Σαράντα ολόκληρες ταινίες στριμώχνονται φέτος στο Εθνικό Διαγωνιστικό της Δράμας, που σημαίνει σαράντα τουλάχιστον άνθρωποι έχουν μαζευτεί στο φεστιβάλ για να συστήσουν την ετήσια Εθνική Ελπίδων της εγχώριας κινηματογραφίας. Πόσοι όμως απ’ αυτούς θα είναι εδώ και του χρόνου, κι ακόμη καλύτερα, πόσοι θα περάσουν άμεσα στα μεγαλύτερα μεγέθη; Άγνωσται αι βουλαί του κυκλώματος, το βέβαιο είναι όμως πως η ελπίδα είναι ζωντανή κι η ποιότητα καλή, τουλάχιστον στο επίπεδο που η φετινή αφρόκρεμα, στο προαιώνιο δίλημα στυλ ή ουσία, φέτος απαντάει πως το στυλ *είναι* η ουσία.
Με το 4 Μαρτίου, την ίσως πιο ολοκληρωμένη κινηματογραφικά δουλειά, και πάντως την πιο συμπαγώς τοποθετημένη απέναντι στα περιρρέοντα εξωκινηματογραφικά, ο Δημήτρης Νάκος παραδίδει ένα νατουραλιστικό δυναμιτάκι με σαφείς πολιτικές και πολιτισμικές φορτίσεις: μια ανατολικοευρωπαία παραδουλεύτρα προσπαθεί να αποκρύψει το θάνατο της ηλικιωμένης που προσέχει, μέχρι να αποφασίσει αν θα «δανειστεί» τα χρήματα που είναι κρυμμένα στο σεντούκι, για να εξασφαλίσει τη δικιά της μάνα ιατροφαρμακευτικά. Η υπόθεση περιπλέκεται όταν στο παιχνίδι μπαίνει ο κρυφός Έλληνας εραστής της, που προσπαθεί να την ωθήσει ν’ αρπάξει τα λεφτά και να τρέξει, προτού το κάνει ο ίδιος μόνος του. Η Dardenne-ική κινηματογράφιση κομπλέ με την προλεταριακή ανησυχία και τον επιφυλακτικό ουμανισμό, προσδίδουν στην ταινία αν όχι μια επίκαιρη αμεσότητα, τουλάχιστον μια κοινωνική ουσιαστικότητα.
Στον αντίποδα, ο Ανάδρομος του Βασίλη Κεκάτου είναι μια εκστατική δόση οπτικού μεγαλείου, με την οθόνη να ξεχειλίζει απ’ την αδιαπραγμάτευτη χάρη του αυστηρού γεωμετρικού καδραρίσματος. Τοποθετώντας τον εαυτό του απέναντι στην πλούσια και μεστή εικαστική αυστηρότητα του Stanley Kubrick, ο σκηνοθέτης κρατά πάντα στο κέντρο του πλάνου του το περίγραμμα του κύκλου -είτε αυτό είναι ένα μάτι, είτε ένα σκουλαρίκι, ο κρίκος ενός μεταγιόν, ή ο λοβός ενός αυτιού-, τραβώντας ευθείες αναφορές στην κυκλικότητα της αφήγησής του, για το πώς μια μπουρζουά σύζυγος καταλήγει στη δολοφονία του άντρα της, τρέμοντας στη σκέψη και μόνο ότι μπορεί να την απατά. Η εντυπωσιακή δουλειά στην κάμερα απογειώνει την απαστράπτουσα παραγωγή επιδεικνύοντας ένα απ’ τα καλύτερα ντεκουπάζ που έχει στολίσει ελληνική οθόνη εδώ και καιρό, ενώ η σεναριακή αφαιρετικότητα εξασφαλίζει τη σωστή τοποθέτηση της υφολογικής άσκησης του σκηνοθέτη στην αφηγηματική φόρμα του νουάρ.
Εξίσου εντυπωσιακός στην εικαστική του παλέτα είναι και ο Σπόρος της Ιφιγένειας Κοτσώνη, ένα σπάνιο δείγμα νουάρ επιστημονικής φαντασίας, που καταφέρνει να μεταφέρει και να προσαρμόσει στέρεα στην ελληνική πραγματικότητα ένα συμβατικό σενάριο: σε ένα δυστοπικό, καταπιεστικό μέλλον ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, όπου οι μάζες τρέφονται σε συσσίτια με απαγορευμένη οποιαδήποτε δυνατότητα παραγωγικής αυτάρκειάς τους, μια γυναίκα προσπαθεί να στρέψει έστω και λίγο την πλάστιγγα προς όφελος των αδυνάτων, συμμετέχοντας στη μαύρη αγορά σπόρων για λαχανικά. Με ατού την συνομωσιολαγνική ελαστικότητα που παρέχουν με αβρότητα οι μελλοντολογικές φόρμες, η Κοτσώνη κατασκευάζει μια εξαιρετικής ποιότητας ανακύκλωση και αναπροσαρμογή sci-fi εικόνων, οι οποίες δεν δημιουργούν βέβαια καμιά τομή στο είδος, αλλά δεν είναι κι αυτό το ζητούμενο: το ζητούμενο ειναι οτι αποδεικνύεται στον υπερθετικό βαθμό πως τέτοιες εικόνες μπορούν να παραχθούν και σε ελληνικές δουλειές, χωρίς να δείχνουν ψεύτικες, φτηνιάρικες, ή ξάστερα ψηφιακές.
Με λιγότερο φαντεζί εικονοπλασία, αλλά εντυπωσιακή υφολογική ευλυγισία, το Σύκο του Νικόλα Κολοβού ξεκινά σαν ένα βουκολικό Amour, όπου η ιδέα της άσβεστης αφοσίωσης ανάμεσα σ’ ένα ζευγάρι ηλικιωμένων με τη γυναίκα στο νεκροκρέβατό της, μεταφέρεται απ’ το κρύο αστικό κελί της Αυστρίας στην επιβλητική ανοιχτωσιά της θεσσαλικής υπαίθρου. Εκεί, στην καρδιά του φθινοπώρου, η ετοιμοθάνατη γυναίκα ζητά από τον άντρα της σύκα, κι οι ιδεασμοί για αλά Haneke ενατενίσεις τις ανθρώπινης επιμονής, μετατρέπονται πριν να το καταλάβεις σε κατάμαυρη σπαρταριστή slapstick κωμωδία. Ο solo πρωταγωνιστής του απογειώνει το χιούμορ με την ερμηνευτικη ελαστικότητα της εμπειρίας του, κι ο Κολοβός κινείται με γοητευτική αυθάδεια πάνω στο όριο μεταξύ καλού κι αμφίβολου γούστου, όσο το σενάριο προσδίδει μια ιδιαίτερα γλυκόπικρη φαρσική ποιότητα στο αυταπόδεικτο της αγάπης στο οποίο καθησυχαστικά καταλήγει.
Αντίθετα, καθόλου καθησυχαστική δεν είναι η κατάσταση στο Euroman, την επιστροφή του αστέρα της Δράμας, Γαβριήλ Τζάφκα, ο οποίος στη φετινή του καρτ ποστάλ απ’ τα σκανδιναβικά κυκλώματα, στέλνει άλλη μια αρίστου αισθητικής υπόσχεση στους ντόπιους κινηματογραφιστές ότι εκεί έξω, πέρα απ’ τα σύνορα της Ελλάδας, μπορούν να γίνουν σπουδαία πράγματα, αρκεί να μπορέσεις να εξασφαλίσεις γύρω σου το πλέγμα στήριξης και καθοδήγησης μιας σοβαρής κι αναπτυγμένης κινηματογραφικής υποδομής, και να ‘χεις βέβαια και το ταλέντο να το αξιοποιήσεις. Ο Τζάφκας έχει το ταλέντο και μάλιστα σε οκάδες, και στο Euroman, μέσα από την ιστορία ενός νεαρού πρώην πετυχημένου επιχειρηματία που προσπαθεί να διαχειριστεί την πίεση του να πρέπει να διατηρήσει το προφίλ του σε πείσμα της πραγματικότητας, στήνει το στοιχειωτικό πορτρέτο της στρεβλής οικονομίας των επιχειρήσεων του τίποτα, με τις start-up σαπουνόφουσκες που κατέληξαν στο ίδιο σιφόνι με απόνερα του τσουνάμι που χτύπησε τη δυτική οικονομία. Η στιλπνή εικονογράφηση του Τζάφκα υπογραμμίζει την γυαλιστερή επίφαση κάτω απ’ την οποία μασκάρει την αγωνία του ο ήρωάς του, όμως για πόσο αυτός ο Ευρωπαίος νέος θα μπορεί να ξεγελά ένα σύστημα που σε πετάει έξω με το που θα μυρίσει ότι δεν του κάνεις πια, και κανείς από τους μέσα δε θα γυρίσει για να δει εαν του έλειψες;