Χαρακτήρες με εκτεταμένο αυτοσχεδιαστικό ή και όχι λόγο, εικόνες νέες ή και παλαιότερες, λέξεις που κυκλώνουν συναισθήματα και δεν βρίσκουν απάντηση, σκέψεις, προσωπικά κίνητρα, κρυφά μυστικά, το παρελθόν που θέλει να αγκαλιάσει το παρόν αλλά κάτι το σταματά. Οι μικρόκοσμοι στην σκηνή των θεατρικών μονολόγων, εκστατικοί και ηθελημένα πολυδιάστατοι, μιλούν με υποψίες, συστήνουν την αλήθεια τους, αποκαλύπτουν την πιο εσωτερική επιθυμία.
Και ενίοτε, καλή μας ώρα, καταφέρνουν το αδύνατο. Να δίνουν στο «συγκεντρωτισμό σε ένα» τόση γοητεία
Η ιστορία: Ο Κάρλος είναι ένα υιοθετημένο παιδί. Αγνώστου προέλευσης. Έχει μια ζωή γεμάτη μουσική, φίλους και παιχνίδι. Θα έλεγε κάποιος πως είναι σχεδόν ευτυχισμένος. Κάποια στιγμή γνωρίζει στο διαδίκτυο την Κλαούντια. Την ερωτεύεται. Κι αυτό αντί να γεμίσει, θα τρίξει τα θεμέλια του. Και την ταυτότητά του. Γιατί ο Κάρλος είναι υιοθετημένος και ίσως για πρώτη φορά δει ποιος είναι μέσα από τα μάτια των άλλων. Κι αυτό σημαίνει πως αυτό που θα δει δεν θα είναι απαραίτητα αυτό που θα ήθελε να δει.
Το έργο πίσω από την κουρτίνα: Η κόλαση του κοινωνικού ρατσισμού μέσα από ένα υπαρξιακό δράμα για τη γενιά του WhatsApp που έκανε τη πρώτη του εμφάνιση το 2018 στην ισπανική θεατρική σκηνή κατακτώντας πλήθος βραβείων. Το Α.Κ.Α. (Also Know As) του Ντάνιελ Μέγιερ παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ. Η σκηνοθέτης Μαριτίνα Πάσσαρη θα πει : «Εκτός από τη θεματική, αυτό που με κέρδισε στο κείμενο είναι η μορφή του. Δεν πρόκειται για μια απλή αφήγηση αλλά για ένα παζλ στιγμών ζωής. Απαιτεί από τον ηθοποιό εγρήγορση και συγκέντρωση και από τον σκηνοθέτη μουσικότητα και φαντασία. Είναι μία μεγάλη πρόκληση».
Ο μονόλογος: Ο Μιχάλης Πανάδης είναι ο νεαρός Κάρλος, με αφοπλιστική ανεμελιά και οργανική ωμότητα. Αποφεύγει με ερμηνευτική γνώση τους σκοπέλους ενός ρόλου που εύκολα θα μπορούσε να βυθιστεί από συγκινησιακή παλίρροια και συστήνει τον χαρακτήρα του με σιγουριά και βιώσιμη αναλυτικότητα.
Λος Ιστορίας Περίεργας : Η παραγγελία ενός καφέ -και η πολιτική διάσταση αυτής-, η τυχαία συνάντηση με εξωγήινους στην Αρχαία Ελλάδα, η ερωτική περίπτυξη ενός αντίχειρα με μια Super Retinα XDR OLED οθόνη αφής, y otros ταχυδράματα ενός περιπαικτικού ασυνείδητου, το οποίο γελά με τις δοκιμασίες της συνείδησης. Και άλλα περισσότερα. Ακόμη πιο περίεργα.
Το έργο πίσω από την κουρτίνα: Μπορεί ο Γιάννης Νιάρρος να έχει ως πολύτιμους «βοηθούς» του στη σκηνή δύο μουσικούς, τους όλο ζωντάνια και κέφι Γιάννη Παπαδόπουλο και Δημήτρη Κλωνή, δεν παύει όμως το «φάντασμα» του μονολόγου να παρασέρνει να πάντα. Την πραγματικότητα, τη φαντασία, τις λέξεις, ακόμη κι αυτούς τους ήχους. Η παράσταση είναι βασισμένη σε κείμενα του Πάνου Κουτρουμπούση και του Julio Cortasar.
Ο μονόλογος: Ένα αξεδιάλυτο μείγμα πραγματικότητας και φαντασίας. Ένα πλάσμα της νύχτας. Ένας στιγμιαίος ηλεκτρικός σπινθήρας. Το εσωτερικό ενός κεφαλιού που πραγματικά ποτέ δεν ξέρεις τι κρύβει . Η αχαλίνωτη, πολύπλοκη, extra large, bigger than everything προσωπικότητα του Γιάννη Νιάρρου σε ένα project που καλό θα είναι να μη περιγράφεις (όχι ότι μπορείς) αλλά να απολαμβάνεις (αυτό δηλαδή που μπορείς). Το Νυξ ξεκίνησε για είκοσι παραστάσεις προβλέπω όμως να παίζεται ως το τέλος του κόσμου
Η ιστορία: Ο Τίποτας. Είναι (σχεδόν) ένας άνθρωπος. Όπως όλοι. Με ένα παρελθόν. Κι ένα μέλλον (;). Και μια ήσυχη ατάραχη ζωή. Ή τουλάχιστον αυτό θέλει να πιστεύει και να πιστέψουν κι οι άλλοι.
Το έργο πίσω από την κουρτίνα: Βασισμένη στο κείμενο του υποψήφιου για Πούλιτζερ Γουίλ Ίνο, η παράσταση κυκλοφορεί με χάρη, χιούμορ και αυτοσαρκασμό ανάμεσα στα όρια που βάζει ή δεν βάζει η κωμωδία. Όπως ξεκαθαρίζεται και στο δελτίο τύπου αυτό που προσφέρει ο ωραίος αυτός τύπος «δεν είναι ακριβώς ένας μονόλογος στο θέατρο, ούτε ακριβώς stand up comedy, είναι μια μίξη. Μοιάζει σαν να παρακολουθούμε μια κουβέντα, μια χαλαρή συζήτηση περί ζωής που δεν αφορά κάτι συγκεκριμένο. Ο Τίποτας έχει στο μυαλό του κάνα δυο –το πολύ– απλά πράγματα που τον απασχολούν και μας απασχολούν». Ε, και μας τα λέει.
Ο μονόλογος: Ο Θάνος Τοκάκης μας είχε κλέψει την καρδιά στο Φεστιβάλ Δράμας με τη μικρού μήκους ταινία του “Tokakis ή What’s my name (από το οποίο είχε φύγει και με το βραβείο Σεναρίου) και το ίδιο επιθυμεί να πραγματοποιήσει και πάλι. Η αναζήτηση της ταυτότητας και η έννοια της ευτυχίας είναι μερικά από τα πιο αγαπημένα του θέματα. Και σε αυτόν τον τόσο ενδιαφέροντα Τίποτα βρίσκει το κατάλληλο χώρο για να τα τοποθετήσει. Να τα μελετήσει. Και αφού τους ρίξει σπορά, να τα αφήνει μετά να ανθίσουν. Ο σχεδόν μπεκετικός ήρωα του, που από σκηνής μιλάει για τον πόνο, τα ραγίσματα και τα τραύματα που κουβαλά είναι ιδιαιτέρως γνώριμος. Τα δικά του θέματα, είναι τα δικά μας θέματα. Όλα αυτά για τα οποία δύσκολα μιλά κανείς. Όπως εμείς έτσι κι αυτός. «Ο Τίποτας δεν πρόκειται να σας μιλήσει για κάτι φοβερό» θα πει ο Τοκάκης «Για κάτι συνταρακτικό. Ή για κάτι που θα σας ενοχλήσει. Μη φοβάστε, δεν πρόκειται να εμβαθύνει. Αυτό που θα προσπαθήσει τουλάχιστον είναι να σας διασκεδάσει. Να σας κάνει να ξεχαστείτε για λίγο από την καθημερινότητα της ζωής και τα βάσανά της. Ένα ευχάριστο διάλειμμα. Κι ύστερα να επιστρέψετε στο σπίτι σας ευχαριστημένοι. Και να συνεχίσετε τη ζωή σας όπως την αφήσατε. Το ίδιο χαρούμενοι. Το ίδιο ευτυχισμένοι. Χωρίς πληγές. Χωρίς ραγίσματα. Χωρίς πόνο. Όλα αυτά είναι ένα τίποτα. Όσο η ίδια η ζωή».
Η ιστορία: Βρισκόμαστε ακριβώς δέκα λεπτά πριν χτυπήσουν οι καμπάνες για την Ανάσταση σ’ ένα χωριό της Κρήτης. Ο Κωσταντής κρατάει στη μια του χούφτα καραμελάκια που σκάνε στο στόμα και στην άλλη αυτοσχέδιες στρακαστούκες. Στην κλειστή κοινωνία της επαρχίας που κανείς δεν του απλώνει το χέρι, ο ήρωάς μας ανοίγει την καρδιά του με σπαρακτικό χιούμορ λίγο πριν κάνει το μεγάλο μπαμ. Οι καμπάνες όμως χτυπούν νωρίτερα.
Το έργο πίσω από την κουρτίνα: Ο ηθοποιός και τραγουδοποιός Δημήτρης Σαμόλης στο πρώτο του θεατρικό έργο, βάζει στο μικροσκόπιο την “αγία ελληνική οικογένεια”, τη ζωή στην επαρχία και τον εκφοβισμό σε ένα συνταρακτικό μονόλογο-κατάθεση.
Ο μονόλογος: Οι Στρακαστρούκες είναι μια καθηλωτική ελεγεία αγάπης για την ανθρώπινη φύση αλλά και ένα φωτεινό βέλος σε αυτά που μας πόνεσαν βαθιά. Και ο Σαμόλης πιο απολαυστικός από ποτέ.
Η ιστορία: Βράδυ. Η Σωτηρία βρίσκεται στο νοσοκομείο λίγο πριν την εγχείρηση που θα της στερήσει τη φωνή. Η ζωή της θα περάσει σαν ταινία μπροστά από τα μάτια της. Οι δικοί της άνθρωποι, η οικογένειά της, ο άντρας της, τα πάθη της. Άνθρωποι που αγάπησε και την αγάπησαν κι άλλοι που την πίκραναν ή την στήριξαν όταν πρωτοξεκίνησε. Η Σοφία Βέμπο που χωρίς να το γνωρίζει τη μύησε στο τραγούδι, Ο Βασίλης Τσιτσάνης που της άνοιξε το δρόμο, ο Παπαϊωάννου που αγάπησε βαθιά. Φτάνει μέχρι τον Ανδριόπουλο και τον Σαββόπουλο που την έφεραν πιο κοντά στις νεότερες γενιές. Αυτό το βράδυ η Σωτηρία θα «βουτήξει» σε μια ζωή που επηρεάστηκε σημαντικά από συνθήκες και γεγονότα μιας ολόκληρης εποχής.
Το έργο πίσω από την κουρτίνα: Στιγμές και αναμνήσεις από τη ζωή της Σωτηρίας Μπέλλου, της μορφής του λαϊκού και ρεμπέτικου τραγουδιού, βασισμένες στο έργο της Σοφίας Αδαμίδου «Πότε ντόρτια, πότε εξάρες» την οποία η ίδια η Μπέλλου είχε εξουσιοδοτήσει να γράψει τη βιογραφία της. 2ο χρόνια με ζωντανή μουσική επί σκηνής. Η σκηνοθεσία, η διασκευή και η δραματουργική επεξεργασία είναι του Γιώργου Παπαγεωργίου που έχει βάλει την υπογραφή του και σε άλλες θεατρικές βιογραφίες λαϊκών ανθρώπων (στον «Αρίστο» και στη «Γιαννούλα την Κουλουρού»)
Ο μονόλογος: Η Κάτια Γκουλιώνη ως Σωτηρία Μπέλλου πλησιάζει το μύθο με θάρρος, γενναιότητα και συναισθηματική αποτελεσματικότητα.