Eels – The Deconstruction
(Κυκλοφορεί στις 6/4)
https://www.youtube.com/watch?v=59Au8TUVakg
Θες γιατί το ντεμπούτο (Beautiful Freak) των Eels κυκλοφόρησε το 1996, δύο χρόνια μετά το Mellow Gold του κυρ Hansen, θες γιατί και οι δύο δίσκοι άνοιγαν με το μοναδικό πραγματικό χιτ που περιείχαν (“Loser” και “Novocaine for the Soul”), θες γιατί υπήρχε μια κάποια αόριστη υφολογική συγγένεια, ο Mark Oliver Everett χαιρετίστηκε αμέσως ως ο «νέος Beck» (ναι, συνέβαιναν αυτά και πριν σόσιαλ μύδια). Ευτυχώς ή δυστυχώς (δηλαδή μάλλον ευτυχώς για εμάς και δυστυχώς για εκείνον) γρήγορα αποδείχτηκε τέρμα καταθλιπτικός για να τα φέρει σοβαρή βόλτα σε επίπεδο εμπορικότητας και μόνο, γιατί όσο να πεις από δημιουργικότητα καλά το πάει, έχει ηχογραφήσει περίπου 3948 τραγούδια μέχρι σήμερα. Και πώς να μην την πάθει όμως την κατάθλα ο άνθρωπος όταν από το 1996 μέχρι το 2001 έχασε πατέρα (από ανακοπή), αδερφή (από αυτοκτονία), μάνα (από καρκίνο του πνεύμονα) και ξαδέρφη (από Οσάμα Μπιν Λάντεν, μιας και ήταν αεροσυνοδός στο αεροπλάνο που έπεσε στο Πεντάγωνο την αποφράδα εκείνη 11η Σεπτεμβρίου). Το ότι όχι απλώς δε φούνταρε ενώ συνέβαιναν όλα αυτά αλλά συνέχισε να βγάζει δίσκους, άλλους καλούς, άλλους μέτριους, αλλά ποτέ κακούς, είναι ένα μικρό θαύμα.
Για να φτάσει τελικά σήμερα, πενηντάρης με ένα παιδί πια, να ξαλεγράρει παίζοντας ένα μικρό ρολάκι (σχεδόν τον εαυτό του) στο Love του Judd Apattow και να κυκλοφορεί άλλο ένα δίσκο γιατί…έτσι. Τα λέει ο ίδιος καλύτερα: «Ο κόσμος είναι χάλια μαύρα. Αυτό είναι απλά μουσική. Μουσική από κάποιον που τείνει να πιστεύει ότι η αλλαγή ξεκινάει στην πίσω αυλή σου. Είμαι απλά αρκετά αισιόδοξος ώστε να πιστεύω ότι κάτι τέτοιο μπορεί ακόμη να βοηθήσει τους ανθρώπους. Έχω περάσει αρκετά, αλλά δεν είμαι ειδικός. Προσπαθώ να βρω το δρόμο μου όπως όλοι. Απλά μιλάω με τον εαυτό μου, ψάχνω να βρω τι υπάρχει πραγματικά κάτω από όλες αυτές τις άμυνες. Αλλά ίσως να μπορούσε να βοηθήσει και εσένα. Ή γάμα όλες αυτές τις μαλακίες και δες αν σου αρέσει αυτός ο νέος δίσκος».
Kylie Minogue – Golden
(Κυκλοφορεί στις 6/4)
https://www.youtube.com/watch?v=-BDImdAfodA
Αυτή τη στιγμή σκέφτομαι ότι τα δύο αγαπημένα μου μουσικά έργα είναι το “I am sitting in a room” του Alvin Lucier kai to “Can’t Get You Out of My Head” της Kylie Minogue.
Το πρώτο έργο γράφτηκε το 1969 από τον Alvin Lucier και είναι ένα πειραματικό έργο που χρησιμοποιεί την ανθρώπινη φωνή και συγκεκριμένους ηλεκτρονικούς χειρισμούς, επίσης την ακουστική επίδραση του δωματίου μέσα στο οποίο ηχογραφήθηκε, για να δημιουργήσει ένα μεγάλο, άμορφο και παρ’ όλα αυτά έντονα ελεγχόμενο μουσικό έργο.(…) Είναι μουσική -δεν θα σκεφτόσουν να το αποκαλέσεις κάτι άλλο πέρα από μουσική- αλλά δεν είναι μουσική με τον τρόπο με τον οποίο συνήθως αντιλαμβανόμαστε τη λέξη.(…) Αντιπροσωπεύει την πλευρά μου που λατρεύει τη μουσική για τον τρόπο με τον οποίο εκπλήσσει διαρκώς, αλλάζει αυτό που είναι, κινείται με τους καιρούς, κινείται μέσα από τον χρόνο, δημιουργεί ένα χώρο μέσα στον εαυτό της, αντιδρά στο παρελθόν και βρίσκει νέους τρόπους για να πει ίσως το ίδιο πράγμα.(…) Χωρίς τον ακροατή, δεν υφίσταται η μουσική. Ο ακροατής ολοκληρώνει το μουσικό κύκλωμα και παρόλο που δεν είμαι μουσικός, νιώθω ότι είμαι κάτι σαν μουσικός όταν ακούω κάτι σαν το “I am sitting in a room” και πιστεύω ότι ακούγοντάς το συγκεκριμένο έργο, αντιδρώντας σε αυτό με τις σκέψεις σχετικά με το τι είναι και τι προκαλεί -τι σημαίνει- στην πραγματικότητα το βοηθάω ώστ να ολοκληρωθεί. Ως ακροατής είμαι το τελικό στοιχείο στη δημιουργία της μουσικής.(…)
Το “Can’t Get You Out of My Head” είναι κάτι κάτι άλλο, και παρ’ όλα αυτά δεν είναι και τόσο διαφορετικό. Όπως και το “I am sitting in a room”, το “Can’t Get You Out of My Head” έχει ένα τίτλο που αμέσως περιγράφει αυτό που συμβαίνει. Και αυτό που συμβαίνει είναι αυτό που συμβαίνει. Κατά κάποιο τρόπο, είναι πολύ αποστασιοποιημένο από την αρχαία ιδέα της μουσικής ως σύνθεση, ως συμφωνία συναισθημάτων μέσω της τήρησης συγκεκριμένων κανόνων και κανονισμών, όπως και το “I am sitting in a room”. Είναι παρά την ανάγκη του να ανακουφίσει και να γοητεύσει, τόσο αφηρημένο και εννοιολογικό όσο και το “I am sitting in a room”. Οδηγούμαστε να πιστέψουμε, από την εμπορική διάσταση που το περικλείει, ότι είναι ένα ποπ τραγούδι με περιορισμένη διάρκεια ζωής, όχι καλύτερο ούτε χειρότερο από χιλιάδες άλλα εξίσου λεία, λαμπερά κατασκευάσματα. Όμως κάτι συνέβη κατά τη διάρκεια της παραγωγής του τραγουδιού, κατά τη διάρκεια της διαδικασίας που έχτισε το τραγούδι από μία απλή ιδέα σε κάτι απτό, που το μετέτρεψε σε κάτι σημαντικότερο, ένα μουσικό έργο που είναι πολλά περισσότερα από το σύνολο των τμημάτων του – στην πραγματικότητα, η αφηρημένη του γοητεία ξεπέρασε τις στιγμιαίες ελπίδες για την εμπορική του δυναμική γιατί κάπως έγινε όχι μία καλά υπολογισμένη αναπαράσταση ενός σπουδαίου ποπ τραγουδιού, αλλά πράγματι ένα σπουδαίο ποπ τραγούδι, τελεία και παύλα.
Τα παραπάνω είναι αποσπάσματα από τις δύο πρώτες σελίδες του αξεπέραστου βιβλίου Words and Music του «Brian Eno της γραφής», όπως σημειώνεται στο οπισθόφυλλο, Paul Morley.
Οι περισσότεροι «εναλλακτικοί» δίνουν free pass στον εαυτό τους να του αρέσει η Kylie Minogue μόνο και μόνο επειδή κάποτε κοιμόταν ή/και τραγούδησε με τον Nick Cave. Για μένα, εκτός του ότι βρίσκω κάθε επόμενο τραγούδι της καλύτερο από το προηγούμενο (δεν κάνω πλάκα), ο κάθε δίσκος της λειτουργεί και ως αφορμή για να διαβάσω ξανά, έστω και αποσπασματικά, ένα απίθανο βιβλίο που σύμφωνα με εντελώς αναξιόπιστες πληροφορίες, για κάθε δέκα μουσικόφιλους που το αγοράζουν (μιας και θεωρείται must-have), μόλις δύο, άντε το πολύ τρεις καταφέρνουν να το τελειώσουν.
Manic Street Preachers – Resistance Is Futile
(Κυκλοφορεί στις 6/4)
https://www.youtube.com/watch?v=7RZzxbZ6WWY
Ο ένας έχει χτυπήσει στο μπράτσο το τριαντάφυλλο από το εξώφυλλο του Generation Terrorists. Ο άλλος έχει χτυπήσει στον πήχυ το κλασικό σφυροδρέπανο με το όνομα της μπάντας γύρω γύρω. Ο ένας είναι μηχανικός (πολιτικός ή μηχανολόγος, ούτε που ξέρω βασικά) και as we speak σηκώνει ουρανοξύστες στο Άμπου Ντάμπι Ο άλλος είναι λαμπρός νομικός που όταν δεν σαρώνει σε δικαστικές αίθουσες, γράφει περί μουσικής κείμενα που κάποια στιγμή θα απαιτήσω να εκδοθούν σε μία ανθολογία που φυσικά θα επιμεληθώ και θα προλογίσω. Και οι δύο κατάγονται από τη Θεσσαλονίκη. Και οι δύο είναι φίλοι μου, ο ένας είναι και κουμπάρος και κυρίως συμπότης μου.
Με τα παραπάνω αυτοαναφορικά προσπαθώ να υπονοήσω ότι αν μόνο ανάμεσα στον δικό μου κύκλο υπάρχουν δύο που έχουν τατουάζ Manic Street Preachers, και μάλιστα δύο που κάνουν εντελώς διαφορετικές δουλειές και αν εξαιρέσεις τους Manics έχουν ως επί το πλείστον εντελώς διαφορετικά μουσικά γούστα και εν πολλοίς ιδιοσυγκρασίες, φανταστείτε γενικά τι γίνεται εκεί έξω.
Οι Manics ανήκουν σε εκείνη τη συνομοταξία συγκροτημάτων που θέλεις να τα κουβαλάς μαζί σου μέχρι να γίνεις σκόνη, ακόμη κι αν την τελευταία φορά που σου άρεσαν έδινες στην εξεταστική του Σεπτεμβρίου τα χρωστούμενα μαθήματα του πρώτου έτους. Η οποία συνομοταξία είναι εντελώς διαφορετική από εκείνη του Κάθε Πικραμένου που έχει πια χτυπήσει την αστραπή του Aladdin Sane, κάτι που θαρρώ δεν χρίζει περαιτέρω εξήγησης.
Δέκατος τρίτος δίσκος λοιπόν για το τρίο, ο οποίος -κρατηθείτε για να μην πέσετε από τα γεμάτα αφρικανική σκόνη σύννεφα- σύμφωνα με τους ίδιους τους Ουαλούς αποτελεί μία επιστροφή στον κλασικό Manics ήχο που αποκαλούν “widescreen melancholia”. Που σημαίνει ότι θα είναι ένας «καλούλης» δίσκος που αν δεν κυκλοφορούσε δεν θα μας έλειπε καθόλου επί της ουσίας, παρά μόνο ως αφορμή για να ξαναβγούν στο δρόμο για να ξανακούσουμε ζωντανά αυτό, αυτό, αυτό και αυτό, μεταξύ άλλων, μικρών και μεγάλων.
A Place to Bury Strangers – Pinned
(Κυκλοφορεί στις 13/4)
https://www.youtube.com/watch?v=rij8qYpT1S0
Το μακρινό, προμνημονιακό 2008 με τους φίλους μου (ανάμεσά τους και ο «μανιξόπληκτος» κουμπάρος) είχαμε φάει τέτοιο κόλλημα με τους APTBS που εκτός του ότι τρέχαμε στα Βερολίνα να τους δούμε μην τυχόν και έρθουν στην Ελλάδα χωρίς να τους έχουμε πρωτύτερα τσεκάρει, είχε καταντήσει inside joke το «μαλάκα αγόρασα τρεις φορές το κουτί με εφτάιντσα τους». Προφανώς όχι γιατί μας άρεσαν και τόσο πολύ πια αλλά γιατί το 2008 δεν ήταν απλά δέκα χρόνια πριν από το 2018 (duh!) αλλά και 1 πριν από τα μνημόνια.
Ένιγουει, στην Ελλάδα φυσικά ήρθαν και ξαναήρθαν και ξαναήρθαν και την τελευταία φορά θυμάμαι να βαριέμαι τόσο πολύ που σχεδόν έπαθα υπαρξιακή κρίση. Πέρυσι όμως είδα το πολύ ωραίο ντοκιμαντέρ για το πώς το Vice έβαλε το λιθαράκι του (δηλαδή το μενίρ του) στο ανηλεές gentrification του Williamsburg, ανοίγοντας τα γραφεία του στο κτίριο που στεγαζόταν το κοινοβιακό λαϊβάδικο Death by Audio, οδηγώντας προφανώς σε έξωση (FUCK YOU SHANE SMITH!) όσους ζούσαν, έπαιζαν, δημιουργούσαν και γενικά κωλοβαρούσαν εκεί μέσα. Ανάμεσά τους και ο «πεταλάκιας» Oliver Ackermann. Κάπως έτσι τον συμπάθησα και πάλι, κάτι που αν τυχόν το μάθει φαντάζομαι θα τον χαροποιήσει ιδιαίτερα εν όψει της κυκλοφορίας του Pinned, που αν κρίνω από το πρώτο single, λειτουργεί ως νιοστή επαλήθευση του γνωμικού ότι «Suicide γεννιέσαι, δεν γίνεσαι», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορείς, προς τιμήν σου, να προσπαθείς μέχρι να σβήσει ο ήλιος. Ξέρετε, δηλαδή μέχρι τότε που εύχονται να διαρκέσουν τα μνημόνια, σύμφωνα με το γνωμικό που χρησιμοποιούν κάτι απασφαλισμένοι, χαιρέκακοι μισάνθρωποι του μεγάλου, σοσιαλμιντιακού γκαφενέ.
Janelle Monáe – Dirty Computer
(Κυκλοφορεί στις 27/4)
https://www.youtube.com/watch?v=tGRzz0oqgUE
Ξεμ1.