the-lobster-photo-552faff39e28a

O Aστακός (The Lobster) *****

Ελλάδα, Ιρλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ολλανδία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Γιώργος Λάνθιμος

Πρωταγωνιστούν: Colin Farrell, Rachel Weisz, John C. Reilly

Διάρκεια: 118’

Σε ένα παράλογο κοντινό μέλλον, με το ανώνυμο πλήθος να ταυτοποιείται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και τους ανέραστους να μεταμορφώνονται σε ζώα δια οργουελικού νόμου, ο μοναχικός David επισκέπτεται το Ξενοδοχείο που θα του δώσει την τελευταία του ευκαιρία. Ή θα βρει ταίρι σε 45 μέρες ή θα μετατραπεί σε αστακό (το ζώο που αυτός προτιμά). Μόνο που οι κανόνες εύρεσης συντρόφου είναι αυστηροί και οι τρόποι προσέγγισης αλλόκοτοι. Εντωμεταξύ στο Δάσος κατοικοεδρεύουν κάποιοι αντιρρησίες Μοναχικοί, τους οποίους οι κάτοικοι του ξενοδοχείου κυνηγούν. Πως μπορεί να επιβιώσει ένας αβέβαιος άνθρωπος σε ένα σύστημα που οι συναισθηματικοί κανόνες είναι υπέρμετρα πιεστικοί, σε οποιαδήποτε πλευρά και αν αυτός ταχθεί; Η αγγλόφωνη (και σαφώς πλουσιότερη) παραγωγή, δίνει την ευκαιρία στον Λάνθιμο να αλλάξει λίγκα και από «περίεργος Έλληνας σκηνοθέτης» να μετατραπεί σε ένα παγκόσμιας κλάσης όνομα, να μεστώσει το στυλ του, ενδυναμώνοντας την ποιητική του και να κατασκευάσει ένα αλληγορικό συναισθηματικό παραμύθι για τον απρόβλεπτο κόσμο των σχέσεων.

Το ότι ο Γιώργος Λάνθιμος με τον Κυνόδοντα κατάφερε να δημιουργήσει μια μεγάλη έκρηξη στα ελληνικά κινηματογραφικά δρώμενα είναι ένα αυταπόδεικτο γεγονός. Η αποστασιοποιημένη, παράλογη οπτική και αισθητική του, όπως αυτή διαδόθηκε από τον Κυνόδοντα, δημιούργησε ένα ολόκληρο αισθητικό κύμα χαρακτήρων-ανδροειδών με μηχανική ομιλία και «λοξούς» διαλόγους, που θέλησε να ταυτιστεί με το παράξενο, το συμβολικό, το επικριτικό. Είτε από αντιρρησίες, είτε από φανατικούς, το όνομά του απασχόλησε και εξακολουθεί να απασχολεί το κεφάλαιο του νέου ελληνικού κινηματογράφου και η πρώτη του διεθνής παραγωγή δημιούργησε εξάψεις περιέργειας.

Ενδεχομένως αχρείαστα, αλλά σε αυτό το σημείο θα μιλήσω ανοιχτά. Το weird wave δεν το θεώρησα ποτέ μου ως ένα αξιόλογο κινηματογραφικό ρεύμα. Έβρισκα παράταιρη τη φόρμα της ελληνικής γλώσσας στο γενικότερο στυλ που το χαρακτηρίζει, ενώ η έλλειψη πόρων δεν το άφησε ποτέ να κάνει το επόμενο βήμα της πραγματοποίησης τολμηρότερων ιδεών. Είδα τον Κυνόδοντα την πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του και μου φάνηκε προβληματικός. Δε με αφορούν οι γνώμες περί «λογοκλοπής» και «αντιγραφής», καθώς τις βρίσκω μικρόψυχες, το πρόβλημά μου εξακολουθεί να έγκειται στο ότι βρίσκω το στυλ και την πολεμική του (ελληνόφωνου) Λάνθιμου και της πλειοψηφίας των «επιγόνων» του εκτός των απαιτήσεων που έχω για να θεωρήσω μια ελληνική ταινία ως αντιπροσωπευτική. Να έχει, δηλαδή, μια ταυτότητα που όντως εκφράζει την Ελλάδα κοινωνικά και ψυχολογικά, κάτι που κατά τη γνώμη μου ο Κούτρας επιτυγχάνει. Ήμουν της γνώμης πως ο Λάνθιμος, γράφοντας τα σενάριά του, είχε διεθνείς βλέψεις, φανταζόταν ότι σε μια αγγλόφωνη παραγωγή αυτά θα φαίνονταν «φυσικότερα». Και σε αυτό το σημείο να τονίσω πως δεν αναθεωρώ την άποψή μου σε σχέση με την προηγούμενη φιλμογραφία του, αλλά ότι με τον Αστακό (The Lobster), του βγάζω το καπέλο.

Η μεγαλύτερη παραγωγή του δίνει επιτέλους την ευκαιρία να εξελίξει τον κόσμο του σε πιο ποικιλόμορφα σκηνικά, τα οποία μπορεί να απεικονίσει με τον τρόπο που αυτός τα οραματίζεται (καλοί οι τέσσερις τοίχοι μιας αθηναϊκής οικίας, αλλά περιοριστικοί ως προς τις χρήσεις τους). Να γράψει ένα σενάριο το οποίο θα ερμηνεύσουν επαγγελματίες ηθοποιοί, που μπορούν να φαίνονται ανθρώπινοι, ακόμα και μέσα από τις περίεργες ομιλίες τους και οι διάλογοί του να σταματήσουν να ακούγονται τόσο–ηθελημένα-παράλογοι. Ίσως κάποιοι συνάδελφοι συμφωνήσουν μαζί μου πως στην αγγλική γλώσσα ο λόγος και οι ερμηνείες φαίνονται πολύ πιο στρωτά, πιο ταιριαστά στο γενικότερο πλαίσιο που ο σκηνοθέτης ανέκαθεν τα τοποθετούσε. Αλλά δε μένει στάσιμος στα σκηνοθετικά του motif (ναι, και τα νεκρά ζώα). Αντίθετα τολμά να εμπλουτίσει την παλέτα του με τεχνικές που θυμίζουν ακόμα και τις εικόνες του πρόσφατου Lars Von Trier, με την αργή κίνηση, τους σαφώς πιο γλυκόπικρους φωτισμούς, τη χρήση της μουσικής και τις κινήσεις της κάμερας να δείχνουν μια διάθεση φλερτ με άλλες τεχνικές. Ένας πειραματισμός που καταλήγει σε εκπληκτικά εικαστικά αποτελέσματα.

Επίσης, πρέπει να παρατηρηθεί ότι για πρώτη φορά αφήνει στην άκρη την ψυχρότητα και πασπαλίζει την πλοκή του με συναισθήματα. Τέρμα οι απόκοσμοι χαρακτήρες, εδώ θα κλάψουν, θα γελάσουν, θα φοβηθούν, θα οργιστούν, παραμένοντας όμως παράξενοι. Αλλά ως αιτιολογία αυτής της ιδιομορφίας της παρουσίασής τους, υπάρχει όλο το εναλλακτικό σύμπαν στο οποίο ζουν. Δεν είναι οι μόνοι που μιλούν και φέρονται έτσι, αντίθετα όλος αυτός ο ελεγχόμενος από αλλόκοτες αρχές, στρεβλός κόσμος παρουσιάζει τις ρομποτικές ιδιότητες των πρωταγωνιστών. Δε μιλάμε, δηλαδή, για την εξαίρεση, αλλά για τον κανόνα. Και αυτός ο κόσμος τελικά, που τα παιδιά γεννιούνται σε λίγες μέρες και είναι ήδη άνω των 5 χρονών, οι σχέσεις γίνονται καταναγκαστικά, ελλείψει συναισθημάτων και ο αυνανισμός τιμωρείται με επίπονο τρόπο, καταλήγει να θυμίζει ένα παραμύθι που θα μπορούσε να ανήκει στη φαντασία των Αδερφών Γκριμ και του Όργουελ ταυτόχρονα, μια ιστορία για τις σχέσεις και την αγωνία της μοναξιάς με αρχή, μέση και τέλος, πληθώρα γκροτέσκων συμβόλων και τη μετέπειτα διερώτηση σχετικά με τα πεπραγμένα, την αναζήτηση του επιμυθίου και των περαιτέρω νοημάτων.

Ωστόσο, όσο κλισέ και αν ακούγεται, η πλοκή της ταινίας στο τελευταίο μέρος της χάνει το μέτρο. Ενώ το χιούμορ είναι σαφώς παρόν, όπως κι ο γενικότερος προβληματισμός, η δεύτερη πράξη δεν παρουσιάζει την ίδια οξύτητα με την πρώτη, το ίδιο ενδιαφέρον. Σίγουρα, επεκτείνει το κεντρικό θέμα και σε θέμα ιστορίας δένει απόλυτα με ό, τι έχει προηγηθεί. Αλλά ο ρυθμός της και η διαφορετική κατανομή του βάρους υπολείπονται των όσων διαδραματίστηκαν προηγουμένως, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα αίσθημα κόπωσης. Ταυτόχρονα, το πολιτικό της υπονοούμενο, αυτό το οποίο καταλογίζει στην επανάσταση στο υπάρχον σύστημα αξιών, χρίζει κάποιου σκεπτικισμού. Ας είναι, οι εικόνες που μένουν στο τέλος διατηρούνται ενθουσιώδεις.

Όσο για το αν πρέπει να τον κριτικάρω για την έλλειψη ελληνικής ταυτότητας, λυπάμαι αλλά πλέον δεν μπορώ να το κάνω. Γιατί αυτή τη στιγμή έχει ξεφύγει από τα εθνικά όρια και έχει περάσει σε διεθνή πλαίσια προκειμένου να αναζητώ την εθνική ταυτότητα. Και μάλιστα επέδειξε και τέτοια διάθεση πειραματισμού που με έκανε να προσμένω το επόμενο βήμα του με μεγαλύτερη χαρά απ’ ότι πριν. Μόνο να σταματήσει κάποια στιγμή την απεικόνιση νεκρών ζώων (ακόμα και αν εδώ θεωρώ πως δε φαίνεται τόσο χτυπητό όσο πριν), ε;


love

Love *1/2****

Γαλλία, Βέλγιο, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Gaspar Noe

Πρωταγωνιστούν: Karl Glusman, Aomi Muyock, Klara Kristin

Διάρκεια: 135’

Ο Murphy ζει στο Παρίσι με τη Γαλλίδα κοπέλα του και το παιδί τους. Μια μέρα λαμβάνει ένα μήνυμα στον τηλεφωνητή του από τη μητέρα της πρώην κοπέλας του, Electra, της οποίας η τύχη αγνοείται. Προσπαθώντας να ανακαλύψει τα χνάρια της, θυμάται έναν προς έναν τους ανθρώπους που συνδέονταν μαζί τους και γυρίζει πίσω στις καταστάσεις οι οποίες οδήγησαν στο χωρισμό τους. η συναισθηματική κατρακύλα του, αργά και σταθερά τον φτάνει στο απόλυτο μηδέν όταν θυμάται όσα έζησε μαζί της. Θεωρώντας πως με την υπέρμετρη χρήση του σεξ σοκάρει, ο Gaspar Noe σκηνοθετεί μια ταινία βαθιά πουριτανική, εγωιστική και εγωκεντρική, με σκελίδες εκπληκτικού μοντάζ που χάνονται μέσα στο βαρετό και εκνευριστικά προβλέψιμο σύνολο, όπου η ανούσια πρόκληση λασπώνει την έννοια της προβληματισμένης Τέχνης.

Κανονικά η σύνοψη της συγκεκριμένης ταινίας θα μπορούσε να ολοκληρωθεί στην παραπάνω παράγραφο, αλλά κάποια πράγματα πρέπει να ειπωθούν. Βρισκόμαστε στο έτος 2015, όπου το πορνό είναι άμεσα προσβάσιμο, το σεξ μια από τις υπέρτατες μορφές κοινωνικής επιβεβαίωσης, η αναζήτηση του συντρόφου περίπλοκη (ή για κάποιους πανεύκολη). Αλλά διαφόρων ειδών προβλήματα εξακολουθούν να καταπονούν τον κόσμο, κοινωνικής και πολιτικής φύσεως, ομολογουμένως πιο σοκαριστικά και απείρως πιο σημαντικά από την εικόνα ενός διεγερμένου φαλλού να σφυροκοπά ένα αιδοίο και να εκσπερματώνει μέσα σε ένα στόμα. Με άλλα λόγια, σε μια κοινωνία που έχει τόσα προβλήματα να λύσει ώστε το προβαλλόμενο στο πλήθος σεξ θα έπρεπε να της φαίνεται ως κάτι το απόλυτα ανούσιο. Όσο μας τρομάζει η εικόνα της Sadako που βγαίνει από το πηγάδι στο Ring, δεν πιάνει μια μπροστά στην πιθανότητα της έλλειψης τροφής, υγειονομικής περίθαλψης και στέγης λόγω φτώχειας. Ο Gaspar Noe, ζώντας πιθανώς σε ένα παράλληλο σύμπαν, όπου ταινίες όπως το Βαθύ Λαρύγγι εξακολουθούν να σοκάρουν την κοινή γνώμη και να θεωρούνται πρωτοποριακές, κυκλοφορεί μια ταινία όπως την Αγάπη(Love) με απώτερο σκοπό να προκαλέσει.

Αν πει κανείς πως κάθε άλλο παρά να στρέψει τα βλέμματα πάνω του προσπαθεί με αυτή την ταινία, ή δεν την έχει δει ακόμα ή αγνοεί τη σημειολογία της. Μια σημειολογία η οποία δείχνει ξεκάθαρα τις προθέσεις του δημιουργού, μέσα από αλλεπάλληλες σκηνές πραγματικού σεξ, κοντινά πλάνα σε πέη που εκσπερματώνουν, όργια, συνευρέσεις με ανήλικα κορίτσια και τραβεστί. Βασικότερη απόδειξη των παραπάνω, το δωμάτιο του πρωταγωνιστή, όπου το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας λαμβάνει χώρα. Πέραν των περιπτύξεων, είτε σεξουαλικών είτε συναισθηματικών, πρέπει κανείς να παρατηρήσει τις αφίσες ταινιών που κοσμούν τους τοίχους του δωματίου. Ταινίες που είτε δίχασαν το κοινό με το περιεχόμενό τους, είτε τονίζουν το σόκιν περιεχόμενο τους. το Salo, η Γέννηση Ενός Έθνους (Birth Of A Nation), to Frankenstein. Τοποθετώντας τες μέσα στο προσωπικό του σύμπαν, ο Noe όχι απλά σαν άλλος Godard αποτίνει φόρο τιμής, αλλά δείχνει την πρόθεσή του να τοποθετηθεί ανάμεσά τους. σε επίπεδο σοκ, βέβαια, γιατί από πλευράς ποιότητας δεν πρόκειται. Ούτε αυτός, ούτε ο αντιπαθητικό πρωταγωνιστής του, με τον οποίον ταυτίζεται.

Δεν ταυτίζεται όμως μόνο μαζί του. Ταυτίζεται και με τον κοντό σάτυρο πρώην εραστή της Electra, που φέρει το επίθετό του, αλλά και με το καταραμένο να υπομείνει τα λάθη του πατέρα του παιδί του πρωταγωνιστή που διόλου τυχαία ονομάζεται Gaspar. Η εμμονή του με το σεξ όπως και το παραφουσκωμένο Εγώ του, που θέλει να τον παρουσιάζει ως θύμα των καταστάσεων, και ποτέ αληθινό φταίχτη των πράξεών του, πάντα, όμως, ως επιβήτορα, δίνουν στο φιλμ τον αντιπαθητικό του χαρακτήρα, ο οποίος προσπαθεί να καλυφθεί κάτω από τόνους συνουσίας και κακογραμμένων αερολογιών περί του τι είναι αγάπη και γιατί δεν την νιώθει, κάτι που τον κάνει να κλαίει στο μπάνιο. Σίγουρα, δε χωρά αγάπη στον βασανισμένο δυτικό κόσμο που η κτητικότητα και η επιβεβαίωση, οι ελευθεριακές αξίες δίνουν και παίρνουν, αλλά το πανταχού παρόν σεξ, οι βιντεοκασέτες, οι διάλογοι που δεν καταλήγουν πουθενά και η δειλία μπροστά στην παραδοχή του λάθους δεν είναι η απάντηση στο γιατί δεν αντιλαμβανόμαστε την αγάπη. Ούτε και η άσκοπη φλυαρία απλά και μόνο για να δείξουμε περισσότερο σεξ, να ανακυκλώνουμε τα ίδια πράγματα με κάποιες καλές στιγμές και εξαιρετικό μοντάζ και να μην προσπαθήσουμε να ολοκληρώσουμε ένα μικροαστικό μελόδραμα που πατά στο πουθενά. Η παιγμένη σε κλασική κιθάρα Gnosienne του Satie μας μάρανε.

Έχουν υπάρξει ταινίες που όντως χρησιμοποίησαν το σεξ ως τροχοπέδη για να μιλήσουν για άλλα, ευρύτερα ζητήματα: η Αυτοκρατορία των Αισθήσεων (ναι, τότε ήταν προκλητικό), οι Ονειροπόλοι (The Dreamers), το Shortbus, το Nymphomaniac. Αυτή ισχυρίζεται ότι μιλά για κάτι σημαντικό, αλλά το τι κάνει είναι άλλο ζήτημα. Πρέπει να είναι κάποιος εξαιρετικά πουριτανός για να νιώσει πρόκληση από αυτή την ταινία, αλήθεια.


Ακούσια (De ofrivilliga) ***1/2**

Σουηδία, Γαλλία, 2008, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Ruben Östlund

Πρωταγωνιστούν: Villmar Björkman, Linnea Cart-Lamy, Leif Edlund Johansson

Διάρκεια: 98’

Πέντε διαφορετικές περιπτώσεις ανθρώπων με μόνο κοινό γνώμονα τους μύχιους φόβους τους και μια προσπάθεια ανάδειξης της σύμπτωσης και της επιλογής, των επιπτώσεων που αυτοί οι δύο παράγοντες έχουν στην ανθρώπινη ζωή. Αριστοτεχνικά γυρισμένο, χωρίς να αγγίζει τα επίπεδα της Ανωτέρας Βίας, το μεγάλου μήκους πρωτόλειο του Σουηδού είναι μια ευφάνταστη συρραφή βινιετών, με τα χαρακτηριστικά σκηνοθετικά τεχνάσματα (κυρίως τη στατική χρήση της κάμερας) να είναι ήδη παρόντα. Για κάποιους απλά ενδιαφέρον, για άλλους πολύ παραπάνω, έχει αυτό το ιδιαίτερο «κάτι» που προλογίζει τη μετέπειτα ποιοτική ανέλιξή του. Η βαθμολογία συμβολική. 


Ο Σεφ που Έπαιζε με τη Φωτιά (Burnt) *****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: John Wells

Πρωταγωνιστούν: Bradley Cooper, Uma Thurman, Omar Sy

Διάρκεια: 100’

Ο εγωισμός και οι αυτοκαταστροφικές τάσεις του σεφ Adam Jones τον οδήγησαν από την ελίτ στον πάτο. Τώρα ήρθε η ώρα να επανέλθει στην ενεργό δράση και να κυνηγήσει τον μεγαλύτερό του στόχο: ένα τρίτο αστέρι Michelin. Για να τα καταφέρει, πρέπει να «επιστρατεύσει» τους καλύτερους συνεργάτες και να ξαναβρεί τις ισορροπίες ανάμεσα στο πάθος και τη δημιουργικότητα. Ο Bradley Cooper εξακολουθεί να σπέρνει ταλέντο για να θερίσει τον πιο γνήσια αντιπαθητικό χαρακτήρα που είδε η οθόνη μέσα στη χρονιά, ενώ το σενάριο, αν και όχι ιδιοφυές, καταφέρνει να μεταφέρει την εξτραβαγκάντζα του ροκ εν ρολ στην κουζίνα. Οσκαρικών προδιαγραφών ερμηνεία, συμπαθητική ταινία. Όχι Καμμένη, ούτε αρκετά Πικάντικη, λίγο γαργαλιστική στη γλώσσα προκειμένου να μπορέσουν να την απολαύσουν όλοι όσοι δεν αντέχουν τα μπαχαρικά. Και οι υπόλοιποι μαζί τους, έστω και αν δε γράψει ιστορία. 


Πορφυρός Λόφος (Crimson Peak) *****

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Guillermo Del Torro

Πρωταγωνιστούν: Mia Wasikowska, Tom Hiddleston, Jessica Chastain

Διάρκεια: 119’

Βρισκόμαστε στον 19ο αιώνα. Η Edith, μια συγγραφέας με άσχημες παρελθοντικές εμπειρίες, ερωτεύεται τον αινιγματικό Thomas και θα μετακομίσει στον πύργο του. Εκεί θα γνωρίσει τη ζηλιάρα αδερφή του ερωμένου της και, όσο ο καιρός περνά, θα ανακαλύψει ότι η οικογένεια Sharp έχει πολλά μυστικά, τα οποία θα αρχίσουν να ξετυλίγονται. Ο Guillermo Del Torro μπορεί να μην προσφέρει τίποτα καινούριο στον βικτωριανό τρόμο και να συρράπτει κλισέ κατά βούληση, δεν το κάνει, ωστόσο, άτσαλα. Καταλήγει να δημιουργεί ατμόσφαιρα και ένα ψυχαγωγικό αν μη τι άλλο θρίλερ, με ωραία σκηνοθεσία και σκηνογραφία, το οποίο θα ικανοποιήσει όσους εξακολουθούν να αρέσκονται σε σκοτεινά κάστρα και Ποε-ικών αρχών μακάβριες πλοκές. Σε αυτό το σημείο, βέβαια, αναρωτιέμαι τι απέγινε εκείνη η Live action σειρά-μεταφορά του anime Monster που είχε ανακοινώσει προ διετίας. 


Επιστροφή Στην Ιθάκη (Retour à Ithaque) *****

Γαλλία, Βέλγιο, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Laurent Cantet

Πρωταγωνιστούν: Jorge Perugorría, Pedro Julio Díaz Ferran, Fernando Hechevarria

Διάρκεια: 95’

Πέντε φίλοι από την Κούβα, με αφορμή την άφιξη του ενός, ο οποίος έλειπε εξόριστος 16 χρόνια στη Μαδρίτη, πραγματοποιούν την απαιτούμενη συνεστίαση σε μια ταράτσα της Αβάνας. Το βράδυ κυλά, οι αναμνήσεις και τα συναισθήματα επίσης, με όλους να θυμούνται τα εφηβικά τους χρόνια και τις ιστορίες που ποτέ δεν έκλεισαν. Αν εξαιρέσουμε τον ερωτισμό της ίδιας της πόλης, όλη η υπόλοιπη ταινία πάσχει από συναισθηματισμό και από ένα σενάριο που δεν καταφέρνει να ανάγει κανέναν από τους χαρακτήρες που «σκιαγραφεί» σε πρωταγωνιστές με σάρκα, οστά και συναίσθημα, ο σκηνοθέτης υπερβάλλει στη χρήση του μελοδράματος και καταλήγει ολίγον τι διδακτικός σε σχέση με την ιστορία μιας χώρας που ναι μεν τον ενθουσίασε αλλά δεν την έζησε στο πετσί του.


Παν (Pan) *****

ΗΠΑ, Ηνωμένο Βασίλειο, Αυστραλία, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Joe Wright

Πρωταγωνιστούν: Levi Miller, Rooney Mara, Hugh Jackman

Διάρκεια: 111’

Πριν την αναγωγή του στον μεγαλύτερο ήρωα που γνώρισε η Χώρα του Ποτέ, ο Peter Pan ήταν ένα ορφανό αγόρι που απλώς έτυχε να ταξιδέψει σε αυτόν τον μακρινό τόπο. Μαζί με την καλύτερή του φίλη, Tiger Lilly και τον James Hook, θα προσπαθήσουν να απαλλάξουν τη Χώρα από τον βάναυσο Μαυρογένη που την απειλεί. Δε λέω, η σκηνή που ένα ολόκληρο πειρατικό πλήρωμα τραγουδά το Smells Like Teen Spirit αποδεικνύεται ενδιαφέρουσα. Αλλά τι να την κάνω όταν η υπόλοιπη ταινία είναι γεμάτη από προκάτ σκηνές ψηφιακών εφέ, αδιάφορο εναλλακτικό σενάριο και μέτριες ερμηνείες; Όχι το παραμύθι με το οποίο μεγαλώσαμε, ούτε από άποψη πλοκής, ούτε με την ανάλογη μαγεία -καίρια λέξη στο σύμπαν του αγαπημένου ήρωα- παρούσα. Δεν ξαναβλέπουμε το Hook, τώρα που γυρνάει; 


Ο Κλέαρχος, Η Μαρίνα Και Ο Κοντός 1/2*****

Ελλάδα, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Στράτος Μαρκίδης

Πρωταγωνιστούν: Χρύσα Ρώπα, Κώστας Ευρυπιώτης, Γιάννης Τσιμιτσέλης

Διάρκεια: 105’

Ο γυναικάς οικογενειάρχης Κλέαρχος προσπαθεί να συναντήσει τη γειτόνισσά του, Ηρώ, στην Κωνσταντινούπολη, δίχως να κινήσει υποψίες στην οικογένειά του. Οπότε επιστρατεύει την κλασική λύση, τον γαμπρό του, Μάχο, ο οποίος αποτελεί τη μόνιμη δικαιολογία στις συμπεριφορές του. Ισχυρίζεται πως επισκέπτεται την Πόλη προκειμένου να κάνει θεραπείες στο χέρι του που τον βασανίζει. Ο γαμπρός του, όμως, μαζί με τη γυναίκα του, Μαρίνα, τον ακολουθούν για να αποκαλύψουν την αλήθεια, με διάφορα ευτράπελα να συμβαίνουν. Δεν κόβουμε τις ανοησίες, λέω ‘γω; 


Ξενοδοχείο για Τέρατα 2 (Hotel Transylvania 2)

ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο

Σκηνοθεσία: Genndy Tartakovsky

Με τις φωνές των: Βασίλη Χαραλαμπόπουλο, Κωνσταντίνο Τζούμα, Στεφανία Φιλιάδη

Διάρκεια: 89’

Η επιχείρηση του Κόμη Δράκουλα δείχνει να ανθεί με τον καιρό και οι απλοί άνθρωποι μπορούν να επισκεφτούν το ξενοδοχείο του. Αλλά η μη-βαμπιρική συμπεριφορά του εγγονού του τον απασχολεί ιδιαίτερα, ενώ η κόρη του θέλει να τον αναθρέψει στα πρότυπα της ανθρώπινης ζωής, γι’ αυτό και επισκέπτεται τον κόσμο των θνητών μαζί με τον (επίσης θνητό) σύζυγό της. Ο Δράκουλας βρίσκει την ευκαιρία, μέχρι το πάρτυ των 5ων γενεθλίων του εγγονού του να τον φέρει πιο κοντά στη φύση του βρικόλακα. Θα έχει, όμως, αποτελέσματα;