Αυτός που θα ακούσει πρώτη φορά όπερα, έχει δύο επιλογές. Ή θα τη λατρέψει ή θα τη μισήσει. Μέση οδός δεν υπάρχει. Απευθύνεται σε ανθρώπους με πάθη. Σε ανθρώπους των άκρων. Πόσο μάλλον όταν η όπερα είναι ο Ντον Τζοβάννι του Μότσαρτ. Και ο χώρος στον οποίο παρουσιάζεται το, γεμάτο με αρχαία ενέργεια, Ηρώδειο, μια νύχτα με πανσέληνο.
Φυσικά, ο θεατής που ανηφόρησε τη Διονυσίου Αρεοπαγίτου, πριν λίγες μέρες, ήταν ήδη υποψιασμένος για το τι θα ακολουθούσε, από την αριστουργηματική αφίσα που συνόδεψε την προώθηση της καμπάνιας του Ντον Τζοβάννι : ένα μαύρο μαχαίρι, σε κόκκινο φόντο, να σκίζει άλικες καρδιές, καθώς μαζί βυθίζονται στις φλόγες της κόλασης. Εξαιρετικός συμβολισμός, αφού και ο ίδιος ο ήρωας, κατά αυτό τον τρόπο, τιμωρείται για τα αποτρόπαια καμώματά του.
Ο Ντον Τζοβάννι είναι μια όπερα δύο πράξεων, που αφορά στις ακόλαστες περιπέτειες του ομώνυμου ήρωα, με έντονα μελοδραματικά και υπερφυσικά στοιχεία και θεωρείται «dramma giocoso», ένας όρος που υποδηλώνει τον συνδυασμό σοβαρής και κωμικής δράσης. Κι ως τέτοια αντιμετωπίστηκε από τον ευρηματικό σκηνοθέτη της παράστασης Γιάννη Χουβαρδά, ο οποίος κατάφερε να διχάσει το κοινό, προβάλλοντας ένα ιδιαίτερα βίαιο, σκληρό και ιδιόμορφα σκοτεινό Ντον Τζοβάννι. Στο τέλος, άλλοι μιλούσαν για μια πρωτοποριακή προσέγγιση, άλλοι για σκηνοθετική ατολμία (προφανώς έχοντας στο μυαλό τους και τα γιουχαΐσματα στην πρεμιέρα της Τετάρτης). Η αλήθεια όμως είναι ότι η βαριά κληρονομιά της λεπτοδουλεμένης μουσικής του Μότσαρτ και του αριστουργηματικού λιμπρέτου, κάνουν το μνημειώδες έργο πολύ δυνατό αντίπαλο, για να τα «βάλει» κανείς και να αναδειχθεί νικητής. Δεν είναι τυχαία μια από τις σπουδαιότερες όπερες του διεθνούς ρεπερτορίου. Παρόλα αυτά ο Χουβαρδάς, στην πρώτη του οπερατική σκηνοθετική απόπειρα, εντός των «τειχών», θαρραλέα επιχείρησε την υπέρβαση. Κι αυτό φάνηκε ξεκάθαρα στην άνετη, χωρίς τυπικές συμβάσεις, κίνηση των πρωταγωνιστών στη σκηνή.
Σε ένα μισοκατεστραμένο από το χρόνο και τους ανθρώπους σκηνικό, επινοημένο από την ταλαντούχα Εύα Μανιδάκη, με μια καντίνα, στην κορυφή της οποίας αναβόσβηναν δραματικά κόκκινοι τίτλοι, στύλους φωτισμού και άστεγους που ξάπλωναν ή περιφέρονταν μεθυσμένοι, παραπέμποντας ευθέως στις «κουλτούρες του δρόμου», ο Ντον Τζοβάννι ήρθε, για να ταράξει τα ήθη μιας πόλης και τις καρδιές των γυναικών. Κι όχι μόνο αυτών, αλλά και ίδιου του κοινού, το οποίο έμεινε άναυδο στη σκηνή που ο ήρωας του έργου, ως άλλος βρυκόλακας, δείπνησε καταβροχθίζοντας το αίμα από τις ερωμένες του, που σωριάστηκαν, κατόπιν, ξέπνοες στη σκηνή.
Ο Ντον Τζοβάννι δεν είναι ένας «αθώος» καρδιοκατακτητής. Είναι η προσωποποίηση του κακού. Μια κινούμενη λαίλαπα συμφοράς, που ξεκινά ήπια με την αποπλάνηση και την εγκατάλειψη των γυναικών που ασταμάτητα κατακτά, προχωράει στο βιασμό και φτάνει στο φόνο και στην επί σκηνής ανθρωποφαγία. Όμως ήρωας δρα σε ένα εξίσου σκληρό με εκείνον κοινωνικό περιβάλλον, κλειστό, βίαιο και σκληροπυρηνικό, με έντονες σχέσεις ιδιοκτησίας μεταξύ των ανθρώπων και σχεδόν ταυτίζεται μαζί του. Κι αυτό κάνει αυτόματα, στο μυαλό του θεατή, την παραπομπή και τη σύγκριση του μεσαίωνα με τη σύγχρονη πραγματικότητα, τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες επιβιώνουν όλοι πια. Έτσι, συμβαίνει το παράδοξο, το κοινό να καταλήγει να συμπαθεί τον Ντον Τζοβάννι, όχι γιατί εγκρίνει τις πράξεις του, αλλά διότι αυτός ο απίθανος ερωτύλος έχει το θάρρος να πάρει την τύχη του στα χέρια του και να τα βάλει με τον ίδιο το θεό.
Σχετικά με τους μονωδούς του έργου, η υψίφωνος Μυρτώ Παπαθανασίου [συνέντευξη στην Popaganda εδώ], ερμήνευσε με πάθος και έντονη θεατρικότητα τη Ντόνα Άννα και αναδείχθηκε σε πρωταγωνίστρια της βραδιάς, επισκιάζοντας, μάλιστα, ένα μάλλον αδύναμο Ντον Τζοβάννι, από τον Αμερικανό βαρύτονο Φράνκο Πομπόνι, καθώς και τον άτολμο φωνητικά Οττάβιο του Αντώνη Κορωναίου. Θερμά χειροκροτήματα απέσπασαν επίσης και ο Λεπορέλο, του βαθύφωνου Χριστόφορου Σταμπόγλη, η Μαρία Μητσοπούλου, ως αγαθοβιόλα Τσερλίνα, όπως και η υψίφωνος Τσέλια Κοστέα, στο ρόλο της Ντόνα Ελβίρα. Η ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής κάποιες φορές “σκέπαζε” τις φωνές των πρωταγωνιστών, παρόλα αυτά σε γενικές γραμμές, κινήθηκε υποδειγματικά, υπό της οδηγίες του εξαιρετικού μαέστρου Λουκά Καρυτινού. Τελικός απολογισμός: μια ιδιαίτερη παράσταση, η οποία προκάλεσε το αίσθημα των θεατών, καθώς είχε ένα χαρακτήρα επικοινωνιακό και ανοιχτό στο κόσμο του σήμερα, ένα έργο που παρουσιάστηκε μακριά από το σκεπτικό του ότι η όπερα είναι κάτι τυποποιημένο και κλειστό. Για όσους αγαπούν το συγκεκριμένο μουσικό είδος, ο Ντον Τζοβάννι του Γιάννη Χουβαρδά αποτέλεσε ένα καινούριο και ελπιδοφόρο βήμα προσέγγισης ενός ευρύτερου κοινού, μιας και φαίνεται ξεκάθαρα, πλέον, η τάση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, να δώσει βαρύτητα στη θεατρική πλευρά των παραγωγών της κι όχι μόνο στα πλούσια κοστούμια και σκηνικά.
Ο Ντον Τζοβάννι του Βόλφγκανγκ Αμαντέ Μότσαρτ ήταν μια παραγωγή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και ανέβηκε σε μουσική διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού και σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά.