Το μέγα άγνωστο, το σύνορο του απείρου. Το αδιαπέραστο σκότος που περιβάλλει τον πλανήτη μας σαν υπαρξιακή υπενθύμιση των θνητών δεσμών μας. Το διάστημα. Δεν αποτελεί πρόκληση μονάχα για την ανθρώπινη νόηση να το κατακτήσει, αλλά και για την ανθρώπινη ψυχή να το κατανοήσει, μήπως και κοιτάζοντας το σύμπαν, γνωρίσει επιτέλους τον εαυτό της. Τώρα, με τη νέα Ελληνική Υπηρεσία Διαστήματος, το περήφανο ελληνικό πνεύμα είναι ένα βήμα πιο κοντά στο να κατακτήσει το άπειρο: ένα μεγάλο βήμα για την ανθρωπότητα, ένα κβαντικό άλμα λογικής για την ελληνική πραγματικότητα.
Πριν όμως αρχίσουμε τα μακροβούτια στις διαστημικές χωροχρονικές σκουληκότρυπες, αυτές είναι οι πέντε ταινίες που πρέπει να έχουμε δει, για να ξέρουμε, εκεί έξω, τι ακριβώς μπορεί να μας συμβεί.
Σημείωμα για τον διαγαλαξιακό θεατή: Η λίστα αποφεύγει τα προφανή (Alien, Star Wars, Star Trek, ΕΤ, Στενές Επαφές Τρίτου Τύπου και λοιπές εξωγήινες οπερέτες), επιλέγοντας να εστιάσει στον πραγματικό λόγο που ο άνθρωπος κοιτάζει προς τα έξω: για να δει το έσω του.
Ας αρχίσουμε με τα βασικά: όσο δέος κι αν προκαλεί στους λιγότερο ψημένους θεατές το ενδεχόμενο να πατήσουν το play σ’ αυτήν την κινηματογραφική παρακαταθήκη ενός απ’ τους σημαντικότερους σκηνοθέτες που έζησαν ποτέ, τόσο αποχαυνωτικά απολαυστική είναι η πρώτη επαφή με αυτήν την πιο πυκνή και φινετσάτη ταινία επιστημονικής φαντασίας στην Ιστορία της επιστήμης, της φαντασίας, και των ταινιών εν γένει: ένα υπερθεαματικό, επικό όραμα του διαγαλαξιακού ταξιδιού εν είδη μεταφυσικής ολοκλήρωσης, το magnum opus του Stanley Kubrick προκαλεί παράλυση μόνο και μόνο με την οπτική δύναμη των εικόνων του, πολλώ δε μάλλον με την ωμή διανοητική του δύναμη. Ένα υπαρξιακό ταξίδι απ’ την απαρχή μέχρι το αναπόφευκτο γήρας της ίδιας της ανθρώπινης ύπαρξης ως βιολογικό και διανοητικό είδος, η ταινία του Kubrick έχει προβληθεί, βραβευθεί, αναλυθεί και διδαχθεί όσο λίγες, κι αυτό όχι τυχαία. Αψεγάδιαστη απ’ όλες τις απόψεις, είναι ο ορισμός του αριστουργήματος, ικανή να σε ταξιδέψει στο υπαρξιακό και κυριολεκτικό άπειρο και πάλι πίσω, χωρίς καν να βγεις από το σπίτι. Διότι, ως γνωστόν, το μεγαλύτερο ταξίδι που μπορεί να κάνει ο άνθρωπος, είναι το προς τα μέσα του.
Ό,τι πιο κοντινό σε post-modern απόγονο του 2001: A Space Odyssey, αλλά και με αρκετές επιρροές από το εξίσου εμβληματικό, κι ίσως ακόμη πιο μεταφυσικό Solaris του Andrei Tarkovski, η πρώτη ταινία του Duncan Jones είναι ακριβώς αυτό που θα περίμενε κανείς από τον (κυριολεκτικά) γιο του Ανθρώπου που Έπεσε στη Γη: η ιστορία του για έναν μοναχικό εργάτη σε ένα απομονωμένο διαστημικό μεταλλείο, εκτός απ’ την ερμηνεία – δυναμίτη που απέδειξε το πρωταγωνιστικό δυναμικό κι εκτόξευσε την καριέρα του Sam Rockwell, βρίθει σκηνοθετικής ευρηματικότητας στη διαχείριση των εσωτερικών αναζητήσεων του σεναρίου, αλλά και μιας κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας που αναδίδει αρώματα απ’ αυτήν την μελαγχολική αποξένωση που είχε για trademark του ο David Bowie.
Παραγνωρισμένο αποκορύφωμα της συνεργασίας του Danny Boyle με τον σεναριογράφο Alex Garland (που είχε γράψει τη νουβέλα του The Beach και αμέσως μετά βοήθησε τον Βρετανό σκηνοθέτη να νεκραναστήσει τα zombie flicks με το 28 Days Later), αλλά και με τους Underworld, που ανέλαβαν να παραδώσουν την πιο διαστημικά προχωρημένη μουσική επένδυση περιπέτειας επιστημονικής φαντασίας στα χρονικά, ετούτη εδώ η ιστορία ενός πληρώματος που στην πορεία του να πυροδοτήσει τον ήλιο για να τον επαναφέρει στα συγκαλά του, συναντά το κουφάρι του πλοίου που είχε προηγηθεί της δικής τους αποστολής, είναι ένα μάθημα στο πώς ένα επικό ταξίδι μπορεί να χωρέσει σε low budget συσκευασία με μαξιμαλιστικές φιλοδοξίες, και πώς η εξερεύνηση των ψυχολογικών ορίων του ανθρώπου μπορούν να καμουφλαριστούν σε περιπετειώδες περιτύλιγμα σωματικής δράσης, με εκθαμβωτική εικαστική εικονοπλασία και εκρηκτικά χειροποίητα εφέ.
Πριν βρει το κάλεσμά του κι αρχίσει να γυρίζει απανωτά sequels με ορδές από ζόμπι να κυνηγούν την Milla Jovovich, ο Paul WS Anderson έστησε ένα απ’ τα πιο συναρπαστικά φιλμάκια τρόμου που έχουν εκτοξευτεί ποτέ στο διάστημα, συνδυάζοντας τις μεταφυσικές ανατριχίλες του The Shining / Η Λάμψη με τις τεχνοφοβικές τρομάρες του Alien. Για την ακρίβεια, δεν είχε ξαναϋπάρξει απ’ την εποχή του Alien ταινία που να προσφέρει τόσα πολλά ειλικρινή κι ατόφια ουρλιαχτά, κι ακόμη κι αν ο Anderson δεν έχει (φυσικά) σκηνοθετικό άγγιγμα τόσο απαλό όσο του Sir Ridley Scott, το αιματοκύλισμα και τα εφιαλτικά οράματα της οργισμένης κόλασης που προσφέρει δεν ξεπερνιούνται εύκολα. Ακόμη χειρότερα δε, όταν ο Sam Neil προσφέρει μια ερμηνεία που θα χαραχτεί για καιρό και σε βάθος, στους πιο σκοτεινούς διαστημικούς εφιάλτες όποιου την αντικρίσει.
Βραβευμένο στο Sundance πέρσι τέτοια εποχή, το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Mark Elijah Rosenberg πιάνει το νήμα από εκεί που το αφήνει το Moon του Duncan Jones, και σαν μια εναλλακτική, no budget εκδοχή του The Martian, αφηγείται την ιστορία ενός επιστήμονα που προσπαθεί να αποικίσει τον Άρη ολομόναχος, όχι όμως από ατύχημα, αλλά από εντελώς συνειδητή, ναρκισσιστική επιλογή. Με μια ερμηνεία άξια να μπει σε χρονοκάψουλα και να εκτοξευτεί στο άπειρο, ο ως ώρας γενικά ανεκμετάλλευτος Mark Strong κρατάει σφιχτά δεμένη την αφήγηση ακόμη κι όταν τα ξέφτια του σεναρίου πάνε να ξεφύγουν απ’ τον έλεγχο του σκηνοθέτη του, σε ένα μικροσκοπικό κλειστοφοβικό φιλμάκι, που καταφέρνει κάτι το τεράστιο. Να εξερευνήσει τα όρια της εμμονής του ανθρώπου να δημιουργήσει ζωή, στο πιο άγονο έδαφος του σύμπαντος: αυτό του ανθρώπινου εγωισμού.