Η σκηνή της μπουλντόζας που ξεσκίζει με βιαιότητα το σκαρί μιας ψαρόβαρκας, είναι μια απ’ τις πιο στοιχειωτικές της ταινίας. Εκτός απ’ την κυριολεκτική της, όμως, έκταση, έχει και μια βαθύτερη οπτική. «Είναι ένα θέμα πολύ μεγάλης σημασίας για την οικονομία και το ζύγιασμα των κοινωνικών δυνάμεων. Κατ’ αρχάς, οφείλεται στη διάθεση των κυβερνώντων να καταλύσουν την αυτονομία του ανθρώπου. Δεν θέλουν ανθρώπους, οι οποίοι να ζουν απ’ την τέχνη τους, και πόσο μάλλον από έναν πλούτο όπως αυτός της αλιείας, ο οποίος πριν από 10 χρόνια μοιραζόταν σε δεν-ξέρω-πόσες εκατοντάδες χιλιάδες αλιείς, και τώρα συγκεντρώνεται σε δυο, σε τρεις, σε δέκα. Βλέπεις να δουλεύουν μόνο οι ανεμότρατες, που έχουν μετοχικό κεφάλαιο και παίρνουν κι έναν καπετάνιο και τον βάζουν μέσα, κι ύστερα τα ψάρια παγώνουν, εξάγονται, πάνε στη διεθνή αγορά, και για ό,τι χρειάζεται ο καταναλωτής, γίνεται μια εισαγωγή απ’ την Τουρκία, μια απ’ το Μαρόκο κι άλλη μια απ’ την Αίγυπτο, ρίχνει ο έμπορος τις τιμές, κι ο άλλος που έχει ένα σκαφάκι, παιδεύεται και δεν κάνει τίποτα».
Πλην του οικονομικού, το ζήτημα του ξεκοιλιάσματος της ντόπιας αλιείας, έχει και αισθητικές, συνέπειες: «Το να έχεις να κυκλοφορούν στις ελληνικές θάλασσες παραδοσιακά καΐκια, δημιουργεί ένα συναίσθημα συγκίνησης, έχει μια ποιότητα αισθητική», σημειώνει ο Γουζέλης. «Μια ποιότητα την οποία χάνουμε, κι είναι κι αυτό ένα έγκλημα. Δεν είναι ‘και τι έγινε’, είναι λάθος αυτό. Είναι μια τεράστια καταστροφή. Κι από τουριστικής πλευράς να το δεις, είναι ένα δράμα. Πήγαινες στα λιμάνια, κι είχε εκατό καΐκια. Χρώματα, άλμπουρα, μακαράδες… Έβλεπες πράγματα και τρελαινόσουν! Και τώρα πας, και βλέπεις τέσσερις μπανιέρες πλαστικές. Δεν είναι καταστροφή αυτό; Και παράλληλα, σκοτώνοντας όλον αυτόν τον θησαυρό γλυπτών, σκοτώνεις και την αυτονομία μιας μεγάλης μερίδας ανθρώπων, οι οποίοι μπορούσαν να μπουν σε ένα σκάφος και με τη μαγκιά τους να πάνε να ψαρέψουν, να κάνουν τον έμπορο, να φτιάξουν άλλο ένα καΐκι, να ζήσουν την οικογένειά τους».
Ο κυνικός, βέβαια, μέσα σου, μπορεί να σκέφτεται ότι η θέση της παράδοσης είναι στις καρτ ποστάλ. Όμως, ο Γουζέλης έχει διαφορετική άποψη για την έννοια της παράδοσης, από εκείνη του πουρίστα: «Η παράδοση είναι κι ένα πράγμα που έχει κουράσει κιόλας, με τον τρόπο που πλασάρεται. Απ’ τη μεταπολίτευση και μετά, το θέμα της παράδοσης το έχουν κάνει φιτίλια. Η παράδοση είναι ένα εξαιρετικά σπουδαίο πράγμα, όμως το σπουδαίο της παράδοσης, δεν είναι η αντιγραφή δρώμενων, ή γεγονότων, η συνηθειών και τεχνών, αλλά η κατανόηση του πώς φτάνουν αυτά τα πράγματα να δημιουργηθούν, από ανθρώπους που είναι τεχνίτες. Που δεν είναι επαγγελματίες μουσικοί ή επαγγελματίες αρχιτέκτονες, δεν είναι επαγγελματίες θεατρίνοι. Δηλαδή το πώς η ίδια η κοινωνία, γεννάει την ανάγκη και γεννάει και τη δράση του αποτελέσματος. Το να αντιγράψεις κάτι παραδοσιακό, είναι μια βλακεία. Το να καταλάβουμε όμως, τις συνθήκες στις οποίες βρισκόντουσαν αυτοί οι άνθρωποι, το τι εξέφραζαν αυτά τα πράγματα που έκαναν, αυτό είναι πολύ σημαντικό. Αυτή είναι η πραγματική, χρήσιμη και απαραίτητη ουσία της παράδοσης».
«Επέβαλαν τη μείωση του αλιευτικού στόλου. Κι επειδή θεώρησαν ότι εμείς, ως λαμόγια, ναι μεν θα παραδίδαμε τις άδειες αλιείας, αλλά θα κάναμε και το ψάρεμά μας, κάπου έπεσε η ιδέα να σπάσουμε τα καΐκια. Κι εμείς είπαμε ‘ναι’. Δεν είπε κανένας ‘σιγά ρε παιδιά’, να βρεθεί μια άλλη εγγύηση, ας πούμε. Πήραν δηλαδή τη λογική, ότι εσύ μπορεί να κλέψεις, άρα θα σε βάλουμε φυλακή, πριν κλέψεις»
Κι αυτό που χάνεται, βέβαια, μαζί με τα ψαροκάικα, είναι το βάθος της σχέσης του Έλληνα με τη θάλασσα, συνεχίζει ο Γουζέλης: «Είναι το θέμα της ναυτοσύνης, της ναυτικής τέχνης. Βλέπεις άλλους μεγάλους ναυτικούς λαούς, οι Εγγλέζοι, οι Δανοί, οι Γάλλοι, όλοι αυτοί, τα προσέχουν τα παραδοσιακά τους. Δεν έσπασε κανένας Εγγλέζος κανένα σκάφος. Κανένας Ιταλός, κανένας Γάλλος. Εμείς γιατί τα σπάμε; Τα έχουν εκεί, τα μεταποιούν, τα βάζουν σε μουσεία, τα δίνουν σε μικρά παιδιά που κάνουν εκδρομές… Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να διαχειριστείς αυτό το πράγμα. Κι αυτό είναι μια συνέχεια παράδοσης με την καλή έννοια. Είναι μια μορφή παιδείας και μια μορφή πολιτισμού που χάνεται μ’ αυτό το πράγμα».
Αυτή η ιστορία καταστροφής, θα μπορούσε να είναι ένα ντοκιμαντέρ από μόνο της, όπως λέει κι ο Κοντογιάννης. «Γίνεται μια μικρή αναφορά, αλλά προτιμήσαμε να μην επικεντρωθούμε τόσο στο θάνατο, απ’ τη στιγμή που έχουμε τη γέννηση ενός καϊκιού». Μια γέννηση, που δεν ήταν εύκολο πράγμα να καταγραφεί, μιας και τα γυρίσματα, κράτησαν, όπως κι η κατασκευή, τέσσερα χρόνια. «Αυτό ήταν δύσκολο κατ’ αρχήν πρακτικά και οργανωτικά», εξηγεί ο σκηνοθέτης. «Κι εγώ και το υπόλοιπο συνεργείο, δουλεύουμε όλοι στον κινηματογράφο, σε διάφορες ειδικότητες, κι αυτό σημαίνει ότι όταν κάνεις μια ταινία, λείπεις για παράδειγμα τρεις μήνες, οπότε για τρεις μήνες δεν μπορούσα να πάω να παρακολουθήσω την κατασκευή. Ήταν ανεξάρτητη παραγωγή, οπότε για βιοποριστικούς λόγους, δεν μπορούσαμε να είμαστε απίκο τέσσερα χρόνια. Χανόντουσαν έτσι στιγμές. Ύστερα, χρειαζόταν και μεγάλη συναισθηματική πειθαρχία αυτό. Δεν είναι εύκολο να πιστεύεις σε ένα project για τέσσερα χρόνια, ειδικά αν έχεις μάθει, όπως εγώ, απ’ τη μυθοπλασία, που ξεκινάς με ένα σενάριο, αυτό το σενάριο βγάζει κάποιες ανάγκες, αυτές οι ανάγκες γίνονται γύρισμα, το γύρισμα μοντάρεται και βγαίνει μια ταινία».
Κι όπως η δημιουργία της ταινίας έγινε λίγο ανάποδα, όπως λεει ο Κοντογιάννης («γυρίσαμε το υλικό, και στο τέλος είδαμε τι έχουμε, πού θέλουμε να πάμε και τι συμπληρωματικά γυρίσματα χρειαζόμαστε για την τελική μορφή»), κάπως ανορθόδοξα ξεκίνησε κι η συνάντησή της με το κοινό: «Η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, κι ύστερα έπαιξε σε διάφορες πόλεις της επαρχίας, είτε μέσω του Φεστιβάλ, που ταξιδεύει κάποιες ταινίες του, είτε μέσω ανθρώπων που μας τη ζήτησαν από κάποια άλλα φεστιβάλ, ή από νησιά». Αργότερα, η ταινία έκλεισε θέση στο πρόγραμμα του διεθνούς τηλεοπτικού δικτύου Arte για τις χώρες που καλύπτει.
Όμως κάτι έλειπε. «Δεν είχε παίξει στην Αθήνα, που είναι η πόλη μας, κι έτσι, αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι και γι’ αυτό» Κάπως έτσι, η ταινία θα κάνει έναν κύκλο προβολών στο Τριανόν από 23 Γενάρη, πριν ξαναπάρει τις θάλασσες, για να ταξιδέψει με προβολές στην άγονη ελληνική γραμμή. Την ίδια γραμμή, που αρέσκονται να ταξιδεύουν κι οι δημιουργοί της.
*Το ντοκιμαντέρ Αθηνά εκ Μηδενός του Φοίβου Κοντογιάννη, σε παραγωγή και αφήγηση Κώστα Γουζέλη, θα προβάλλεται από την Πέμπτη 23 Γενάρη στον κινηματογράφο Τριανόν (Κοδριγκτόνως 21)
Στην επόμενη σελίδα: φωτογραφίες του Νίκου Κατσαρού από τα γυρίσματα του ντοκιμαντέρ.