Πιστεύει ότι είναι «ο καλύτερος γενικότερα»... Στην αντοχή παρά την ηλικία του. Στην αυτοπειθαρχία ακριβώς λόγω της ηλικίας του.
Οι άλλοι… Τον θεωρούν ψαρωτικό και τον σέβονται ως γηραιότερο (και ιδιοκτήτη του σκάφους), αλλά υποψιάζονται ότι δεν έχει κόψει μερικές κακές συνήθειες.Ίσως κι ότι δεν είναι πολύ καλός στη συναρμολόγηση επίπλων ΙΚΕΑ.
Πιστεύει ότι είναι «ο καλύτερος γενικότερα»… Ως ασφαλιστης, 170 συμβόλαια σε μια χρονιά δεν είναι και λίγα. Στον καθαρισμό ασημικών.
Οι άλλοι… Ισχυρίζονται ότι υποκρίνεται στην στάση του ύπνου του. Και ότι φοράει ωραίo εσώρουχo. Α, και ίσως είναι επιδειξιομανής επειδή κολυμπά γυμνός.
Πιστεύει ότι είναι «ο καλύτερος γενικότερα»… Ως οικογενειάρχης. Ως φίλος. Και είναι πρόθυμος να το υπογράψει ακόμα και με το αίμα του.
Οι άλλοι… Θέλουν γενικότερα να είναι με το μέρος του. Αλλά, φοβούνται μήπως μπροστά στην ανάγκη του για αποδοχή, τους προδώσει.
Πιστεύει ότι είναι «ο καλύτερος γενικότερα»… Στο χτύπημα χταποδιών σε βράχο. Στη συνταγή για αχινοσαλάτα. Στα trivia περί κωλοχτύπας. Και βέβαια στην εξωτερική εμφάνιση.
Οι άλλοι… Αντιλαμβανονται την υπερτροφική ανασφάλειά του. Την ταϊζουν όποτε βλέπουν ότι προηγείται. Και διακρίνουν ότι έχει την εύνοια του γιατρού.
Πιστεύει ότι είναι «ο καλύτερος γενικότερα»… Στην καλοσύνη. Στην αναπαραγωγή σκηνών που θα μπορούσες να βρεις σε porn site χρησιμοποιώντας τον όρο “property sex”.
Οι άλλοι… Πίστεύουν ότι είναι νευρωτικός. Ότι σπάει εύκολα αν βρεθεί το αδύνατό του σημείο. Το οποίο βρίσκουν.
Πιστεύει ότι είναι «ο καλύτερος γενικότερα»… Στο κράτημα της αναπνοής του. Στα μαθηματικά. Στην ταχύτατη επίλυση του κύβου του Rubic.
Οι άλλοι… Τον θεωρούν τον πιο αγαθό της παρέας κι επιχειρούν να τον πάρουν υπό την προστασία τους. Δε διστάζουν να του ασκήσουν bullying αν δουν ότι φεύγει από τη σφαίρα επιρροής τους (ειδικά ο αδερφός του Γιάννης).
«Γεια χαρά παιδιά, συγγνώμη που άργησα», ο Σάκης Ρουβάς έρχεται τελευταίος το ραντεβού μας στη Μαρίνα Αλίμου και με το που ανεβαίνει στο ντεκ του σκάφους, απολογείται φορώντας το διαχρονικά λαμπερό του χαμόγελο. «Γράψε μείον 5 πόντους στον Ρουβά» μου κλείνει το μάτι ο Πάνος Κορώνης (ή μήπως ο Γιώργος Κέντρος; ή μήπως και οι δύο μαζί;), γυρνώντας περίπου δέκα μήνες πίσω το χρόνο όταν η εκλεκτή ανδροπαρέα που έχω απέναντί μου γύριζε το Chevalier στα ανοιχτά του Άγιου Γεώργιου, ενός μικρού ξερονησιού του Σαρωνικού Κόλπου, όχι πολύ μακριά από την Αθήνα. Ο Σάκης τρώει την ποινή, ακόμα κι αν οι υπόλοιποι δεν κουβαλούν τα σημειωματάριά τους όπως στο φιλμ. Εκεί που κατέγραφαν ουσιαστικά κάθε κίνηση των υπόλοιπων, βαθμολογώντας με ένα κριτήριο που δε μαθαίνουμε ποτέ κατά τη διάρκεια της ταινίας προκειμένου να βγάλουν νικητή στο παιχνίδι «Ο Καλύτερος Γενικότερα» που σκαρφίζονται (αποφεύγοντας τον σκόπελο του Trivial Pursuit) για να περάσουν τον ελεύθερο χρόνο που τους περισσεύει από ένα διήμερο ψαρέματος. Το οποίο τελικά θα διαρκέσει περισσότερο, αφού το νέο παιχνίδι εξελίσσεται σε ψύχωση επισκιάζοντας το κυνήγι σαργών και λοιπών θαλάσσιων λαφύρων.
Η ταινία της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγγάρη είναι μια σπουδή πάνω στο κλισέ του αρσενικού ανταγωνισμού. Το έχετε ήδη διαβάσει, δεν είναι και δύσκολο να το συμπεράνει κανείς από το βασικό όχημα της πλοκής. Όσο κλισέ βέβαια μπορεί να του επιτρέψει να παραμείνει η πένα του Ευθύμη Φιλίππου που συνυπογράφει μαζί με την σκηνοθέτιδα το σενάριο, βάζοντας το αναμενόμενο touch «αυτισμού» στους διαλόγους μεταξύ των έξι ανδρών (και συμπληρώνοντάς τους με το απολαυστικά weird τρίο καμαρότος-μάγειρας-καπετάνιος).«Αυτισμός» και weird, οι λέξεις-κλειδιά (ίσως και οι λέξεις-καραμέλες) για το νέο ελληνικό σινεμά. Μόνο που εδώ η κατάσταση είναι οικεία, το σενάριο δεν προβλέπει κάποιους εξεζητημένους ανθρωπότυπους. Υπάρχουν ο φιλόδοξος «ωραίος» και ο συνηρητικός μικροαστός (ένας Πυρπασόπουλος που θα σας θυμίσει κάποια στιγμή τον Πιτ Κάμπελ από το Mad Men) που διεκδικούν την κόρη του σεβάσμιου γιατρού (και τα κλειδιά της κλινικής) τζογάροντας πάνω στην ήδη ενισχυμένη ανασφάλειά τους. Υπάρχει ο πετυχημένος οικογενειάρχης που ασφυκτιά αλλά δεν μπορεί να ξεφύγει από το ρόλο του mr. Perfect, υπάρχει ο χαμηλών τόνων loner που δε χρειάζεται παρά λίγο κούρδισμα για να φλιπάρει, υπάρχει φυσικά και ο σάκος του μποξ. Πάρτε μια οποιαδήποτε ανδροπαρέα, κάθε ηλικίας, που περνάει π.χ. διακοπές μαζί χωρίς γυναικεία παρουσία (άρα χωρίς κίνητρο για ενήλικη συμπεριφορά). Το πρώταθλημα για την ανάδειξη του αρχηγού της αγέλης θα ξεκινήσει πολύ σύντομα. Και θα είναι αμείλικτο. Σε αντίθεση ίσως με τον γυναικείο, ο ανδρικός ανταγωνισμός υποφέρει όταν είναι υφέρπων – είναι στις κάθε είδους δοκιμασίες που αποθεώνεται κι αποκορυφώνεται. Μόνο που στην περίπτωση του Chevalier, κριτήριο για να φορέσει κανείς το δαχτυλίδι δεν είναι κάποιο σπορ, δεν είναι μια παρτίδα τάβλι, δεν είναι ποιος θα σκοράρει στο τέλος της βραδιάς, ούτε καν ποιος θα βγάλει την στολή του ψαροντούφεκου έχοντας γυρίσει με τη μεγαλύτερη ψαριά. Στην ελεγχόμενη, κλειστοφοβική ατμόσφαιρα του σκάφους είναι κυριολεκτικά κάθε τους κίνηση, κάθε τους στιγμή, σχεδόν κάθε τους σκέψη. Η στάση που κοιμούνται, το μέγεθος της κοιλιάς τους, το ντύσιμό τους, η ικανότητά τους στο τραγούδι και φυσικά… πόσο μεγάλο είναι το πουλί τους. Ο καθένας σε αυτο το ιδιότυπο Fight Club σκανάρει διαρκώς κι επισταμένα τους υπόλοιπους, εντοπίζοντας σαν αρπακτικό τις ρωγμές τους και μετατρέποντάς τις σε Funny Games για να χρησιμοποιήσουμε και το δεύτερη σινεφίλ αναφορά-κανονάκι από το πρόσφατο κινηματογραφικό παρελθόν που μοιραία έρχεται στο νου. Όλα αυτά καταλήγουν σε μια ανελέητη κωμωδία που με το σχεδόν συμβατικό φινάλε της, με κάνει λίγο παρακινδυνευμένα να συμπεραίνω ότι είναι κάτι σαν βγάλσιμο της γλώσσας πάνω στην πολυσυζητημένη ταμπέλα του greek weird wave. Ένα inception ειρωνείας από δύο βασικούς παίκτες της «σκηνής», την Τσαγγάρη και τον Φιλίππου, που αγόρασε χωρίς πολλές σκέψεις η κριτική επιτροπή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Λονδίνου και τους απένειμε πριν ενάμιση μήνα το βραβείο Καλύτερης Ταινίας.
Πρώτοι πρώτοι στο σκάφος που θα γίνει η φωτογράφιση φτάνουν ο Πάνος Κορώνης και ο Γιώργος Πυρπασόπουλος. Οι μηχανόβιοι. Πιάνουμε την κουβέντα για τα γυρίσματα, «ήταν δύσκολα, έκανε πολύ κρύο Φεβρουάριο μήνα, ανακοπή πήγαμε να πάθουμε – άσε που μερικές σκηνές όπως το βάλε-βγάλε της στολής για το ψαροντούφεκο μας ζόρισαν πολύ». Είναι η περίφημη σκηνή του πόστερ της ταινίας που οι περισσότεροι -που ξέραμε δύο-τρία πράγματα για την υπόθεση- μαντέψαμε (λανθασμένα) ότι ήταν κάτι σαν σκηνή ομαδικού καβγά (αν και δεν κολλάει το «ντουζάκι» του Πυρπασόπουλου).
Στο μεταξύ έχει φτάσει ο Γιώργος Κέντρος, επίσης μηχανόβιος. Από τους ανθρώπους που επιβάλλουν τον σεβασμό με την παρουσία τους, όχι λόγω της αυστηρότητας που βγάζει ο χαρακτήρας του στην ταινία. Αλλά επειδή είναι ζεστός, γλυκομίλητος (με μια παραμυθένια μπάσα φωνή), απόλυτα συνεργάσιμος και χαμογελαστός. Low profile θεατράνθρωπος για δεκαετίες, υπερθεματίζει πάνω στις δυσκολίες προσθέτοντας και το ζήτημα της «θάλασσας» σημειώνοντας ότι μερικές δραμαμίνες χρειάστηκαν («εγώ έπαιρνα μία, ο Μάκης δύο»). Δυστυχώς, ο Μάκης Παπαδημητρίου δεν είναι μαζί μας, λόγω γυρισμάτων φωτογραφήθηκε μια άλλη μέρα, έτσι χάνουμε την ευκαιρία για μερικά καλά ανέκδοτα ή μια επίδειξη των ικανοτήτων που έχει και στην πραγματική ζωή στον κύβο του Rubic. «Έχει κάποιο σύστημα σίγουρα», καταλήγουν οι υπόλοιποι αναλογιζόμενοι τα δευτερόλεπτα που του παίρνει για να βάψει όλες τις πλευρές του κύβου στο ίδιο χρώμα.
Εμφανίζεται ο Βαγγέλης Μουρίκης. Προκαλώντας αυτό που φαντάζεται κάποιος όταν τον σκέφτεται σε μια ταινία του. Σηκώνει το γιοτ στον αέρα. Αρχικά μας πληροφορεί ότι χάθηκε (πιο πριν και κάποιος άλλος είχε πάει στη Μαρίνα Φλοίσβου), στη συνέχεια αναρωτιέται αν θα αργήσουμε γιατί έχει «βάλει μερικά καλαμάρια στη φωτιά». Είναι εκρηκτικός, επίζηλα σπιντάτος για Δευτέρα μεσημέρι, έτοιμος να μιλήσει με πάθος για όλα τα πρότζεκτ που συμμετέχει (ενώ κάποιοι τον φωνάζουν Ζανό από το ρόλο του στη Νορβηγία) αρχίζει και περιεργάζεται το σκάφος όπως και οι υπόλοιποι μέχρι να έρθει αυτός που ξέρει…
Βλέπουμε πρώτα τον σωματοφύλακα του Σάκη Ρουβά και μετά εκείνον. Ξέρετε τι σημαίνει να είσαι σταρ; Να κάθεσαι στο ντεκ ενός γιοτ δίπλα στη θάλασσα και να φυσάει τόσο ώστε τα μαλλιά όλων να πηγαινοέρχονται σαν υαλοκαθαριστήρες στο fast forward. Κι εκείνου να μην κουνιέται τρίχα. Με το που εμφανίζεται, αρχίζει τις ερωτήσεις για το σκάφος. Πόσα μέτρα είναι, πόσο κόσμο χωράει, πάει κι εξετάζει προσεκτικά τις καμπίνες, πιάνει την κουβέντα με τον Μουρίκη για ώρα, επανέρχεται με καινούριες ερωτήσεις, μας μιλάει για το δικό του σκάφος, για το δίπλωμα skipper του, οι άλλοι θυμούνται που έφτιαχνε σούσι κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων με τα ψάρια που βλέπουμε στην ταινία. Μπαίνει μέσα στην καμπίνα, φωτογραφίζεται ποζάροντας αβυσσαλέα στο κοντινό (είναι άλλωστε κι ο μόνος που δε χρειάζεται ιδιαίτερη καθοδήγηση) και μετά επιστρέφει και κάνει ακόμα περισσότερες ερωτήσεις. Κάποια στιγμή πάντως, χωρίς να είναι μάλιστα παρών, παίρνει τα εύσημα από τον Γιώργο Κέντρο. «Ήταν πολύ καλός ο Σάκης»…
Όσο ο Ανδρέας φωτογραφίζει δυάδες, η κουβέντα στο κατάστρωμα έχει γίνει σινεμά vs. θέατρο. Μουρίκης και Κέντρος. Δεν αντιπαρατίθενται, συγκρίνουν. Ο Μουρίκης μας μιλάει για το kick που παίρνει όταν γυρίζει το φιλμ στην κάμερα, εισάγει μάλιστα την καινοτομική πρόταση «οι ηθοποιοί να μην παίζουν παραπάνω από 2-3 φορές το μήνα στις παραστάσεις». Ο Κέντρος θυμάται τις εποχές που έδιναν ακόμα και 10 παραστάσεις του ίδιου έργου μέσα σε μία εβδομάδα και οι παραγωγοί τους έλεγαν να κάνουν «οικονομία στις δυνάμεις». Για να πεταχτεί ο Μουρίκης, «ναι, άντε πες στον Οικονομίδη ότι σήμερα εγώ θα αράξω και θα κάνω οικονομία…»
Το κλίμα που επικρατεί είναι κάπως σαν χειμωνιάτικο reunion μετά θερινής κατασκήνωσης. Μια αναμνηστική φωτογραφία για το τέλος, είναι όλοι υπερbusy και βιάζονται (ο Μουρίκης έχει και τα καλαμάρια στη φωτιά). Είπαμε, το Chevalier είναι μια ταινία που καυτηριάζει την ανδρική υστερία αλλά boys will be boys. Και με γυαλιά ηλίου, boys will be wild boys…