ψυχεδελικά μοντάζ εικαστικών που συνοδεύονται από ποιητικές απαγγελίες και γενικότερα, παρά τον όγκο των παρεχόμενων πληροφοριών, δεν κουράζει.

Το στοίχημα που κερδίζει ο Χαριτίδης είναι πως, με το πέσιμο των τίτλων τέλους, ο θεατής αναρωτιέται αν η σημερινή «υπόγα» είναι τόσο καυστική και ανορθόδοξη, αλλά ταυτόχρονα σκεπτόμενη όσο ο πρόγονός της. Ανεξαρτήτου απαντήσεως, ο προβληματισμός είναι και η νίκη στο μεγάλο στοίχημα ενός τέτοιου ντοκιμαντέρ. Και την πήρε με το σπαθί του.