Θα μπορούσε η δουλεία και ο φυλετικός διαχωριστμός να είναι «ένα καλό πράγμα»; Ή έστω να έχουν κάποιες θετικές πλευρές που θα μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε; Και αν ναι, επιτρέπεται ένας μαύρος να προσπαθήσει να τα επανεισάγει στη σύγχρονη Αμερική;
Ο «Πουλημένος» του Πωλ Μπείτι κέρδισε το Εθνικό Βραβείο του Κύκλου των Κριτικών 2015 αλλά και το Βραβείο Booker 2016, με αποτέλεσμα αυτό το σπιρτόζικο βιβλίο να έχει την ευκαιρία να διαβαστεί από ευρύτερο (κυρίως αμερικάνικο) κοινό που, θέλοντας και μη, στις σελίδες αυτές, θα έρθει αντιμέτωπο με τα παραπάνω εξωφρενικά ερωτήματα.
Ο πρωταγωνιστής Bonbon Me είναι ένας ασυνήθιστος μαύρος, γιατί δεν είναι τίποτα από όσα έχουμε μάθει να περιμένουμε από έναν μαύρο στη σύγχρονη Αμερική. Ο πατέρας του υπήρξε «τρελός επιστήμονας» και εφάρμοσε στον Bonbon κάθε είδους κοινωνιολογική και ψυχολογική θεωρία και πείραμα, αναθρέφοντας τον στο σπίτι ως περίπου πειραματόζωο. Το οποίο σπίτι είναι μια φάρμα στο Ντίκενς του Λος Άντζελες, ένα παράξενο προάστιο που από αγροτική περιοχή, έγινε γκέτο μαύρων και έπειτα Μεξικανών.
Μέσα στην εγκληματικότητα και το χάος, η οικογένεια συνεχίζει την αγροτική ζωή μέχρι που ο πατέρας του Bonbon θα σκοτωθεί χωρίς λόγο από αστυνομικούς. Περίπου την ίδια εποχή, το Ντίκενς εξαφανίζεται από τους χάρτες, σε μια προσπάθεια της πόλης του Λος Άντζελες να ωραιοποιήσει τη φήμη της. Ταυτόχρονα, ο γείτονάς του, παλιός κομπάρσος σε μια σειρά του Χόλυγουντ των μέσων του 20ου αιώνα, έχει σχεδόν αποτρελαθεί και, μέσα στην παράνοιά του, ζητάει από τον Bonbon να τον κάνει σκλάβο του.
Για να βοηθήσει τον γείτονά του, θα τον κάνει σκλάβο του, χωρίς όμως να του ζητάει να κάνει τίποτα. Ταυτόχρονα, για να επαναφέρει το Ντίκενς, βάφει μια γραμμή στα παλιά όριά του, αλλά και τοποθετεί φυλετικά διαχωριστικές πινακίδες (Απαγορεύονται οι Λευκοί) και προτείνει την ιδέα ενός φυλετικά διαχωρισμένου σχολείου μόνο για μαύρους.
Για κάποιο λόγο, ο φυλετικός διαχωρισμός θα έχει ως αποτέλεσμα την αισθητή μείωση της βίας στην περιοχή, γιατί ο κόσμος δείχνει να σέβεται αυτούς τους απροσδόκητους όρους που κανένας δεν έχει επιβάλει επίσημα. Επίσης, ο γείτονάς του είναι απόλυτα χαρούμενος να είναι σκλάβος.
Όμως, αναπόφευκτα, θα γίνει αντιληπτός και θα βρεθεί ενώποιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ, όπου θα πρέπει να συζητηθεί αν μπορεί να τεθούν σήμερα τα θέματα αυτά, αλλά από την ανάποδη.
Στο «Πουλημένος» ο Μπέιτι θέλει να δημιουργήσει το δικό του Catch-22. Η ιστορία του Bonbon είναι τόσο παράλογη ώστε καταντάει να βγάζει νόημα. Σε μια παράλογη κατάσταση («το Λος Άντζελες είναι η πιο ρατσιστική πόλης της Αμερικής»), ίσως η μόνη οπτική να είναι η σάτιρα. Έτσι, σατιρίζει κάθε στερεότυπο και ταμπού που βρίσκει μπροστά του: τι σημαίνει να είσαι μαύρος σήμερα αλλά και παλαιότερα («δεν το παραδέχονται, αλλά κάθε μαύρος άνθρωπος πιστεύει ότι καλύτερος από τους άλλους μαύρους»), τις ανθρωπιστικές επιστήμες, το ρατσιστικό Χόλυγουντ, την πολιτική ορθότητα, τη βία της αστυνομίας και πολλά άλλα.
Αλλά, ο Μπέιτι δεν δίνει απαντήσεις. Ούτε στο κείμενο αλλά ούτε μιλώντας για το κείμενο (σε συνεντεύξεις κλπ). Μοιάζει σαν να θέλει απλά να ξεκινήσει τη συζήτηση και αφού έκανε την αρχή, τώρα να κάνει στην άκρη και να δει τι θα γίνει παρακάτω, αντικρύζοντας αυτό που δημιούργησε και θέλοντας να καταλάβει τι ακριβώς είναι. Και, όπως και στο Catch-22, αυτό είναι και το βαρίδι του βιβλίου: είναι λίγο περισσότερο απ’ όσο αντέχει ο μέσος αναγνώστης που δεν είναι κάτοικος του Λος Άντζελες και δεν μπορεί να πιάσει όλες τις αναφορές και τα κλεισίματα του ματιού.
Σε ένα ιστορικό σημείο όπου η Αμερική δείχνει το εντελώς αναχρονιστικό πρόσωπό της, εκλέγοντας τον Τραμπ και την ρατσιστική του ρητορική, ο «Πουλημένος» και τι μπορεί (ή πρέπει) να γίνει για να μπούμε στις «σωστές» ράγες.