Λίγοι Έλληνες σκηνοθέτες έχουν υπάρξει τόσο αμφιλεγόμενοι όσο ο Γιώργος Λάνθιμος. Οι ταινίες του συνήθως αποσπούν διθυραμβικά σχόλια από τους επαγγελματίες κριτικούς, αλλά διχάζουν το κοινό, το οποίο συχνά αρνείται να αποδεχτεί το μη συμβατικό τέλος τους, τις ρομποτικές ερμηνείες των ηθοποιών και τον αρνητικό τρόπο με τον οποίο συχνά επιλέγει να παρουσιάζει την οικογένεια.
Η επιτυχία του Κυνόδοντα το 2009 του επέτρεψε να συνεργαστεί με εμβληματικά ονόματα του κινηματογράφου, όπως η Νικόλ Κίντμαν, η Ρέιτσελ Βάις, ο Κόλιν Φάρελ και η Έμμα Στόουν. Φέτος κυκλοφορεί η τρίτη αγγλόφωνη ταινία του, με τίτλο The Favourite. Πρόκειται για μία δραματική ταινία εποχής, η οποία επικεντρώνεται στο παρασκήνιο της αυλής της Βασίλισσας Άννας της Μεγάλης Βρετανίας (Ολίβια Κόλμαν), για την εύνοια της οποίας ανταγωνίζονται δύο ξαδέρφες (Ρέιτσελ Βάις και Έμμα Στόουν). Η ταινία άνοιξε πρόσφατα το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Νέας Υόρκης.
Με αφορμή την τελευταία του ταινία, ο σκηνοθέτης έγινε το θέμα ενός αφιερώματος του New York Times Magazine, το οποίο σκιαγραφεί το πορτρέτο ενός ιδιοσυγκρασιακού auteur και χαρτογραφεί την πορεία του μέχρι το The Favourite του 2018.
Ο Λάνθιμος παράτησε τις σπουδές του στο μάρκετινγκ για να σπουδάσει σκηνοθεσία και έτσι ήρθε σε επαφή με άτομα «αρκετά τρελά για να πειστούν να γυρίσουν ταινίες στην Ελλάδα». Πριν την κρίση, έβγαζε τα προς το ζην γυρίζοντας διαφημιστικά για την τηλεόραση και παράλληλα σκηνοθετούσε παραστάσεις. Οι πρώτες του ταινίες είχαν έναν αρκετά αυτοσχέδιο χαρακτήρα και βασίζονταν κυρίως στη γενναιοδωρία των φίλων του. Παρά την έλλειψη κάποιας δομής υποστήριξης των νέων κινηματογραφιστών, αναγνωρίζει κάποια καλά στην Ελλάδα: «Υπάρχουν πράγματα που αγαπώ στην παραγωγή ταινιών στην Ελλάδα. Ο κόσμος είναι γενναιόδωρος: αν τα πας καλά με τους ανθρώπους γύρω σου, θα σου δώσουν περισσότερα από όσα θα ήταν πρόθυμοι να δώσουν υπό άλλες συνθήκες, περισσότερα από όσα πρέπει.»
Μπορεί το μπαμ να έγινε με τον Κυνόδοντα, αλλά η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, Κινέττα, γυρίστηκε τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Ο ίδιος παραδέχεται πως αποφεύγει να δει τις ταινίες του αφού τις ολοκληρώσει για τουλάχιστον μία δεκαετία. Για την Κινέττα λέει: «Παράξενη, παράξενη, αλλά, αλήθεια, όχι τόσο κακή.»
Πολλοί κριτικοί επιδοκιμάζουν την «ανέκφραστη σπιρτάδα» των ταινιών του. Ο ίδιος αντιμετωπίζει αυτόν τον χαρακτηρισμό μάλλον ως προσβολή: «Κάθε φορά που ο κόσμος βλέπει ένα συναίσθημα που δεν είναι έντονο, το αποκαλεί “ανέκφραστο”. Η περισσότερη ηθοποιία είναι πολύ μελοδραματική. Δεν είναι όμως αυτό που βλέπεις στους ανθρώπους.»
Τι άλλο ενοχλεί τον Γιώργο Λάνθιμο; Σύμφωνα με τον Κόλιν Φάρελ: «Αν θες να τον εκνευρίσεις πάρα πολύ, ρώτα τον για το παρελθόν των χαρακτήρων του.»
Με τον Ευθύμη Φιλίππου, ο οποίος έχει υπογράψει το σενάριο σε τέσσερις ταινίες του, ο Λάνθιμος γνωρίστηκε κατά τύχη, στα γραφεία της διαφημιστικής εταιρείας που εργάζονταν. Σχετικά με τον τρόπο που προσεγγίζουν την ανθρώπινη κατάσταση, αναφέρει: «Όλες οι ιστορίες μας ξεκινούν με παρατηρήσεις, καταστάσεις που ήδη — σύμφωνα με εμάς — υπάρχουν. Παίρνουμε αυτές τις καταστάσεις και τις μεγαλοποιούμε ώστε να περιγράψουμε ευκολότερα τον πυρήνα της αρχικής μας σκέψης. Το αστείο είναι ότι όσο και να προσπαθούμε να μεγαλοποιήσουμε τα πράγματα, η πραγματικότητα είναι πάντα πολύ πιο υπερβολική.»
Συχνά, το κοινό θεωρεί πως η υπερβολή στις ταινίες του Λάνθιμου φτάνει σε ακραία σημεία. Οι κριτικές του κοινού αμφιταλαντεύονται μεταξύ του διθυραμβικού επαίνου και του καυστικού σχολιασμού. Σύμφωνα με ένα θεατή της ταινίας Ο Θάνατος ενός Ιερού Ελαφιού: «Αυτοί οι άνθρωποι δεν θα μπορούσαν να δείξουν πιο ξένοι, πιο αφύσικοι — ούτε πιο αποκρουστικοί — ακόμα και αν είχαν τρία κεφάλια και εντόσθια για μαλλιά.»
Ισχύει πάντως ότι οι ερμηνείες των πρωταγωνιστών του Γιώργου Λάνθιμου είναι (συνειδητά) μηχανικές, συχνά δύσκολα κατανοητές και εμποδίζουν την ενεργοποίηση της ενσυναίσθησης του θεατή. Δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι ο σκηνοθέτης έχει μία αρκετά ιδιαίτερη προσέγγιση στον τρόπο που προετοιμάζει και σκηνοθετεί τους πρωταγωνιστές του, συχνά βάζοντάς τους να εκτελέσουν περίπλοκες σωματικές ασκήσεις κατά τη διάρκεια της πρόβας τους, ώστε να φέρει τα ένστικτά τους στην επιφάνεια. Σύμφωνα με τη σύζυγό του, Αριάν Λαμπέντ: «Ο Γιώργος δεν εξηγεί πράγματα, ούτε στους ηθοποιούς και αυτοί δεν είναι συνηθισμένοι σε κάτι τέτοιο. Αλλά περνάνε αυτήν την εμπειρία και ανακαλύπτουν ότι το να υπάρχουν κενά στο ταξίδι του χαρακτήρα τους αφήνει περισσότερο χώρο για τη δική τους φαντασία, τα δικά τους λάθη, τις δικές τους αμφιβολίες και πιστεύω ότι γι’ αυτό οι ηθοποιοί είναι πάντα φανταστικοί στις ταινίες του. Ρισκάρουν.» Η Ρέιτσελ Βάις, η οποία υποδύεται την Σάρα Τσέρτσιλ στο The Favourite, συμπληρώνει: «Αν με ρωτούσες μετά το γύρισμα τι συνέβη μόλις, δεν θα μπορούσα να σου πω. Και, στην πραγματικότητα, η εμπειρία του να βλέπω τις δύο ταινίες [του Λάνθιμου] που έχω παίξει δεν έχει καμία σχέση με άλλες ταινίες, με την έννοια ότι εκπλήσσομαι τελείως από αυτά που έκανα. Συνήθως όταν γυρίζεις μία ταινία έχεις μία αίσθηση του τι έχεις κάνει, αλλά με τον Γιώργο δεν έχεις καμία.»
Τον περασμένο Ιούνιο, ο Λάνθιμος βρέθηκε στο νησί Fårö για να μιλήσει στο πλαίσιο της Εβδομάδας Μπέργκμαν και επισκέφθηκε την πρώην κατοικία του μεγάλου Σουηδού σκηνοθέτη. «Με έκανε να αναρωτηθώ αν θα θέλω κάποια μέρα να έχω ένα δικό μου μέρος σαν κι αυτό. Κάπου για να δημιουργώ και να είμαι μόνος. Ένα νησί όπου οι σεναριογράφοι θα μπορούν να δουλεύουν πάνω στο σενάριο και ο μοντέρ μου θα μπορεί να τελείωνει τα πρότζεκτ μας.» Τελικά απέρριψε την ιδέα.