Η δύναμη της λογοτεχνίας δεν βρίσκεται τόσο στις ιδέες που διατυπώνει, όσο στον τρόπο που αναδεικνύει τις λεπτομέρειες και φωτίζει τις εκάστοτε ιδιαιτερότητες. Κάπως έτσι, η περιήγηση, η περιπλάνηση, το ταξίδι για τον συγγραφέα δεν είναι απλώς το μέσον για να αποτυπώσει μνημεία πολιτισμού. Σταθερή επιδίωξή του γίνεται η αποκάλυψη -μέσα από το ταξίδι- των προβολών δικών του εμπειριών και βιωμάτων.
Υπ’ αυτή την έννοια, ο κόσμος του ταξιδιώτη συγγραφέα είναι -κατά κανόνα- βαθύτατα υποκειμενικός. Και αυτό επειδή, πίσω από τις προσωπικές εμπειρίες του περιηγητή, κρύβονται οι ιδέες του για τον κόσμο που επισκέπτεται. Σε κάθε περίπτωση, ένα αφήγημα περιήγησης έχει εκ φύσεως αρκετές ιδιομορφίες: Πολλοί συγγραφείς ανακαλύπτουν στην ταξιδιωτική φόρμα μία υψηλής αισθητικής εκδοχή του δημοσιογραφικού ρεπορτάζ, ενώ δεν είναι λίγοι εκείνοι που αναμετρόνται με μία λυρική εκδοχή του δοκιμίου.
Όταν, για παράδειγμα ο Ζαν Κοκτώ συνέτασσε ένα δικό του «Γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες», δημιουργούσε ένα ασυνήθιστο ταξιδιωτικό χρονικό μέσα από μία εξαιρετική ποιητική ευαισθησία και οξυδέρκεια. Αλλά, ήταν με τα «Ταξίδια» του σερ Τζον Μάμτεβιλ, πολύ νωρίτερα, στα μέσα περίπου του 14ου αιώνα, στα οποία η λογοτεχνία της περιπλάνησης θα αποκτούσε ξεχωριστή αξία. Αν και έδιναν την εντύπωση οδηγού για το προσκύνημα στους Άγιους Τόπους, σύντομα απέκτησαν την αξία μιας «γεωγραφικής» Βίβλου. Ο Μάντεβιλ συνδύαζε –κυριολεκτικά, πρωτοπορώντας- στοιχεία θρησκευτικού ενδιαφέροντος με πρακτικές συμβουλές για δρόμους και αξιοθέατα, και ανθρωπολογικές παρατηρήσεις για τα ήθη και τα έθιμα των διαφόρων χωρών που επισκεπτόταν. Πάντως, η ταξιδιωτική λογοτεχνία, σταδιακά, θα αποκτούσε μία δική της ιδιότυπη μυθολογία με θέατρο δράσης τα σύγχρονα αστικά τοπία.
Ο σπουδαίος Γάλλος ποιητής και στοχαστής Κάρολος Μπωντλέρ απέδωσε -όσο κανένας άλλος- όλη τη σύγχρονη ευαισθησία με μελανά χρώματα. Είδε πρώτος στη θέση της φύσης την μεγαλούπολη και αποθέωσε μία «ψυχρή και δυσοίωνη ομορφιά», τοποθετώντας έναν ολόκληρο κόσμο του περιθωρίου στην κεντρική σκηνή. Μάλιστα, ήταν εκείνος που εισήγαγε τον όρο «flaneur» που σημαίνει «περιπατητής», αυτός δηλαδή που διασχίζει την πόλη με απώτερο στόχο να τη βιώσει, να την καταλάβει, να τη διερευνήσει – στα μέσα του 19ου αιώνα. Προηγουμένως, όταν από τα μέσα του 16ου αιώνα αρχίζουν να επισκέπτονται την Ελλάδα Ευρωπαίοι ταξιδιώτες, η χώρα ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, στην εξωτική Ανατολή. Το κλασικό της όμως παρελθόν, οι δεσμοί της με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, τον οποίο μελετούν οι Ευρωπαίοι λόγιοι ήδη από την Αναγέννηση, έκανε τους επισκέπτες να αισθάνονται ότι πατούν σε γνώριμο έδαφος. Και η ευρωπαϊκή ταξιδιωτική λογοτεχνία αντανακλά τον διχασμό των λογίων περιηγητών –Άγγλων, Γάλλων και Γερμανών κυρίως- όταν οι εικόνες μπροστά στα μάτια τους διέψευδαν τις εξιδανικεύσεις της φαντασία τους. Όσο για το μεγάλο ταξίδι του Σατωμπριάν στην Ανατολή ξεκινά στις 13 Ιουλίου του 1806 από το Παρίσι και περιλαμβάνει την Ελλάδα και την Κωνσταντινούπολη.
Το περίφημο «Οδοιπορικό» μας δίνει τις εντυπώσεις ενός χαρισματικού συγγραφέα για την τουρκοκρατούμενη Ελλάδα. Η περιήγηση στους τόπους της ελληνικής αρχαιότητας, η αναζήτηση και περιγραφή των αρχαίων ερειπίων, οι εντυπώσεις από τους σύγχρονους Έλληνες, αλλά και η βαθιά επίκριση στον οθωμανικό δεσποτισμό θα αποτελούσαν την πρώτη ύλη ενός προτύπου ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Το 1852, ένας άλλος διάσημος Γάλλος συγγραφέας, ο Θεόφιλος Γκωτιέ, αποβιβάζεται στην Κωνσταντινούπολη, όπου θα δημιουργούσε ένα πρότυπο λογοτεχνικής προσέγγισης του ταξιδιού. Και, πράγματι, η «Κωνσταντινούπολη» (1852) του Γκωτιέ, είναι διαποτισμένη από μια διάχυτη νοσταλγία για έναν κόσμο που χάνεται, με τον συγγραφέα να διασπείρει επιδέξια στο κείμενό του πολυποίκιλες φιλολογικές και μυθολογικές αναφορές – δημιουργώντας ένα ακόμη υπόδειγμα ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Δεν είναι τυχαίο, όμως, που ο σημαντικότερος συγγραφέας ο οποίος πατώντας στέρεα πάνω σε αυτήν την λογοτεχνική παράδοση θα την μετεξέλισσε -όσο κανένας άλλος- στη σύγχρονη εποχή, είναι ο Πάτρικ Λη Φέρμορ (1915-2011) – και αυτό γιατί κατάφερνε να συνδυάζει σχεδόν τα πάντα: λογοτεχνικό ύφος, βίωμα, γνώσεις, αφομοιωμένες φιλολογικές απηχήσεις, γνήσιο λαογραφικό ενδιαφέρον, μία ασυνήθιστη παρατηρητικότητα, ανυπόκριτο σεβασμό για τα νέα αντικρίσματα, ποικίλες μυθολογικές αναφορές, αστείρευτο ενθουσιασμό, αλλά και καμία διάθεση μυθοποίησης. Μία θρυλική φυσιογνωμία των γραμμάτων (και όχι μόνο) που έμελλε να συνδεθεί με την Ελλάδα.
Οι περιπλανήσεις του ξεκινούν από την ηλικία των 18 ετών, το 1933, όταν αντί να ακολουθήσει τη στρατιωτική σταδιοδρομία για την οποία τον προόριζαν, πέρασε τη Μάγχη και ξεκίνησε να διασχίσει την Ευρώπη με τα πόδια, με προορισμό την Κωνσταντινούπολη! Υποκινημένος από την νεανική περιέργειά του για τον κόσμο, πραγματοποίησε αυτό το κατόρθωμα, περνώντας από διάφορες δοκιμασίες. Και τις εμπειρίες του από αυτό το ταξίδι τις καταγράφει σε μία σπάνιας ομορφιάς τριλογία, η οποία χρειάστηκε μια ζωή για να γραφτεί. Ο πρώτος τόμος «Η εποχή της δωρεάς» (1977) περιγράφει το ταξίδι από την Ολλανδία μέχρι την ουγγρική μεθόριο, ο δεύτερος με τίτλο «Ανάμεσα στα δάση και τα νερά» (1986) αποτυπώνει το ταξίδι από τη Βουδαπέστη ως τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη, εκεί όπου συναντιούνται τα σύνορα της Ρουμανίας και της Βουλγαρίας. Και ο ανά χείρας τόμος είναι ο τρίτος, αυτός που ολοκληρώνει το οδοιπορικό του και κυκλοφόρησε μετά τον θάνατο του με τίτλο «Από τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη ως τον Άθω», σε επιμέλεια των Κόλιν Θέμπρον και Άρτεμις Κούπερ.
Η Πρωτοχρονιά του 1935, έπειτα από μακρύ, συναρπαστικό οδοιπορικό που αποτυπώνεται στο βιβλίο, τον βρήκε στην Κωνσταντινούπολη και στη συνέχεια ξεκίνησε για τη Θεσσαλονίκη και το Άγιον Όρος. Όπως σημειώνει, χαρακτηριστικά, για την εντύπωση που του έκανε το μοναστικό τοπίο: «Ήταν μια σκηνή από τον Μεσαίωνα. Και έδειχνε πως ο χρόνος εδώ, είχε μείνει ακίνητος». Εκεί, στη Μονή του Αγίου Παντελεήμονα, γιόρτασε σιωπηλά τα εικοστά του γενέθλια αγναντεύοντας με τους μοναχούς το ηλιοβασίλεμα. Οι καταγραφές του, για ακόμα μία φορά, διαπνέονται από μία διαπεραστική ποιητική αισθαντικότητα και μια θαυμαστή οξυδέρκεια, συνδυάζοντας –απαράμιλλα- το οικείο με το άγνωστο, τη μοναδικότητα με την κοινοτοπία, την καθημερινότητα με την τελετουργία. Και όλα αυτά, μέσα από ένα πολυεδρικό κείμενο που παραμερίζει τη νοσταλγία μιας αλλοτινής εποχής και την -συχνά εύκολη- μελαγχολία της παρακμής, για να αναζητήσει διεξοδικά τα μισοκρυμμένα ίχνη του παρελθόντος. Αλλά και να μοιραστεί -πάνω απ’ όλα- γενναιόδωρα, τη χαρά της κάθε νέας ανακάλυψης…
Πάτρικ Λη Φέρμορ
«Ατέλειωτος δρόμος – Από τις Σιδηρές Πύλες του Δούναβη ως τον Άθω»
Μετάφραση: Μυρσίνη Γκανά
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 432
Paul Greveillac
«Αφέντες και δούλοι»
Μετάφραση: Γιάννης Καυκιάς
Εκδόσεις: Πόλις
Σελίδες: 544
Τρεις γενιές ζωγράφων στη μαοϊκή Κίνα. Ο παππούς, αγρότης σε ένα απομονωμένο χωριό στους πρόποδες των Ιμαλαΐων, ερασιτέχνης ζωγράφος κλασικότροπης τεχνοτροπίας, μεταδίδει στον γιο του τον Κιγουάι το πάθος για τη ζωγραφική. Ο Κιγουάι, ζωγραφίζει από το πρωί ως το βράδυ. Η ζωή είναι σκληρή, η κολεκτιβοποίηση της γης βρίσκεται στο αποκορύφωμά της, η πείνα αποδεκατίζει τους χωρικούς. Χάρη σε έναν ερυθροφρουρό που εκτιμά το ταλέντο του, ο Κιγουάι καταφέρνει να ξεφύγει από τη σκληρή δουλειά στα χωράφια και τη διαρκή αναδιαπαιδαγώγηση. Φεύγει για σπουδές στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Πεκίνου. Εγκαταλείποντας την παραδοσιακή τεχνική που του κληροδότησε ο πατέρας του, οργανώνεται στο Κόμμα, συμμορφώνεται με τη γραμμή που αυτό επιβάλλει στα ζητήματα της αισθητικής και της τεχνοτροπίας, και ακολουθεί την περιπετειώδη, με τα πάνω και τα κάτω της, καριέρα του επίσημου ζωγράφου του κινεζικού καθεστώτος, μεταδίδοντας κι εκείνος, με τη σειρά του, την αγάπη για τη ζωγραφική στον δικό του γιο. Εκείνος όμως ζει τα χρόνια της αμφισβήτησης, της αναζήτησης νέων, πρωτοποριακών μορφών στην τέχνη, της διεκδίκησης της ελευθερίας, που κορυφώνεται στην πλατεία Τιεν Αν Μεν. Ιστορικό και πολιτικό μυθιστόρημα, στοχασμός για την ελευθερία της τέχνης και τον ολοκληρωτισμό, εξετάζει, επιπλέον, με οξυδέρκεια τη σχέση πατέρα και γιου.
Πάνος Καρνέζης
«Είμαστε πλασμένοι από χώμα»
Εκδόσεις: Πατάκη
Σελίδες: 272
Όταν ένα υπερβολικά φορτωμένο με πρόσφυγες σκάφος αναποδογυρίζει, ένας άνδρας πέφτει στη θάλασσα μαζί με άλλους. Στον πανικό που ακολουθεί, σώζει μια ζωή και καταδικάζει μια άλλη. Ο άνδρας και το αγόρι που έσωσε -ο μόνος μάρτυρας του εγκλήματος που προηγήθηκε- φτάνουν τελικά σε ένα μικρό νησί της Μεσογείου. Καθώς οι δύο πρόσφυγες περιμένουν να τους παραλάβει ένα πλοίο που η άφιξή του διαρκώς αναβάλλεται, ο άνδρας θα γοητευτεί από τη σύζυγο του ευεργέτη τους. Στα χέρια του Καρνέζη η εξερεύνηση του ηθικού και συναισθηματικού κόστους που πρέπει να πληρώσουν όσοι αφήνουν την πατρίδα τους για να βρουν ειρήνη και ασφάλεια, μετατρέπεται σε μια πλατειά αφήγηση σχετικά με τους ανθρώπινους δεσμούς και την έλλειψη προσανατολισμού, την προσδοκία και την αμφισβήτηση του ίδιου μας του εαυτού.