Το σκοτάδι είναι γοητευτικό, είναι άγνωστο, σε ρουφάει. Το σκοτάδι του Sivert όμως κρύβει τρυφερότητα, ρομαντισμό, οικειότητα, σου δείχνει το φως στο βάθος, δεν στο κρύβει. Ίσως αυτό είναι που μας κρατάει τόσα χρόνια κοντά του. Θα χρησιμοποιούσα πρώτο ενικό αλλά, ευτυχώς, δεν είμαι μόνη μου σε αυτή τη δίνη. Και αυτό φαίνεται σε κάθε του εμφάνιση εδώ. Έχουν περάσει 16 χρόνια από την πρώτη του συναυλία με τους Madrugada στη χώρα μας. Χρόνια που ισοδυναμούν με την ηλικία ενός εφήβου. Χρόνια που η ζωή μας μπορεί να πάρει χίλιους δρόμους, να κερδίσει, να χάσει και στο τέλος να κρατήσει μόνο τα απαραίτητα. Τα σταθερά. Αυτά που θα είναι τόσο παρήγορα, όσο ένα παιδικό νανούρισμα. Ο Sivert Høyem είναι αυτό ακριβώς. Η πορτούλα που ανοίγουμε τα τελευταία 16 χρόνια για να βρούμε καταφύγιο.
Εχθές το βράδυ στο γεμάτο απ’ άκρη σ’ άκρη Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, ο καθένας μας βρήκε το δικό του καταφύγιο και τελικά, κάπως μαγικά, όπως γίνεται πάντα σε σπουδαίες συναυλίες, δεν ήταν κανένας μόνος του. Όλοι ξέρουμε ότι το Ηρώδειο από μόνο του είναι καθηλωτικό. Όλοι ξέρουμε ότι ο Sivert από μόνος του είναι καθηλωτικός. Όταν έχεις δύο τέτοια στοιχεία μαζί, το αποτέλεσμα δύσκολα σε απογοητεύει.
Η συναυλία ξεκίνησε στις 9:10 και κράτησε συνολικά δύο ώρες. Το θέατρο ήταν γεμάτο με κάθε λογής κόσμο. Κυρίες με καλοδιατηρημένες κουπ κάθονταν δίπλα σε ρομαντικά γκοθάκια και τίποτα δεν έμοιαζε παράταιρο στην εικόνα αυτή. Όταν έσβησαν τα φώτα και οι πολύχρωμοι προτζέκτορες έκαναν τα δικά τους παιχνίδια στο αρχαίο σκηνικό, εμφανίστηκε στη σκηνή ο Høyem μαζί με την μπάντα του και το κουαρτέτο εγχόρδων που τους συνόδευε ειδικά για τη βραδιά. Δάκρυσα. Γι’ αυτόν που είχα μάθει να βλέπω μόνο σε χώρους που μύριζαν μπύρα και τσιγάρο και τώρα στεκόταν αμήχανος και γεμάτος δέος μπροστά σε 5.000 ανθρώπους που τον χειροκροτούσαν ενθουσιασμένοι κάτω από την Ακρόπολη, για τις αναμνήσεις, για το πετσί μου που έκαιγε. Αυτή η μικρή αμηχανία κράτησε λίγα μόνο λεπτά. Μέχρι δηλαδή να κλωτσήσει κάτω από τη σκηνή έναν επίγειο προβολέα που δεν τον άφηνε να μας χαρεί όσο ήθελε. Εγώ όμως συνέχιζα να δακρύζω γιατί ήξερα τι θα επακολουθήσει.
“Lioness”, “Majesty”, The Kids are on High Street”, “Step into this Room and Dance for me”, “Sleepwalking Man”, “The Boss Bossa Nova”, “Fool to your Heart”, “My Thieving Heart” (μαζί με τη Marie Munroe που τον συνόδευσε στη φωνή), “Prisoner of the Road”, “Give it a Whirl”, “Into the Sea”, “What’s on your Mind”, “Moonlanding”, τα λεπτά κυλούσαν και κανείς δεν κατάλαβε πόσα τραγούδια πέρασαν και πώς φτάσαμε στο πρώτο encore. “This, is the last song” είπε και πρόσθεσε γελώντας “well, not really but you know“.
Έφυγε, ξαναβγήκε, ξαναέφυγε, ξαναβγήκε, μέχρι τη στιγμή που στάθηκε μόνος του στη σκηνή για να μας πει κάποιες σκέψεις του. «Θέλω να δώσω τις δικές μου ευχαριστίες. Σας ευχαριστώ πολύ που με φροντίζετε τόσα χρόνια…» και κάπου εκεί η φωνή του, που είναι πάντα τόσο σταθερή και αψεγάδιαστη έσπασε αλλά κατάφερε να συνεχίσει: «Όταν διαλύθηκαν οι Madrugada, δεν θεώρησα δεδομένο ότι θα συνεχίσετε να με αγαπάτε αλλά το κάνατε και συνεχίζετε να το κάνετε και σας ευχαριστώ πολύ γι’ αυτό. Με έχετε φροντίσει πάρα πολύ όλα αυτά τα χρόνια και τώρα, ενώ είχα γράψει δύο σελίδες με ευχαριστήρια, δεν μπορώ να σκεφτώ τίποτα, παρά μόνο ότι σας αγαπώ που με φροντίζετε. Ήταν ένα όνειρο να παίξω σε αυτό το μαγικό μέρος και σήμερα αυτό το όνειρο έγινε πραγματικότητα“. Όταν έφτασε όντως η στιγμή του τελευταίου τραγουδιού, το επανέλαβε πολλές φορές για να τον πιστέψουμε: “This is REALLY the last song. It IS the last song. No, really. Really. Really it’s the last song». Τον πιστέψαμε μόνο όταν άναψαν τα φώτα.
«Θέλω να δώσω τις δικές μου ευχαριστίες. Σας ευχαριστώ πολύ που με φροντίζετε τόσα χρόνια…»
Παρακολουθώντας τον Sivert πολλά χρόνια τώρα, ξέρω πως όταν δίνει δύο ή τρεις συναυλίες στον ίδιο χώρο, κρατάει τον βασικό πυρήνα των κομματιών του σετ λιστ του αλλά αλλάζει κάποια από αυτά ώστε να καταφέρει να χωρέσει όσα περισσότερα μπορεί από τη δισκογραφία του και ως μέλος των Madrugada αλλά και ως σόλο καλλιτέχνης. Δεδομένου ότι οι δύο συναυλίες στο Ηρώδειο μαγνητοσκοπούνται για τη δημιουργία live DVD και CD, κάτι μου λέει ότι στην εμφάνιση της Κυριακής (υπάρχουν ακόμη λίγα εισιτήρια) θα έχουμε κι άλλες εκπλήξεις. Αυτή τη φορά θα θυμηθώ να πάρω χαρτομάντιλα.
Κάποτε, κάποιος, μου είχε πει: «Αν έπρεπε να ακούω μόνο μια φωνή για την υπόλοιπη ζωή μου, αυτή θα ήταν η δική του.» Τότε το είχα βρει λίγο υπερβολικό αυτό αλλά να που η ζωή έρχεται και γελάει στα μούτρα σου εκεί που δεν το περιμένεις. Τα παιδιά τρέχουν ακόμη στους δρόμους, ο λύκος ακόμη ξαγρυπνά, τα φιλιά συνεχίζουν να έχουν γεύση από άρωμα και οι άνθρωποι πάντα θα μας φοβίζουν περισσότερο από τον πόνο. Και ο Sivert θα είναι πάντα το δικό μου καταφύγιο.