Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κι έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην της, τον τράχηλον της τον εύγραμμον, τας λευκάς ως γάλα ωμοπλάτας, τους βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας, τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχόμενος όλας της αύρας τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτον πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον, όνειρον επιπλέον εις το κύμα ήτον νηρηίς, νύμφη, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς μαγική, η ναυς των ονείρων…
Ούτε μου ήλθε τότε η ιδέα ότι, αν επάτουν πάνω εις τον βράχον, όρθιος ή κυρτός, με σκοπόν να φύγω, ήτο σχεδόν βέβαιον, ότι η νέα δεν θα μ’ έβλεπε, και θα ημπορούσα ν’ αποχωρήσω εν τάξει. Εκείνη έβλεπε προς ανατολάς, εγώ ευρισκόμην προς δυσμάς, όπισθέν της. Ούτε η σκιά μου δε θα την ετάραττεν. Αυτή, επειδή η σελήνη ήτο εις τ’ ανατολικά, θα έπιπτε προς το δυτικόν μέρος, όπισθεν του βράχου μου, κι εντεύθεν του άντρου.
Είχα μείνει χάσκων, εν εκστάσει, και δεν εσκεπτόμουν πλέον τα επίγεια.