Οι Σταθμοί Του Σταυρού (Kreuzweg) *****
Γε ρμανία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Dietrich Brüggemann
Πρωταγωνιστούν: Lea van Acken, Franziska Weisz, Lucie Aron
Διάρκεια: 107’
Η δεκατετράχρονη Maria προέρχεται από μια οικογένεια πιστή σε μια αυστηρή θρησκευτική αίρεση. Κάθε πράξη αποσκοπεί στη μεταθανάτια δικαίωση και την είσοδο των μελών της στον Παράδεισο. Όμως υπάρχει ένα σοβαρό πρόβλημα που κατατρέχει την οικογένεια. Ο μικρότερος γιός έχει φτάσει τα 4 και δεν έχει καταφέρει να μιλήσει ακόμα. Θεωρώντας πως είναι ο μόνος τρόπος για να σωθεί, η Maria δέχεται να θυσιαστεί, υποφέροντας ως μάρτυρας, ως άλλος Ναζωραίος. Η μεγάλη έκπληξη του φεστιβάλ των Νυχτών Πρεμιέρας είναι αυτό το υπαρξιακό κείμενο που ναι μεν, με την ξεχωριστή του φόρμα, κατηγορεί τη χειραγώγηση των ανθρώπων από τη θρησκεία, αλλά ταυτόχρονα επιδεικνύει στοργή για τους «πληγέντες» αυτού του ηθικολογικού πολέμου.
Στη φετινή διοργάνωση των Νυχτών Πρεμιέρας, μια ήταν η άγνωστη ταινία που κατάφερε να μου προκαλέσει τεράστια έλξη, που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον από οποιαδήποτε άλλη σε ολόκληρο το φεστιβάλ. Η ταινία που βραβεύτηκε με βραβείο σεναρίου στο φετινό Φεστιβάλ Βερολίνου, η οποία υποσχόταν μια εμπειρία αδυσώπητα ενοχλητική. Meine Damen Und Herren, οι Σταθμοί Του Σταυρού. Η προσμονή ήταν υψηλή, κάτι που σε προηγούμενες διοργανώσεις είχα αισθανθεί για ταινίες όπως τα Μαθήματα Αρμονίας, το Νησί της Θλίψης, το Brilliantlove, ταινίες των οποίων οι περιγραφές υπονοούσαν εμπειρίες ακραίες, που θα παραμείνουν μετά την έξοδο από την αίθουσα. Άλλες φορές με βρήκαν ικανοποιημένο και άλλες να αναζητώ το λόγο που δεν ανταποκρίθηκαν στον ορίζοντα προσδοκιών μου.
Τελικά ήταν μια από αυτές τις φορές που οι υψηλές απαιτήσεις συναντούν το επίπεδο της ταινίας. Το αυστηρό, βόρειο στυλ σκηνοθεσίας του Dietrich Brüggermann οφείλει στον Roy Andersson τη στατικότητα των μονοπλάνων του (οι 14 «πράξεις» της ταινίας αφορούν σε μονόπλανα, 11 εκ των οποίων είναι εξ’ ολοκλήρου ακίνητα) και στους Σκανδιναβούς σκηνοθέτες εν γένει τη μουντάδα του. Κανένα χρώμα δε μοιάζει ζωντανό, το γκρίζο και σε εικαστικό και σε ψυχικό επίπεδο απαντάται σε ό, τι περιλαμβάνεται στο κάδρο της κάμερας. Η μακαβριότητα της εικόνας σε συνδυασμό με το κατηγορητικό μα συνάμα ανοιχτό σε ερμηνείες μήνυμα του φιλμ το μετατρέπει σε μια διαδικασία οδυνηρή. Οδυνηρή όσο η πλύση εγκεφάλου που ορισμένα νεαρά μυαλά υφίστανται προκειμένου να εξυπηρετήσουν με τη σειρά τους τις απαιτήσεις μιας οπισθοδρομικής, προσκολλημένης σε απάνθρωπα θρησκευτικά «πιστεύω», παλαιότερης γενιάς.
Δεν παρουσιάζει, όμως, κανέναν άνθρωπο ως πραγματικά κακό, όλοι τους επιδέχονται συγχωρέσεως και ακόμα και η αυστηρή οικογένεια παρουσιάζεται να πράττει με αφετηρία την αγάπη και όχι τη μισανθρωπία. Το απλό σενάριο με τις αναλογίες της σταύρωσης του Χριστού κινείται (και όχι αντικαθίσταται) από τη συννεφιασμένη, δύστροπη φόρμα της ταινίας αναδεικνύοντας δύο εκπληκτικές πρωταγωνίστριες στους ρόλους της μητέρας και της κόρης με την απόκοσμη, μα ταυτόχρονα πλήρως ρεαλιστική και καθόλου παράταιρη στο γενικό σύνολο ερμηνεία τους. Χαρακτήρες που μπορεί κανείς να αισθανθεί συμπάθεια ακριβώς επειδή δεν φαντάζουν ούτε στιγμή πλαστοί, μα παραμένουν σάρκινοι και (κρατημένα βέβαια) συναισθηματικοί.
Και, τελικά, ο ανθρωπισμός του Brüggermann απαντάται στο ότι δεν προσπαθεί να κρίνει τον άνθρωπο που επηρεάζεται από τις συγκεκριμένες θεωρίες, μα να δείξει κατά κάποιον τρόπο την ανάγκη για πρόοδο και τα αρνητικά που μπορεί να έχει στον άνθρωπο και τους γύρω του η άκριτη αποδοχή ορισμένων κανόνων που ουδέποτε διασφαλίζουν μια ωριμότητα. Σίγουρα, κινείται αγνωστικιστικά όπως αποδεικνύει το ίδιο το κλείσιμο, μα δεν παύει να προβληματίζεται για τις συνθήκες ζωής αυτών των ανθρώπων, όχι για τη γέννηση και τα συμφέροντα τέτοιων αιρέσεων σε κοινωνικό επίπεδο. Ο μικρόκοσμος συνδέει πιο άμεσα το θεατή από τον γενικευμένο κοινωνικό μακρόκοσμο σε τέτοια λεπτά και προσωπικά θέματα, οπότε η ντοκιμαντερίστικη καταγραφή πιθανόν να μην είχε τα ίδια αποτελέσματα. Και αν συλλογιστούμε το κάπως αποστασιοποιημένο συναισθηματικά κλίμα που υπάρχει στην ταινία, καταφέρνει να υπερπηδήσει το κλινικό και να μιλήσει στην ψυχή. Εύγε.
Jimmy’s Hall *****
Ηνωμένο Βασίλειο, Ιρλανδία, Γαλλία, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Ken Loach
Πρωταγωνιστούν: Barry Ward, Simone Kirby, Andrew Scott
Διάρκεια: 109’
Το 1921, ενώ όλη η Ιρλανδία παρέμενε διχασμένη, ο Jimmy Gralton (υπαρκτό πρόσωπο) πήρε την απόφαση να χτίσει έναν χώρο στον οποίο οι νέοι θα μπορούν να κάνουν ό, τι επιθυμούν. Η πράξη του δεν πέρασε απαρατήρητη από τους πολιτικούς και ο ίδιος αναγκάστηκε να φύγει από την χώρα του για μια δεκαετία. Όταν τελικά επέστρεψε, βρήκε τον καρπό των προσπάθειών του εγκαταλελειμμένο, να μη θυμίζει τίποτα από αυτό που άφησε κατά τη φυγή του. Ο Jimmy πείθεται να τον ξαναφτιάξει, μα για μια ακόμα φορά θα μπει στο στόχαστρο των παλιών του «εχθρών». Αν και το μήνυμα που δίνει για μια ακόμα φορά ο Loach είναι πανανθρώπινο και συγκινεί (και, ως γνωστόν, είναι καλοσκηνοθετημένο), μοιάζει να μην έχει την ίδια αιχμή με τα δριμύτερα δημιουργήματά του, κάνοντάς το να φαίνεται ολίγον τι ελλιπές ως προς το ύφος που μας έχει συνηθίσει. Αν μπορείτε να προσπεράσετε την έλλειψη in your face σκληρότητας, θα το ευχαριστηθείτε.
Στην επόμενη σελίδα: Diplomatie / Από Έρωτα / Dumb And Dumber To