Οι μοιραίες γυναίκες έμελλε -ήδη από τα τέλη του 19ου και τις αρχές του εικοστού αιώνα- να γίνουν μία εμμονή στη λογοτεχνία, στις εικαστικές τέχνες, στο θέατρο και, φυσικά, στον κινηματογράφο που θα τις αποθέωνε δημιουργώντας σκοτεινές ερωτικές μυθοπλασίες μαγικής αισθητικής λεπτότητας. Και, πράγματι, η femme fatale ως μοντέρνα μούσα στα πρότυπα της Σαλώμης, της Πανδώρας, της Ιουδήθ, της ίδιας της Εύας, θα ενσάρκωνε τον πόθο, το δέος και τον θαυμασμό που προκαλούσαν οι νέες γυναίκες της εποχής, οι οποίες με την προσωπικότητα, τις ενδυματολογικές επιλογές, την αυτοπεποίθηση και την εμφάνισή τους ξυπνούσαν έντονα ερωτικά πάθη.
Και η ένταση αυτής της έλξης, του πάθους, της υπνωτιστικής γοητείας που ασκούσε η σύγχρονη μοιραία γυναίκα –στη λογοτεχνία και στις υπόλοιπες τέχνες- ήταν σχεδόν πάντα ικανή να μετατρέψει τον άντρα από θαυμαστή της, σε ακόλουθο και -εν τέλει- σε υποχείριό της που θα μπορούσε να κάνει τα πάντα για εκείνην, φτάνοντας αναπόφευκτα στην ταπείνωση. Παράλληλα, ο μαγνητισμός της λαγνείας των μοιραίων γυναικών και η σαγήνη της θηλυκότητάς τους συμβαδίζουν με το κακό, παρασέρνοντας σε επικίνδυνους δρόμους τους άντρες που τις ακολουθούν. Εξάλλου, η femme fatale είναι η γυναίκα η οποία χρησιμοποιεί την έντονη γοητεία της ως μέσο για να φτάσει στον στόχο της – χωρίς να δείχνει ίχνος συναισθήματος ή μεταμέλειας για τις πράξεις της. Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο μοιραίος ερωτισμός υπήρξε μία από τις σημαντικότερες κινητήριες δυνάμεις της μυθοπλαστικής ανάπτυξης εξαιρετικών έργων. Και, βέβαια, η ιστορία της ταπείνωσης, ενός άντρα από μία γυναίκα στην τέχνη του μυθιστορήματος, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Ένα τέτοιο έργο είναι η «Ανθρώπινη δουλεία» (1915) του Σόμερσετ Μωμ, ένα κομψοτέχνημα που εκτυλίσσεται από το 1885 έως το 1906 και αποτελεί την ιστορία του Φίλιπ Κάρεϊ, ενός ορφανού που διψά για ζωή, αγάπη και περιπέτεια. Ο μικρός Φίλιπ, με μερική αναπηρία στο αριστερό του πόδι, και με μια έμφυτη ευαισθησία που έρχεται σε σύγκρουση με το περιβάλλον του, παλεύει να βρει τη θέση του στον κόσμο. Κάπως έτσι, εγκαταλείπει το ασφυκτικό περιβάλλον της αγγλικής επαρχίας και τις ψυχρές σχέσεις με τον θείο που ανέλαβε ως κηδεμόνας του, και πηγαίνει στο Παρίσι για να σπουδάσει ζωγραφική. Καθώς, όμως, ανακαλύπτει πως δεν έχει το ταλέντο, επιχειρεί να συμβιβαστεί με μια συμβατική ζωή. Τότε γνωρίζει τη Μίλντρεντ, που τον οδηγεί σε μια ακραία εμμονική σχέση. Θα μπορέσει ο Φίλιπ να βγει από την προσωπική άβυσσο ή θα παραμείνει δέσμιος των παθών του; Η απρόσμενη τροπή της ιστορίας, υποχρεώνει τον αναγνώστη να αναθεωρήσει και να αναλογισθεί ότι τίποτα δεν είναι αυτονόητο – ούτε το προφανές. Είναι το πιο αυτοβιογραφικό από τα μυθιστορήματά του Σόμερσετ Μωμ, ένα έργο-σπουδή πάνω στο ανεξέλεγκτο, παράλογο, αχαλίνωτο ερωτικό πάθος, που μπορεί να οδηγήσει στη χειραγώγηση, στην διάψευση, στην υποδούλωση, στην ταπείνωση, στην καταστροφή.
Εικοσιτέσσερα χρόνια αργότερα, ο επίσης Άγγλος μυθιστοριογράφος και θεατρικός συγγραφέας Πάτρικ Χάμιλτον με την «Πλατεία Χανγκόβερ» δημιούργησε μία νέα μυθοπλαστική σχέση τέτοιας ταπείνωσης που κάνει εκείνη ανάμεσα στον Φίλιπ και τη Μίλντρεντ να μοιάζει με ρομαντική κομεντί! Πρωταγωνιστής είναι ο Τζόρτζ Μπόουν, ένας καλόψυχος τριαντάρης που περνάει την καθημερινότητά του πίνοντας σε διάφορες παμπ του Ερλς Κορτ, μαζί με μια παρέα από την οποία ξεχωρίζουν η Νέττα, πρώην ηθοποιός, και ο Πήτερ. Ο Μπόουν είναι παράφορα ερωτευμένος με τη Νέττα, όσο και αν αναγνωρίζει ότι εκείνη δεν είναι παρά μία αδίστακτη τυχοδιώκτρια, χωρίς συναισθήματα, μία σκληρόκαρδη γυναίκα που χρησιμοποιεί την εμφάνισή της για να εκμεταλλεύεται τους αφελείς. Ο αντιήρωας του Χάμιλτον αν και προσπαθεί να ξεφύγει από αυτή την αυτοκαταστροφική έλξη, πηγαίνει από τη μία εξευτελιστική ταπείνωση στην άλλη, ξοδεύοντας ότι έχει και δεν έχει για τη Νέττα, καταστρέφοντας τη σωματική και ψυχική του υγεία προκειμένου να νιώθει πως έχει την ελάχιστη ελπίδα μαζί της – μια διαρκής αυτοταπείνωση με μαζοχιστικά χαρακτηριστικά η οποία μοιάζει με μία αναπόδραστη συνθήκη, σαν τον ιστό μιας αράχνης.
Στη «Γυναίκα και το νευρόσπαστο» (1925) ο Πιερ Λουίς επιβεβαιώνει τη δύναμη του μύθου της femme fatale. Η ηρωίδα του, η Κοντσίτα Περέθ, είναι μια ανδαλουσιανή τσιγγάνα, από εκείνες με τον ακατανόητο χαρακτήρα που εμφανίζονται και ξαναχάνονται στους δρόμους του Κάντιθ ή της Σεβίλλης, αδελφή ψυχή της Μανόν Λεσκό και της Κάρμεν. Η σχέση του άντρα με το αιώνιο θηλυκό προβάλλεται με σαρκασμό μέσα από συναρπαστικά επεισόδια του έργου που ενέπνευσε τον Λουί Μπουνιουέλ να το μεταφέρει στην οθόνη με τον τίτλο: «Το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου». Η Κοντσίτα είναι μια γυναίκα μοιραία, διαβολική, που αρνείται το σεξ και ύστερα κάνει πως ενδίδει με έναν τρόπο σαδομαζοχιστικό που τελικά μετατρέπει τον μεσήλικα, πλούσιο και ερωτευμένο μαζί της Δον Ματέο, σε ένα… νευρόσπαστο που δεν μπορεί να ξεκολλήσει από αυτήν. Και εκείνη ενώ του δίνει ελπίδες, δεν χάνει την ευκαιρία να τον ταπεινώνει, φτάνοντάς τον στην παράνοια.
Στην «Ταπείνωση» (2009) του Φίλιπ Ροθ, όλα μοιάζουν να έχουν τελειώσει για τον Σάιμον Άξλερ. Κορυφαίος ηθοποιός του αμερικανικού θεάτρου επί δεκαετίες, ανακαλύπτει ότι στα εξήντα του χρόνια έχει απωλέσει το ταλέντο του, την αυτοπεποίθησή του, την ικανότητά του να γοητεύει. Η σύζυγός του έχει φύγει, το κοινό του τον έχει εγκαταλείψει, ο ατζέντης του δεν μπορεί να τον πείσει να ξαναγυρίσει στο θέατρο. Μέσα σε αυτή την τρομακτική απογύμνωση που δημιουργεί στον Άξλερ σκέψεις αυτοκτονίας, εισβάλλει μια αναπάντεχη ερωτική επιθυμία. Μία παράδοξη σχέση με την Πεγκίην, ομοφυλόφιλη (που αποδείχτηκε αμφίφυλη) κόρη ενός φιλικού ζευγαριού, μια σχέση η οποία τον γεμίζει και πάλι ζωή και αισιοδοξία. Και οι δυο απολαμβάνουν τον έρωτα, η Πεγκίην ίσως τον καινούριο της ρόλο, ο Σάιμον την ενεργητική και γεμάτη πρωτοβουλίες σεξουαλικότητα της συντρόφου του. Οι σεξουαλικές αποκλίσεις τους θα μπορούσε να πει κανείς ότι είναι μέρος της ταπείνωσης, εφόσον δεν είναι πάντα της προτίμησης του Σάιμον. Από ένα σημείο και μετά την απόλαυση θα ακολουθήσει η παράφορη ζήλεια και η ανασφάλεια. Και ο πρωταγωνιστής παραπαίει ταπεινωμένος ανάμεσα στην τελική ερωτική απόρριψη και στην πλήρη αποκαρδίωση.
Πίσω απ’ όλα αυτά, θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι βρίσκεται η εμβληματική «Αφροδίτη με τη γούνα» (1870) του Λεοπόλδου φον Ζάχερ Μαζόχ, έργο στο οποίο ο συγγραφέας του ταυτίζεται απόλυτα με τον Σεβερίν, τον άντρα που ερωτεύθηκε θανάσιμα τη Βάντα φον Ντουνάγεφ, και την ικέτευσε να τον υποτάξει. Ο Κραφτ Εμπινγκ στην «Psychopathia Sexualis» (1886) αναλύοντας εξαιρετικά την περίπτωση Μαζόχ επινόησε τον όρο «μαζοχισμός» αναφερόμενος σε εκείνη την προδιάθεση που οδηγεί ορισμένους ανθρώπους να αισθάνονται την ερωτική απόλαυση μέσα από τον πόνο και την ταπείνωση. Πρόκειται για ένα από τα πλέον φημισμένα μυθιστορήματα στην ιστορία της ερωτικής λογοτεχνίας που αποτελεί μια από τις πιο ασυνήθιστες ιστορίες μυθοπλασίας. Ένα έργο το οποίο καταφέρνει κάτι μοναδικό: να παρουσιάζει, με έναν τρόπο ανεπιτήδευτο, τη σχέση μεταξύ έρωτα και εξουσίας.
Και, βέβαια, ένα μυθιστόρημα-σταθμός είναι η θρυλική και σκανδαλώδης «Λολίτα» (1955) με την οποία ο Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ δείχνει πώς κάποιος γίνεται έρμαιο του έρωτα και οδηγείται στον εξευτελισμό και την ταπείνωση: Είναι η εκπληκτική ιστορία ενός πάθους ανεξέλεγκτου και χωρίς όρια, που κυριεύει έναν σαραντάχρονο διανοούμενο για ένα δεκατριάχρονο κορίτσι, το οποίο με την πρώιμη σεξουαλικότητά του και την προκλητική θηλυκότητά του θα τον οδηγούσε σε μία σειρά από βασανιστικές περιπέτειες, μέχρι την ζοφερή κατάληξη της ιστορίας. Το μεγαλύτερο μέρος του κειμένου είχε να κάνει με τις φαντασιώσεις του καθηγητή και παράλληλα με τη σταδιακή πτώση του. Δεν είναι ανάλυση, δεν είναι ντοκουμέντο, δεν είναι η αφήγηση της εμπειρίας, είναι η καταγραφή μιας σειράς δεδομένων, που αποτελούν τις πλέον πειστικές προϋποθέσεις για μία μεγαλειώδη αμηχανία μπροστά στην προσπάθεια κατανόησης των ανθρωπίνων εμμονών.
Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ
«Γέλιο στο σκοτάδι»
Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 256
Όσο για το «Γέλιο στο σκοτάδι» (1938) του Ναμπόκοφ είναι το χρονικό μιας ταπείνωσης, όπου μια όμορφη και αδίστακτη νέα κοπέλα εκμαυλίζει και χειραγωγεί τον μεγαλύτερο σε ηλικία άνδρα προκαλώντας την καταστροφή του. Έχοντας εγκαταλείψει τη σύζυγο και την κόρη του για μια νεαρή ερωμένη η οποία τον εκμεταλλεύεται χρηματικά, ο πλούσιος, αξιοσέβαστος και κάποτε ευτυχισμένος μεσήλικας κριτικός τέχνης, Αλμπίνους, γίνεται μάρτυρας της σταδιακής πτώσης του. Είναι αθεράπευτα εμμονικός μαζί της και ο αδύναμος χαρακτήρας του τον εμποδίζει να ξεφύγει. Η Μάργκοτ τον απατά ανοικτά με τον σκιτσογράφο Άξελ Ρεξ, ενώ του απομυζά συστηματικά την περιουσία του. Όταν ο Αλμπίνους τυφλώνεται σε ένα αυτοκινητιστικό ατύχημα, η εξάρτηση (και ο εξευτελισμός του) γίνεται πλήρης.
Οι γωνίες και οι ισορροπίες του ερωτικού τργώνου αποδίδονται αριστοτεχνικά, με τον επιβλητικό χαρακτήρα της Μάργκοτ να κυριαρχεί στο μυθιστόρημα που έμελλε να αποτελέσει μια δοκιμή της μετέπειτα διάσημης Λολίτας. Πρόκειται για μια θλιβερή, σαδιστική ιστορία ενός άντρα που κυριαρχείται από τον αδύνατο έρωτα, στην οποία το συγκινητικό και ανικανοποίητο πρόσωπο του πρωταγωνιστή, ανίκανο να θέσει τέρμα στην σταδιακή αυτοκαταστροφή, γίνεται έρμαιο της μικρής ερωμένης του. Ένας ακόμη προκλητικός, λεπτομερής και ενίοτε σοκαριστικός απολογισμός της παρακμής, της κατάπτωσης, του ερωτικού εξευτελισμού και της ταπείνωσης – κατά έναν τρόπο απόλυτο και χωρίς όρια…
Θωμάς Κοροβίνης
«Σμύρνη – Ανθολογία, περίκαλλη και χιλιοτραγουδισμένη»
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Σελίδες: 320
Όσοι γνώρισαν τη Σμύρνη από κοντά ευτύχησαν να θαυμάσουν τις φυσικές ομορφιές της. Ο πολυταξιδεμένος και ανοιχτόμυαλος Ηρόδοτος έγραφε πως δεν αντίκρισαν τα μάτια του ωραιότερη πόλη. Ο μέγιστος ρήτορας Κικέρων κατέθεσε ότι δεν υπάρχει σημείο της πόλης που ο ταξιδιώτης δεν θα γοητευθεί από κάτι, τοπίο, αρχαιότητες ή ανθρώπους.
Το βιβλίο είναι μια αντιπροσωπευτική ανθολόγηση κειμένων που γράφτηκαν για τη Σμύρνη από συγγραφείς όλων των εποχών. Παρακολουθεί την πορεία της πόλης μέχρι σήμερα, που η Σμύρνη είναι πλέον ένα σύγχρονο τουρκικό άστυ με ευρωπαϊκό χαρακτήρα, με ενδιάμεσους σταθμούς την περίοδο της μεγάλης της ακμής, με κυρίαρχο το ελληνικό στοιχείο, και την καταστροφή της το 1922. Μεταξύ άλλων ανθολογούνται οι: Ανδρέας Καρκαβίτσας, Κ. Π. Καβάφης, Κοσμάς Πολίτης, Ηλίας Βενέξης, Στρατής Δούκας, I. Μ. Παναγιωτόπουλος, Διδώ Σωτηρίου, Γιώργος Σεφέρης.
Κουέντιν Ταραντίνο
«Κάποτε στο Χόλιγουντ»
Μετάφραση: Βαγγέλης Γιαννίσης
Εκδόσεις: Ελληνικά Γράμματα
Σελίδες: 480
Το πολυαναμενόμενο πρώτο μυθιστόρημα του Κουέντιν Ταραντίνο βασισμένο στην ομώνυμη, βραβευμένη από την Αμερικανική Ακαδημία Κινηματογράφου, ταινία του. Βίαιο, συναρπαστικό και ταυτόχρονα ξεκαρδιστικό, ένα βιβλίο με το οποίο ο δημιουργός του αναβιώνει ένα λογοτεχνικό είδος, την κινηματογραφική λογοτεχνία της δεκαετίας του 1970. Ο ταραντίνο μέσα από την πλοκή αναδεικνύει ένα σωρό πληροφορίες από το Χόλιγουντ εκείνης της περιόδου µιλώντας για θρύλους της υποκριτικής, αστέρες του κινηµατογραφικού πορνό, διάσηµες αίθουσες και θέατρα, διαταραγμένους σκηνοθέτες. Μια συναρπαστική επιτοµή της ποπ κουλτούρας των Ηνωµένων Πολιτειών της εποχής εκείνης.
Νίκος Εμμ. Σίμος
«Ένα πιστόλι για υπογραφή»
Εκδόσεις: Κάκτος
Σελίδες: 240
Επί πολλά χρόνια η Ελλάδα αποτέλεσε εύφορο έδαφος για την τρομοκρατία – εγχώρια και εισαγόμενη. Ένα από τα πρόσωπά της «φωτογραφίζει» και αυτό το αστυνομικό μυθιστόρημα του Νίκου Εμμ. Σίμου, μέσα στο οποίο ο αναγνώστης μπορεί να αναγνωρίσει κάποια στοιχεία από συναφείς βίαιες δράσεις του παρελθόντος που συνέβησαν στη χώρα μας. Οι τρομοκράτες ζουν στη σκιά, αθέατοι και υπεράνω πάσης υποψίας. Έχει αναλάβει να τους αποκαλύψει ο αστυνόμος Νικόδημος Γρέκας, απόφοιτος της Νομικής και με επιμόρφωση στην εγκληματολογική ψυχολογία, ο οποίος έχει όλα τα προσόντα ώστε, μολονότι υπηρετεί στην Ασφάλεια, να τον χρησιμοποιήσει η Αντιτρομοκρατική για τη διαλεύκανση σειράς εγκλημάτων που σχετίζονται με την εγχώρια τρομοκρατία.
Τζέημς Τσέηζ
«Όχι ορχιδέες για τη Μις Μπλάντις»
Μετάφραση: Ανδρέας Αποστολίδης
Εκδόσεις: Άγρα
Σελίδες: 344
Η ευτυχία, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, περίμενε την πολύ πλούσια και πολύ όμορφη Μις Μπλάντις. Μια ευτυχία χωρίς κόπο, πλήρης, στη σκιά ενός δισεκατομμυριούχου πατέρα, για μια ζωή φτιαγμένη από ομορφιά. Χωρίς τα αμέτρητα μικρά χτυπήματα από την έλλειψη χρημάτων. Με πλήρη άγνοια για τη συμμορία της Μα Γκρίσσον και του ψυχοπαθούς γιού της, ένα συνονθύλευμα από αδύναμους ηλιθίους και άρρωστους σαδιστές. Απάγεται μία μέρα πριν από το γάμο της, ο αρραβωνιαστικός της πυροβολείται μπροστά στα μάτια της και η Μις Μπλάντις βυθίζεται στην κόλαση. Η σκληρότητα του κόσμου των γκάνγκστερ δεν έχει αποτυπωθεί με πιο ζωντανό τρόπο στη λογοτεχνία. Το βιβλίο θεωρείται, πια, ένα κλασικό γανγκστερικό μυθιστόρημα.