Είναι γεγονός πως έχει λείψει ο ενθουσιασμός για τη μουσική του 2014, σε βαθμό που έχω αρχίσει να πιστεύω πως είναι κάπως «δικό» μας πρόβλημα, γιατί αν τα βάλεις κάτω δεν είναι και λίγοι οι δίσκοι που θέλουμε να προσθέσουμε στη δισκοθήκη μας. Υπάρχει η μαγική ατμόσφαιρα των ΗΤRK, ο οδοστρωτήρας που ακούει στο όνομα Swans, το ανατριχιαστικά άρτιο άλμπουμ του Kassem Mosse, ο οικεία «έντεχνος» Damon Albarn, η έκπληξη των Future Islands, η λίστα είναι ήδη αρκετά μεγάλη. Περίοπτη θέση κατέχει και ο τέταρτος δίσκος των Wild Beasts με τίτλο Present Tense, ένα σαγηνευτικό σύνολο ποπ τραγουδιών που φανερώνει μια «συμμορία», όπως την χαρακτηρίζει ο Hayden Thorpe, που μπορεί να εκφράζει με μεγάλη ευστοχία απ’τα συνηθισμένα ερωτικά καρδιοχτύπια μέχρι την απελπισία που χαρακτηρίζει μια «μαύρη» Ευρώπη. Στο τηλέφωνο, ο Thorpe ακούγεται υπερβολικά πρόθυμος να συζητήσει, σκέφτεται αρκετή ώρα τις απαντήσεις του και αδυνατεί μάλλον να μιλήσει για κάτι άλλο πέρα απ’τα τραγούδια. Τα δικά του ή άλλων.
Έχοντας γνωρίσει τον καθηγητή-πατέρα του πριν από δύο περίπου δεκαετίες (κάτι που ανακάλυψα κατά τη διάρκεια της κουβέντα μας), ο Thorpe έχει την ίδια ηρεμία με τον πράο ακαδημαϊκό που μιλούσε για ώρες για την αξία της κοινωνιολογίας στο σύγχρονο κόσμο, έχοντας ευτυχώς το γοητευτικό χάρισμα της αυτογνωσίας. Ξέρει πολύ καλά πως είναι τυχερός που βρίσκεται εκεί που βρίσκεται και το απολαμβάνει. Και καλά κάνει.
Παίρνοντας τα πράγματα απ’την αρχή, πως καταλήγει μια παρέα 20χρόνων σε μια δισκογραφική όπως η Domino; Είχαμε κυκλοφορήσει ένα single, το Brave Bulging Buoyant Clairvoyants, σε μια μικρή ετικέτα απ’το Leeds, την Bad Sneakers. Με κάποιο τρόπο έφτασε στο γραφείο του Laurence Bell, του ιδιοκτήτη της Domino. Για να είμαι ειλικρινής, σε εκείνο το σημείο ήμασταν τόσο αποφασισμένοι και σίγουροι ότι αυτό που κάνουμε θα λειτουργήσει που δεν δώσαμε καμία σημασία στο ποιος είναι αυτός ο τύπος που θέλει να μας συναντήσει ή ποια εταιρεία έχει. Ο Laurence, απ’την πρώτη στιγμή άνοιξε όλα τα χαρτιά του και υποστήριξε αυτό που κάνουμε. Μας είπε απλά: «Εσείς θα γράφετε τη μουσική, εγώ θα την κυκλοφορώ». Μόνο αυτό ξέραμε για αυτόν. Ήμασταν υπερβολικά τυχεροί, γιατί αυτός ο τύπος τελικά είχε την Domino, μια απίστευτη εταιρεία που έχει βγάλει φοβερούς δίσκους όπως αυτοί των Dirty Projectors, Animal Collective, Four Tet, για να αναφέρω μερικούς. Ξαφνικά βρεθήκαμε ανάμεσα σε αυτούς τους καταπληκτικούς καλλιτέχνες και σε μια εταιρεία που δεν μας είπε ποτέ τι να κάνουμε. Αυτή η ελευθερία επηρέασε πολύ την εξέλιξη μας, καλώς ή κακώς, μας βοήθησε να εξερευνήσουμε τη δημιουργική πορεία που εμείς θέλαμε.
Ήδη όμως ήσασταν μια πολύ αποφασισμένη παρέα πιτσιρικάδων, εννοώ πως μου φαίνεται ότι ξέρατε, από πολύ μικρή ηλικία, τι θέλατε να κάνετε με τη ζωή σας. Είναι σίγουρα αλήθεια. Ήμασταν 16 χρονών όταν φτιάξαμε την μπάντα με τον Ben (σ.σ. Little, κιθαρίστας του συγκροτήματος) κι όταν στα 17 του παράτησε τις σπουδές του για την μπάντα, κατάλαβα ότι σοβαρεύουν τα πράγματα, ότι πρέπει να δουλέψουμε σκληρά. Του το χρωστάω, για να πω την αλήθεια. Μετακομίσαμε παρέα στο Leeds γιατί θα πήγαινα στο πανεπιστήμιο της πόλης μαζί με τον Chris (σ.σ. Talbot, ντραμς), όπου αντί να τριγυρνάμε στα κλαμπ ή να κάνουμε ό,τι άλλο (πρέπει να) κάνουν οι νέοι άνθρωποι, περνάγαμε τα βράδια μας σε ένα βρώμικο και σκοτεινό υπόγειο, παίζοντας μουσική. Σχεδόν άμεσα, οι τέσσερις μας (σ.σ. Tom Fleming το τέταρτο μέλος), φτιάξαμε ένα είδος συμμορίας. Δεθήκαμε πολύ γρήγορα γιατί έτσι συμβαίνει όταν κάνεις προσωπικές θυσίες και αρχίσαμε να πιστεύουμε πως έχουμε κάτι που δεν έχουν τα υπόλοιπα παιδιά της ηλικίας μας, πως ακόμα και αν χάνουμε τη νιότη μας κατά κάποιο τρόπο, έχουμε την ευκαιρία, αν όλα πάνε καλά, να μείνουμε νέοι περισσότερο καιρό. Γιατί μπορεί κατά μια έννοια η συμμετοχή σου σε μια μπάντα να σε αναγκάζει να μεγαλώσεις πιο γρήγορα αλλά ταυτόχρονα έχεις την ευκαιρία να μην μεγαλώσεις ποτέ.
Σίγουρα πάντως μπορείς να παρακολουθήσεις πιο καθαρά πως μεγαλώνεις μέσα στα χρόνια. Ναι σίγουρα. Δεν νιώθω την ίδια αγανάκτηση που ένιωθα όταν γράφαμε τον πρώτο δίσκο. Είμαι πιο συγκροτημένος, έχω μαλακώσει λίγο. Όταν ξεκινάς να γράφεις τραγούδια έχεις μια μεγάλη ανάγκη να αποδείξεις σε όλους πως κάνουν λάθος, πως είσαι ο πιο τολμηρός, ο πιο ατρόμητος. Καθώς μεγαλώνεις ηρεμείς κάπως, γράφεις πιο ήρεμα τραγούδια. Ειλικρινά, πιστεύω πως στον πρώτο δίσκο ήμασταν κάπως πολύπλοκοι, σίγουρα λίγο φοβισμένοι και ευάλωτοι. Μπορεί να νιώθω κάπως έτσι και τώρα, αλλά σίγουρα είμαι πιο γενναίος.
Δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Έχετε κυκλοφορήσει τέσσερις δίσκους σε έξι χρόνια και έχετε κάνει μεγάλες περιοδείες. Είστε στη φάση που το συγκρότημα έχει γίνει ολόκληρο το σύμπαν σας; Αυτοί είμαστε, στα τραγούδια πάνε οι σκέψεις μας, τα τραγούδια είναι ο λόγος που σηκωνόμαστε απ’το κρεβάτι το πρωί. Στην πορεία γίνεσαι ένα είδος πηγαδιού. Ό,τι απορροφάς, ό,τι νιώθεις φιλτράρονται αυτόματα και γίνονται τραγούδια. Είναι μια πολύ προνομιούχα κατάσταση και σίγουρα μετατρέπεται σε ένα είδος εξάρτησης. Δεν ξέρω τι θα έκανα αν δεν υπήρχαν τα τραγούδια, δεν ξέρω άλλο τρόπο να σκεφτώ αυτά τα πράγματα που καταλήγουν στη μουσική μας, δεν ξέρω πως αλλιώς μπορείς να εκφραστείς. Νιώθω πολύ τυχερός που μπορώ να αφοσιωθώ σε κάτι που βρίσκω πολύ σημαντικό. Τα τραγούδια που έχουν γράψει άλλοι και μου αρέσουν είναι πολύ σημαντικά για μένα, με αυτά ξεπερνάω τα προβλήματά μου, με αυτά διασκεδάζω. Είναι καταπληκτικό αλλά και λίγο τρομακτικό που μπορεί κάποιος να σκέφτεται έτσι και για τα δικά μας τραγούδια.
Τι κάνεις όταν δεν γράφεις μουσική; Δεν μπορεί να μην υπάρχει ένα διάλειμμα. Φυσιολογικά πράγματα. Μου αρέσει πολύ να μαγειρεύω, να πίνω λίγο παραπάνω, να τρέχω, να διαβάζω. Αλλά ξέρεις κάτι, νομίζω πως όλη την ώρα με το συγκρότημα ασχολούμαι. Δεν προσπαθώ πια για να γράψω, απλά αυτό αγαπάω. Νομίζω πως τα χειρότερα τραγούδια που γράφτηκαν ποτέ είναι αυτά που γράφτηκαν με το ζόρι, αυτά που έκατσες κάτω «να τα γράψεις». Τα καλύτερα τραγούδια που έχω γράψει έχουν έντονο το στοιχείο της έκπληξης, έχουν βγει κάπως αυθόρμητα. Επίσης, μισώ την έννοια του songwriting ως ένα είδος δουλειάς, το βλέπω περισσότερο ως μαστόρεμα, σα να είναι κάτι που «χτίζεις» κι όχι κάτι που κάνεις μέσα στα πλαίσια ενός ωραρίου, σα να χτυπάς κάρτα.
Περνώντας στον καινούργιο δίσκο και πιο συγκεκριμένα στο πρώτο single, το Wanderlust φανερώνει μια ανανεωμένη μπάντα, είναι αρκετά διαφορετικό από όσα είχατε κάνει στο παρελθόν. Το βλέπατε εξαρχής ως κάποιου είδους «δήλωσης»; Πιθανότατα. Είναι σίγουρα ένα πολιτικό τραγούδι αλλά δεν ήταν αυτός ο στόχος του εξαρχής. Είναι ένα προσωπικό τραγούδι που ασχολείται με τις συνέπειες της πολιτικής, στο δικό μου μυαλό είναι βαθιά συναισθηματικό και όχι «διανοουμενίστικο», είναι ένα τραγούδι που βγήκε μέσα από τα σωθικά μου. Αν το εξετάσω αναδρομικά, έχει να κάνει με τη θλίψη που μου προκαλούν οι αδικίες του κόσμου μας. Ταυτόχρονα όμως, αν και είμαι θυμωμένος, καταλαβαίνω κάποια πράγματα που δεν καταλαβαίνουν αυτοί. Μπορεί οι τραπεζίτες να ζουν σε κάτι φοβερά, τεράστια σπίτια αλλά δεν τα έχω ανάγκη για να εκτιμήσω την ομορφιά που συναντάω.
Θα ήταν ωραίο να ακούσουμε και μια ιστορία πίσω απ΄το εξαιρετικό Pregnant Pause. Είναι το πρώτο τραγούδι που έγραψα για το Present Tense. Το ξεκίνησα στην Ιστανμπούλ και αρχικά λεγόταν Istanbul Lullaby. Πρόκειται μάλλον για ένα κλασσικό heartbreak κομμάτι, ήταν μια περίεργη περίοδος. Ολοκληρώσαμε εκεί την περιοδεία του Smother και όπως είναι λογικό είχαμε όλοι εξουθενωθεί, κλείναμε περίπου δύο χρόνια σοβαρών περιοδειών. Στο γλέντι που κάναμε για το τέλος των συναυλιών έκανα το «λάθος» να τιμήσω την ρακή, τα υπόλοιπα μπορείς να τα φανταστείς. Η βρετανική μου ανατροφή δεν άντεξε και κατέληξα χαμένος στο λαβύρινθο της πόλης και όταν επέστρεψα στην Αγγλία έβγαλα το τραγούδι. Αντικατοπτρίζει το «βάρος» που φεύγει απ΄τις πλάτες σου όταν τελειώνεις ένα δίσκο σαν το Smother και την διαύγεια που ακολουθεί. Όλα αυτά υπό την υπέροχη ατμόσφαιρα της Ιστανμπούλ το Δεκέμβριο, είναι ένα μαγικό μέρος πραγματικά, πολύ ήσυχο εκείνη την εποχή και κάπως απόκοσμο.
Έχεις δηλώσει στο παρελθόν πως νιώθεις ένοχος που άφησες τη Βόρεια Αγγλία για το Λονδίνο, τι σε δυσκολεύει τόσο πολύ στην πρωτεύουσα; Είναι πολύ ανταγωνιστικό, μπορεί να σε κάνει ζηλιάρη. Ξέρεις, πάντα κάποιος τα πηγαίνει καλύτερα από σένα, πάντα κάποιος έχει ένα μεγαλύτερο σπίτι, ένα μεγαλύτερο σκυλί ή ένα καλύτερο αμάξι. Είναι πολύ φυσιολογικό, τι θα μπορούσε να συμβαίνει σε μια πόλη γεμάτη υπέρμετρα φιλόδοξους ανθρώπους; Είναι στην ανθρώπινη φύση αυτό, η ανάγκη να γίνεις «καλύτερος», να τα καταφέρεις. Βέβαια, είναι λογικό σε κάποιους να κάνει καλό, να τους βγάζει τον καλύτερό τους εαυτό αλλά θεωρώ πως πρέπει να προσέχεις, να είσαι επιλεκτικός. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη μητρόπολη. Το καλό με το Λονδίνο όμως, είναι πως απαιτεί σεβασμό στους συνανθρώπους σου, η πόλη δεν λειτουργεί χάρις στην αστυνομία ή τους νόμους, λειτουργεί γιατί κατά κύριο λόγο οι άνθρωποι συνεργάζονται ή τέλος πάντων προσπαθούν. Ανεξάρτητα απ΄την καταγωγή σου ή απ’τη γλώσσα που μιλάς.
Κρίνοντας απ’τις επιλογές που έχετε κάνει στο παρελθόν για τα remixes των τραγουδιών σας (Field, Jon Hopkins κτλ.), έχετε μια πολύ υγιή σχέση με την χορευτική μουσική. Η χορευτική μουσική είναι έντονα συναισθηματική ή έτσι νιώθω εγώ, σα να τρυπώνει, αργόσυρτα και απαλά, στο υποσυνείδητό σου. Είναι ταυτόχρονα και σωματική, αυτό το βαθύ μπάσο αναγκάζει μια σωματική έκφραση που είναι πραγματικά σπουδαία. Επειδή πιστεύω πως γράφουμε κι εμείς συναισθηματική μουσική, με ελκύει πάρα πολύ. Ο Jon Hopkins ας πούμε, είναι ένα καταπληκτικό παράδειγμα. Γράφει φοβερά τραγούδια στο πιάνο και προσθέτει μετά μια σπάνια ευαισθησία, δημιουργεί μια φοβερή, κάπως μαστουρωμένη ατμόσφαιρα που λατρεύω. Πιστεύω πως η σπουδαία χορευτική μουσική καταφέρνει να χωθεί ανάμεσα στα τοιχώματα που χωρίζουν το σώμα σου απ’το υποσυνείδητο σου κι είναι μερικές φορές που, απ’τον πολύ χορό, εξαφανίζει τη συνείδησή σου, πηγαίνει πιο βαθιά μέσα σου. Δεν μπορώ να αντισταθώ σε κάτι τέτοιο, υπάρχει κάτι πολύ σπουδαίο στη χορευτική μουσική.
Οι Wild Beasts θα εμφανιστούν στο main stage του Plissken Festival, την Παρασκευή 6 Ιουνίου, στις 22:45. Περισσότερες πληροφορίες εδώ.