Βράδυ Σαββάτου στο Θέατρο του Νέου Κόσμου. Δεν γιορτάζουμε, δεν πίνουμε σε κάποιο μπαρ το ποτό μας, ούτε χορεύουμε. Είμαστε όλες και όλοι συγκεντρωμένοι εκεί, για να παρακολουθήσουμε την Pietà, τη νέα παράσταση θεάτρου ντοκιμαντέρ της Μάρθας Μπουζιούρη. Μια παράσταση για τις γυναίκες που χάθηκαν νωρίς από τα χέρια των δολοφόνων τους και τον μολυσματικό ιό της πατριαρχίας.
Φτάνοντας στο προαύλιο του θεάτρου, βλέπω τις μητέρες των δολοφονημένων κοριτσιών να αγκαλιάζουν η μία την άλλη και να χαμογελούν στοργικά: η Κούλα Αρμουτίδου (μητέρα της Ελένης Τοπαλούδη), η Ελένη Κρεμαστιώτη (μητέρα της Ερατώς Μανωλακέλλη), η Κατερίνα Κώτη (μητέρα της Ντόρας Ζαχαριά), η Αλεξάνδρα Μάκου (μητέρα της Γαρυφαλλιάς Ψαρράκου) και η Ρόζα Φωτιάδου (μητέρα της Σοφίας Σαββίδου) είναι εκεί, ανάμεσά μας, ως οι πέντε γυναίκες-μητέρες που αποτέλεσαν πηγή έμπνευσης και οδηγό της παράστασης, αφού βίωσαν την υπέρτατη απώλεια.
Βρίσκονται κι εκείνες εκεί, αφού μετά το τέλος της παράστασης πρόκειται να συμμετάσχουν σε ανοιχτή συζήτηση την οποία θα συντονίσει η δημοσιογράφος Ράνια Τζίμα. Δίπλα τους, βρίσκεται και η Ελένη Κωστοπούλου, μητέρα του Ζακ Κωστόπουλου, αλλά και ο πατέρας της Ελένης Τοπαλούδη, Γιάννης.
Μπαίνουμε μαζί τους στην κατάμεστη αίθουσα του θεάτρου. Τα φώτα στην αίθουσα σβήνουν, σηματοδοτώντας το σκοτάδι που καλύπτει τις ψυχές των γυναικών που δεν ξαναείδαν τα παιδιά τους. Στα 100 λεπτά που διαρκεί η παράσταση, καταφέρνει να αγγίξει ένα επώδυνο, επίκαιρο και εκκωφαντικά επείγον θέμα, με την πολύτιμη συμβολή μιας καλλιτεχνικής ομάδας που αποτελείται αποκλειστικά από γυναίκες ηθοποιούς και δημιουργικούς συντελεστές. Η Pietà ψηλαφεί το προσωπικό και το συλλογικό τραύμα της γυναικοκτονίας – της ύστατης πράξης στην πυραμίδα κλιμάκωσης της έμφυλης βίας.
Οι τέσσερις πρωταγωνίστριες ενσαρκώνουν ταυτόχρονα τη φωνή των δολοφονημένων γυναικών και των μητέρων τους, μέσα από εναλλαγές που μας ταξιδεύουν συγχρόνως στο παρόν και το παρελθόν: Στο παρόν που φέρει τον πόνο και στο παρελθόν που δημιουργεί τις αναμνήσεις. Η Ελένη, η Ερατώ, η Ντόρα, η Γαρυφαλλιά και η Σοφία, βρίσκονται ενωμένες στον παράδεισο και τις χαζεύουμε να μοιράζονται αναμνήσεις από τη ζωή τους ως μικρά κορίτσια και αργότερα ως ενήλικες γυναίκες. Φωτογραφίες από τις πρώτες τους διακοπές, σχολικά βιβλία, λούτρινα κουκλάκια και λευκώματα, είναι μόνο μερικά από τα αντικείμενα που βρίσκονται τοποθετημένα επί σκηνής.
Ύστερα από μια μακρά και έντονα φορτισμένη περίοδο συναντήσεων, εκμυστηρεύσεων και ανταλλαγών μεταξύ της δημιουργού και των συντελεστριών της Pietà, διανοίχτηκε ένας χώρος εγγύτητας κι εμπιστοσύνης, εντός του οποίου διαμορφώθηκε σταδιακά το κείμενο της παράστασης, βασισμένο στις πραγματικές αφηγήσεις των μητέρων, αλλά και σε βιωματικό υλικό των ηθοποιών.
Μέσα από την αιχμηρή και ταυτόχρονα παρηγορητική γλώσσα του θεάτρου, η Pietà πραγματοποιεί ένα δύσκολο ταξίδι στα μονοπάτια της απώλειας, του πένθους και της αναγέννησης, επιδιώκοντας να μετατρέψει τη σκηνή σε έναν τόπο αλληλοφροντίδας, διεκδίκησης και δημόσιας μνήμης. Πρόκειται για μια βαθιά βιωματική θεατρική παράσταση που ισορροπεί με γενναιότητα και ευαισθησία ανάμεσα στο πολιτικό και το ανθρώπινο, αποτίοντας φόρο τιμής στα θύματα γυναικοκτονιών και σε όλες τις γυναίκες εκεί έξω.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης, σκεφτόμαστε πως δεν υπάρχει τίποτα πιο απόκοσμο από το να χάνεις το παιδί σου. Ακόμα και για όσες δεν βιώνουμε την εμπειρία της μητρότητας, η σκέψη αυτής της απώλειας φαντάζει τρομακτική. Οι πρωταγωνίστριες αποτυπώνουν το μέγεθος του πόνου, αλλά και της ανάγκης των μητέρων να πιστέψουν πως το πνεύμα και η ψυχή των παιδιών τους βρίσκονται ακόμα κοντά τους: Μέσα από ένα χάδι στο μάγουλο, από μια μυρωδιά, από ένα φύσημα στους χώρους του σπιτιού.
Κάθε μητέρα πενθεί με τον δικό της ξεχωριστό τρόπο. Αν όμως αυτός ο τρόπος δεν ισοδυναμεί με το παραδοσιακό πρότυπο της μαυροντυμένης «χαροκαμένης μάνας», αν λίγη χαρά τρυπώσει στη ζωή της γυναίκας, η κοινωνία καραδοκεί να την καταβροχθίσει – το ίδιο και το σύστημα δικαιοσύνης.
Η αφήγηση φτάνει στις δικαστικές αίθουσες και στις αμέτρητες επώδυνες δικάσιμους στις οποίες οι μητέρες των αδικοχαμένων κοριτσιών αναγκάστηκαν να παραστούν. Πίσω από τις πόρτες, το ήθος περιττεύει. Κυριαρχεί η ωμότητα και η ανθρωποφαγία, με τους συνήγορους υπεράσπισης των γυναικοκτόνων να μη διστάζουν να δείξουν στο πλήθος φωτογραφίες από τα νεκρά σώματα των κοριτσιών.
Τα δάκρυα μουσκεύουν τα πρόσωπά μας. Παρατηρώ τους ανθρώπους γύρω μου – άλλοι είναι σιωπηλοί και σκεπτικοί, άλλοι χειμαρρώδεις. Υπάρχει όμως μια κοινή, συλλογική εμπειρία που μας συνδέει, εκείνη που αρνείται να πιστέψει πως υπάρχουν άνθρωποι που βάφουν τα χέρια τους με αίμα επειδή πίστεψαν πως μια γυναίκα οφείλει να τους ανήκει.
Παραμένουμε μουδιασμένες και μουδιασμένοι, μα το χειροκρότημά μας είναι διαπεραστικό. Άλλες σκεφτόμαστε τις κόρες μας, άλλες τις φίλες, άλλες τις αδελφές μας. Μέσα σε μία νύχτα, ξέρουμε πως μπορούν όλα να αλλάξουν. Πως δεν είμαστε ασφαλείς. Μια φράση της σκηνοθέτριας της παράστασης μένει ανεξίτηλη στο μυαλό μου: «Αναρωτιόμαστε πότε θα ‘ρθει η μέρα που θα μετράμε η μία την άλλη και δεν θα λείπει καμιά».
Η ίδια σημειώνει: «Πέντε σπουδαίες γυναίκες, παρά την οδύνη από την υπέρτατη απώλειά τους, μου επέτρεψαν να τις πλησιάσω, και μέσα από αυτές να πλησιάσω και να αφουγκραστώ την Ελένη, την Ερατώ, τη Ντόρα, τη Γαρυφαλλιά, τη Σοφία. Η παράσταση είναι αφιερωμένη στις γυναίκες αυτές, που δεν βρίσκονται πια ανάμεσά μας αλλά ζουν μέσα από εμάς. Γινόμαστε η φωνή τους. Η ομορφιά και η μνήμη τους φωτίζει τον αγώνα για μια κοινωνία χωρίς βία, χωρίς διακρίσεις, χωρίς φόβο».
Μετά από ένα πεντάλεπτο διάλειμμα – αναγκαίο για να πάρουμε μια ανάσα, να στεγνώσουμε τα δάκρυα και να πιούμε λίγο κρασί – επιστρέφουμε στην αίθουσα για να παρακολουθήσουμε την ανοιχτή συζήτηση. Δημιουργός, πρωταγωνίστριες και μητέρες, αγκαλιάζονται σφιχτά και υπενθυμίζουν πως «έχουμε ακόμη η μία την άλλη». Είναι η φράση που επαναλαμβάνουν οι μητέρες των δολοφονημένων κοριτσιών μεταξύ τους, από την πρώτη μέρα που η ζωή τις έφερε άθελά τους και με τον πιο σκληρό τρόπο κοντά. Στις δικαστικές αίθουσες, στο πένθος, αλλά και σε μερικές στιγμές χαράς και ξεγνοιασιάς, που κάνουν τη ζωή να μοιάζει πως συνεχίζεται.
Εκείνο το βράδυ είπαμε γι’ ακόμα μια φορά πως δεν υπάρχει «έγκλημα πάθους», δεν υπάρχει «η κακιά στιγμή». Υπάρχει μόνο η πατριαρχία που δολοφονεί, που επιμένει να αναρωτιέται «αν ήταν πουτάνα», «αν προκαλούσε», «αν ήταν πιστή» – λες κι αν δεν ήταν, αυτό δίνει το δικαίωμα σε έναν άντρα να αφαιρεί τη ζωή μιας γυναίκας. Εκείνο το βράδυ γίναμε μια μεγάλη και τρυφερή αγκαλιά με τις μητέρες των δολοφονημένων γυναικών, αλλά και των ανθρώπων-θύματα της αρρενωπής κοινωνίας, όπως ο Ζακ. Εκείνο το βράδυ είπαμε γεμάτα οργή: «Πώς γίνεται να αρνούμαστε ακόμη – νομικά και μη – την έμφυλη αφετηρία αυτών των εγκλημάτων;».
Η παράσταση έκανε πρεμιέρα στο 66ο Φεστιβάλ Φιλίππων στην Καβάλα στις 9 και 10 Σεπτεμβρίου, και στη συνέχεια παρουσιάζεται στην Αθήνα, από τις 6 Οκτωβρίου, στην Κεντρική Σκηνή του Θεάτρου του Νέου Κόσμου.