Νοτιάς *****
Ελλάδα, 2016, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Τάσος Μπουλμέτης
Πρωταγωνιστούν: Γιάννης Νιάρρος, Θέμης Πάνου, Μαρία Καλλιμάνη
Διάρκεια: 99’
Από μικρός ο Σταύρος χαρακτηριζόταν από την αδάμαστη φαντασία του, μια φαντασία που έδειχνε να γιγαντώνεται όποτε το συναίσθημα του έρωτα τον ταρακούναγε. Μεγαλώνοντας στις δεκαετίες του ’60, του ’70 και του ’80, δεν άλλαξε και πολύ. Αντιθέτως έβρισκε παντού εναύσματα προκειμένου το μυαλό του να μένει ενεργό και να αφηγείται τις ιστορίες που κατασκεύαζε. Η μοίρα, ωστόσο, θα τα φέρει έτσι ώστε να μπορέσει να εξωτερικεύσει τις εικόνες του μυαλού του στο μεγάλο πανί και να γίνει ένας δημιουργικός καλλιτέχνης, αντί για το «νοτισμένο» παιδί το οποίο πίστευαν οι γονείς του πως είναι. Ένας αισθαντικός κινηματογράφος όπως αυτός του Μπουλμέτη, μπορεί να απέχει από το να χαρακτηριστεί ρεαλιστικός ή ιδεολογικά στέρεος, ωστόσο εδώ μιλάμε για μια υπερπαραγωγή που απευθύνεται σε μάζες χωρίς να θέτει ιδιαίτερους προβληματισμούς. Και, άνευ αμφιβολίας, αν μπορούμε να μιλήσουμε για την καλύτερη mainstream ελληνική ταινία που θα απασχολήσει μεγάλο μέρος του κοινού, δεν μπορούμε να φανταστούμε κάποια άλλη, που να κάνει τους πολλούς και άρδην διαφορετικούς θεατές να φύγουν από την αίθουσα λέγοντας πως «τα άξιζε τα λεφτά του».
Ήταν 2003 όταν η Πολίτικη Κουζίνα σάρωσε τα ελληνικά ταμεία με τρόπο που κανείς δεν μπόρεσε να μιμηθεί 12 χρόνια αργότερα. Ήταν ένα υπερθέαμα αναδρομής σε εικόνες και παραστάσεις νοσταλγικές, που συμβάδιζαν με το ρεαλιστικό γίγνεσθαι, αλλά ποτέ δεν επέτρεπαν στη σκληρή πραγματικότητα να μολύνει κάτι τόσο τρυφερό και προσωπικό όσο οι αναμνήσεις. Μελόδραμα και υπερθέαμα συνέρχονταν εις σάρκα μία προκειμένου να σερβίρουν στο κοινό ένα τεράστιο μενού από ανατολίτικα μπαχαρικά, τα οποία κάποιοι απομυθοποίησαν στη συνέχεια, αλλά υπήρξαν και άλλοι που παραδέχτηκαν πως αυτός είναι ο σωστός «λαϊκός» κινηματογράφος της χώρας μας, που ερωτοτροπεί γλυκά με τις διηγήσεις εκείνων που έζησαν στο παρελθόν και τις αισθήσεις τους. Και δε σας κρύβω ότι με βρίσκω να επιστρέφω σε αυτήν όταν θέλω μια δόση ονείρου στο σινεμά, απομακρυσμένο από το υπαρξιακό και ιδεολογικό βάρος.
Ο Τάσος Μπουλμέτης περίμενε πάνω από μια δεκαετία προκειμένου να παραδώσει το επόμενο έργο του. Απευθύνεται πλέον σε ένα τοπίο που τόσο το ίδιο, όσο και οι άνθρωποι που τότε είχαν παρακολουθήσει την ταινία του, έχουν αλλάξει ραγδαία. Έρχεται να προσθέσει το λιθαράκι του σε μια κινηματογραφική παραγωγή που γνώρισε εκ νέου το «περίεργο» και που η κωμωδία της έχει φτάσει σε σημείο προσβλητικό για εκείνον που επιθυμεί το ξέγνοιαστο γέλιο. Ο Κούτρας, άλλωστε, έχει καταφέρει να ρομαντζάρει τόσο όμορφα την Ελλάδα του σήμερα, συμβαδίζοντας με την κοινωνική πραγματικότητα που κάποιοι μπορεί να απορήσουν τι χρησιμότητα μπορεί να έχει ένας ονειροπόλος σαν τον Μπουλμέτη στην σύγχρονη εγχώρια έβδομη τέχνη. Κι όμως, είναι μεγάλο πράγμα να εξακολουθεί να υπάρχει αθωότητα στους κυνικούς καιρούς που διανύουμε. Και όταν λέμε αθωότητα δεν εννοούμε αφέλεια. Θα ήταν ίδιες οι Νύχτες της Καμπίρια (Le notti di Cabiria) του Fellini αν μετά την τόση σκληρότητα δεν είχαμε αυτό το εκπληκτικά φωτεινό φινάλε; Μείωσε καθόλου το δραματικό βάρος της ταινίας ή αντίθετα ήταν κι αυτό ενός είδους ρεαλισμός που σου λέει πως η ζωή πρέπει να συνεχιστεί; Όχι πως ο Μπουλμέτης αγγίζει τον Fellini, χάριν παρομοίωσης αποκλειστικά γίνεται η σύγκριση.
Θυμάστε τα παιδικά σας χρόνια; Τα εφηβικά σας; Οι μεγαλύτεροι, θυμάστε το πέρασμα στην ενηλικίωση όταν η ζωή σας ξεκίναγε; Είμαι σίγουρος πως ναι και, επίσης, είμαι σίγουρος ότι μέσα σε εκείνες τις παραστάσεις δε θυμάστε μόνο τις εικόνες, αλλά και τις γεύσεις, τις οσμές, τους ήχους και τις αισθήσεις του μαλακού και του σκληρού, του ζεστού και του κρύου. Μπορεί να μην ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αλλά αναμνήσεις είναι, προσωπικές, που τις ανακαλείτε όπως εσείς θέλετε και γι’ αυτό έχουν τόσο μεγάλη σημασία στον καθένα. Ο σκηνοθέτης όχι απλά ζει στον κόσμο των αναμνήσεων, αλλά καταφέρνει να πλουτίσει τις εικόνες του παρελθόντος με τη δυνατότητα της συναισθησίας. Κάθε εικόνα του είναι πλημμυρισμένη από αισθήσεις. Τσιγαρίλα, νεανική σάρκα, ένας κρύος αέρας σε εξωτερικά γυρίσματα, η αγωνία της συμπλοκής με την έννομη τάξη, τα γύψινα ταβάνια, το αλκοόλ στο στόμα, μπορείς να τα νιώσεις όλα τους και να αφεθείς σε μια προσωπική αλλά ταυτόχρονα ειλικρινά τρυφερή αφήγηση που δεν αφήνει χώρο για το επικριτικό σχόλιο. Ζούμε στο παρελθόν, το εξιδανικευμένο αλλά όχι τέλειο. Ξέρουμε, δηλαδή, ότι υπήρχαν και δυσκολίες, αλλά αυτό δεν ελαχιστοποιεί την ομορφιά. Και με αυτόν τον τρόπο ο Μπουλμέτης αυτοβιογραφεί το παρελθόν του. Με πάθος αλλά όχι με υπέρμετρη λαγνεία∙ η μελαγχολία προέχει όλων.
Στα τεχνικά τώρα, δεν υπάρχει κάποιο ψεγάδι. Οι ερμηνείες ανταποκρίνονται πλήρως στο ζητούμενο, οι χαρακτήρες με τον τρόπο τους παραμένουν παραμυθένια συμπαθείς –προσωπικά πάντα απολαμβάνω την ακρίβεια με την οποία αποδίδει τις συμπεριφορές των μεγαλύτερων, σαν από ανάμνησης παιδιού- η παραγωγή αν και πλουσιοπάροχη δεν δείχνει φλύαρη ή λανθασμένα αξιοποιημένη. Η Ρεμπούτσικα για μια ακόμα φορά ντύνει με απλό μεν αλλά νοσταλγικό τόνο δε τα καρέ, κάνοντάς μας να παραδεχόμαστε πως, είτε το θέλουμε είτε όχι, είναι η ιδανική για να πλαισιώσει ηχητικά μια ταινία σαν κι αυτή. Παρακολουθώντας λίγο καλύτερα το τεχνικό μέρος της σκηνοθεσίας, επίσης, εντύπωση κάνουν ορισμένες γωνίες λήψης, οι οποίες αφορούν στη χρήση της υποκειμενικής κάμερας, που φέρει πάνω της τα συναισθήματα του πρωταγωνιστή Σταύρου. Κανονικά κάτι τέτοιο δεν το βλέπουμε σε μια εγχώρια παραγωγή τέτοιου μεγέθους, ή μάλλον με τόσο καλή αξιοποίηση, αλλά ο Μπουλμέτης με αυτό τον τρόπο δείχνει και την τεχνογνωσία του, όχι απλά την ικανότητά του στην ανάπλαση των αναμνήσεων.
Όταν μιλάμε για αξιόλογο mainstream ελληνικό κινηματογράφο, εννοούμε ταινίες σαν κι αυτή. Ταινίες που αξιοποιούν τον κινηματογράφο όχι για να προβληματίσουν, αλλά για να ταξιδέψουν και να γεμίσουν με συναισθήματα αυτόν που πλήρωσε για να συμμετάσχει σε αυτήν την πνευματική και ψυχική εκδρομή. Και γι’ αυτό παραμένει μια σημαντική και αξιόλογη ταινία που κλέβει τις εντυπώσεις, γιατί ο εμπορικός κινηματογράφος έτσι πρέπει να γίνεται.
Δεσμοί Αίματος (Hrútar) ***1/2**
Ισλανδία, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Grímur Hákonarson
Πρωταγωνιστούν: Sigurður Sigurjónsson, Theodór Júlíusson, Charlotte Bøving
Διάρκεια: 93’
Παρά το γεγονός ότι μένουν δίπλα, ότι μοιράζονται το ίδιο επάγγελμα (την εκτροφή προβάτων) και, τελικά, ότι είναι αδέρφια, ο Gummi και ο Kiddi έχουν να μιλήσουν σαράντα ολόκληρα χρόνια. Η σιωπή τους θα λάβει τέλος όταν κάποια από τα πρόβατα του Gummi διαγνωσθούν με μια μεταδοτική ασθένεια που θα οδηγήσει τις Αρχές στο να θελήσουν να θανατώσουν όλα τα πρόβατα της κοιλάδας στην οποία ζουν. Καθώς αυτή είναι η πηγή του εισοδήματός τους, τα αδέρφια θα αναγκαστούν να συμμαχήσουν αν θέλουν να κρατήσουν τις Αρχές μακριά. Το ιδιαίτερο κωμικό στυλ του Grímur Hákonarson δεν απευθύνεται το ίδιο σε όλους και είναι πολύ πιθανόν κάποιοι να βρουν ανούσια αυτήν την αλληγορική κωμωδία. Αλλά το παράλογο, η ενδιαφέρουσα φωτογραφία και, εν πάσει περιπτώσει, οι μαύρες του διαθέσεις θα ικανοποιήσουν αυτούς που αναζητούν το διαφορετικό (ίσως το μπρεχτικό) στην τέχνη του κινηματογράφου. Όταν λέμε κωμωδία, όμως, δεν εννοούμε κάτι που προκαλεί γέλιο μέχρι δακρύων, αλλά μια σκωπτική διάθεση ως προς τις τραγωδίες και τα βάσανα της ζωής. Αν αυτή η επεξήγηση σας καλύπτει κατιτίς παραπάνω, κανένας λόγος δεν υπάρχει να το χάσετε, ακόμα κι αν δεν είναι ένα απόλυτο αριστούργημα λειτουργεί αρμοστά στα πλαίσια που θέλει.
Το Μυστικό Στα Μάτια Τους (Secret in Their Eyes) *****
ΗΠΑ, 2015, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Billy Ray
Πρωταγωνιστούν: Chiwetel Ejiofor, Nicole Kidman, Julia Roberts
Διάρκεια: 111’
Ο Ray και η Jess είναι δύο συνάδελφοι ντετέκτιβ που δουλεύουν υπό την επίβλεψη της προϊσταμένης τους, Claire. Όταν καλούνται να διερευνήσουν μια μακάβρια υπόθεση δολοφονίας, ανακαλύπτουν πως το θύμα είναι η νεαρή κόρη της Jess, κάτι που θα αλλάξει τις ζωές τους για πάντα. Μετά από 13 χρόνια διαρκούς αναζήτησης του ενόχου, ο Ray οδηγείται σε στοιχεία που ενδεχομένως θα οδηγήσουν στη σύλληψη του υπεύθυνου γι’ αυτή την πράξη. Παίρνουμε μια αριστουργηματική ταινία όπως την πρωτότυπη αργεντίνικη, την απογυμνώνουμε από οτιδήποτε την έκανε ξεχωριστή, την μπολιάζουμε με όλα τα στοιχεία του αμερικάνικου θρίλερ και ένα λαμπερό καστ και έχουμε το τέλειο παράδειγμα remake για Αμερικάνους που βαριούνται να διαβάζουν υπότιτλους σε ξενόγλωσσες ταινίες. Αν δεν ήταν remake, μπορεί να θεωρούνταν καλύτερο, αλλά ως διασκευή, όχι μόνο δε σέβεται την πηγή, αλλά υποβαθμίζει και την ουσία της. Τουλάχιστον δεν είναι εκείνο το έκτρωμα του σιχάματος που λέγεται remake του Oldboy, αλλά αυτό δεν αποτελεί και κατόρθωμα. Ξαναδείτε το αυθεντικό, αυτό δε θα σβήσει ποτέ.