Λέγατε πρόσφατα, σχετικά με τον Ακύλα Καραζήση, ότι αισθάνεστε τυχερός που βρήκατε έναν άνθρωπο να συνεννοείστε. Τι συνεννόηση έχετε μαζί του, που ενδεχομένως δεν θα βρίσκατε σε έναν άλλον ηθοποιό;
Ο Ακύλας δεν είναι ένας ηθοποιός για ‘μένα. Ο Ακύλας είναι ένας πολύ κοντινός φίλος. Είμαστε φίλοι εν ζωή, εν αισθητική, εν λογοτεχνία… Μιλάμε ακριβώς την ίδια γλώσσα, μιλάει όπως σκέφτομαι και σκέφτομαι όπως μιλάει. Και πρόκειται για ένα έργο που, εκτός απ’ την ποίηση και τον στίχο, τα οποία ο Ακύλας έχει όλα τα εφόδια να υποστηρίξει, είναι κι ένα έργο στοχασμού και διανοητικής ευαισθησίας. Με τον Ακύλα συνεννοούμαστε πάρα πολύ ακόμη και στις πιο λεπτές αμυχές του προσώπου, και του κειμένου συνολικά, σε τέτοιο βαθμό που δεν χρειάζεται να πω κάτι. Τον ακούω πώς αναπνέει και ξέρω πού βρίσκεται. Είναι αυτό που, όπως λέει ένας σκηνοθέτης, αν θα έπρεπε να διδάξω έναν ρόλο, έναν Φάουστ σε κάποιον ηθοποιό, με τον Ακύλα δεν χρειάζεται να κάνω αυτό το πράγμα, κι αυτό είναι μεγάλη χαρά.
Διδάσκετε ωστόσο, στην Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου. Τα τελευταία χρόνια, με τα όσα βιώνουμε, έχετε παρατηρήσει κάποια μετάλλαξη στη συλλογική ψυχοσύνθεση των νέων;
Αυτό το βλέπουμε να έχει πάρα πολλές εκδηλώσεις… Αλλά δεν θα έλεγα ότι το βλέπω τα τελευταία τρία-τέσσερα χρόνια της κρίσης. Η κρίση είναι το σπυράκι, αυτό έχει αρχίσει από πολύ πιο πριν. Το βλέπω στα παιδιά, στο πώς είναι χαμένα όταν πρωτομπαίνουν στο πανεπιστήμιο. Που έρχονται από μια παιδεία, που είναι… Ξέρετε, η παιδεία είναι διπλή. Απ’ τη μια είναι η συνειδητή παιδεία, που προκύπτει απ’ το σχολείο και τα λοιπά, κι η οποία έχει τα δικά της προβλήματα, ειδικά στο γυμνάσιο. Ύστερα, είναι η άλλη, η παθητική παιδεία, που προκύπτει απ’ τον κοινωνικό ιστό: σε τι σε υποβάλει, ποιες είναι οι κοινωνικές αξίες, διάφορα τέτοια πράγματα. Αυτό που βλέπω εγώ, και το οποίο με πειράζει πάρα πολύ στους νέους, είναι η αγένεια. Έχουμε γίνει αγενής οι Έλληνες, κι αυτό είναι ντροπή, είναι κρίμα. Γιατί η αγένεια δεν στρέφεται μόνο στους άλλους, στρέφεται κατ’ αρχήν ενάντια στον εαυτό μας. Επηρεάζει και τορπιλίζει κάποιες προσωπικού τύπου ποιότητες για τον τρόπο που συσχετιζόμαστε με τα πράγματα. Την κρίση εγώ την περίμενα κατά κάποιο τρόπο. Την έβλεπα να έρχεται από προηγούμενες, εσωτερικού τύπου ανέσεις και αγένειες. Η κατάσταση, που τώρα είναι οξύτατη, λογικό είναι να επηρεάζει, αρνητικά απ’ τη μια, αλλά καμιά φορά και θετικά απ’ την άλλη.
Η ζωή δεν είναι ποτέ άσπρο-μαύρο, είναι πάντα σύνθετη, έχει πάντα δυο δυνάμεις που την διέπουν. Η θετική πλευρά, είναι ότι λειτουργεί και σαν ένα σοκ, μήπως και καταλάβουμε πώς βρεθήκαμε εδώ. Γιατί αυτό που μάς συμβαίνει, δεν είναι μεταφυσικό. Έχει μια αιτιοκρατία, έχει λόγους που συμβαίνει. Και παρ’ ότι είμαστε σ ένα σημείο που την πληρώνουν πάρα πολλοί άνθρωποι, που ίσως δεν θα έπρεπε κιόλας να την πληρώνουν –αυτή είναι, άλλωστε, κι η ιστορική αδικία αυτής της τριετίας–, ταυτόχρονα παλεύουμε, ο καθένας απ’ την πλευρά του, όσο μπορεί. Εγώ, ας πούμε, αισθάνομαι υπερήφανος για το πανεπιστήμιο. Κάνουμε μια σοβαρή προσπάθεια, γιατί εκεί συναντιόνται τα παιδιά ξανά, με αυτό που θεωρούμε αξίες που μας λείπουν. Από εκεί ξεκινάει, δεν είναι μόνο θέμα γνώσης. Άλλωστε, ζούμε την τραγωδία της γνώσης, αυτό λέει κι ο Φάουστ: «Τα έχω μάθει όλα, αλλά δεν κατάλαβα, ούτε τη χαρά πήρα». Έχει σημασία, λοιπόν, ο καθένας μέσα από το δικό του αντικείμενο, να μεταφέρει μερικά πράγματα με τους όρους που θεωρεί σωστούς. Δεν είναι μόνο η γνώση, το γνωστικό αντικείμενο, είναι η συμπεριφορά μέσα στη γνώση. Ο τρόπος που συσχετιζόμαστε σαν άνθρωποι, κι ο τρόπος που πρέπει να συνυπάρξουμε, ώστε αυτό που μαθαίνουμε, να έχει μέσα του μια ποιότητα ζωής, την οποία θα θέλουμε να μοιραστούμε και με κάποιον έξω από εμάς, λίγο πιο δίπλα. Δεν βλέπω άλλο τρόπο να υπάρχει η κοινωνία, κι αυτό το θεωρώ ουσιαστικό κομμάτι της παιδείας.
Η ευγένεια, ή η αγένεια, είναι κάτι που προέρχεται από την παθητική παιδεία, της οποίας κομμάτι είναι και η Τέχνη, όπως το θέατρο. Έχει αλλάξει η σχέση του σύγχρονου Έλληνα με το θέατρο;
Εδώ πρέπει να ξαναμιλήσω για το Φεστιβάλ Αθηνών, γιατί το ελληνικό φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια, έχει βοηθήσει πάρα πολύ στην διαμόρφωση ενός άλλου κριτηρίου. Ενός αισθητικού κριτηρίου, αλλά και στη διαμόρφωση τρόπων πολιτισμού. Γατί φέρνει πολλές δουλειές, πολλές δημιουργίες από διάφορους πολιτισμούς, και διάφορες χώρες που έχουν έναν αναπτυγμένο πολιτισμό, κι αυτό είναι χρήσιμο, γιατί επιτελεί μια ουσιαστική διαπαιδαγωγική δραστηριότητα, και για τους νέους, και για όσους παρακολουθούν γενικότερα. Η Στέγη, απ’ την άλλη, κάνει μια αντίστοιχη δραστηριότητα μέσα στο χειμώνα, κι αυτό είναι υπέροχο. Αυτοί είναι δυο θύλακες πολιτισμού, θα έλεγα. Από ‘κει και πέρα, θα έλεγα ότι γενικά από το θέατρο, τον κόσμο του θεάτρου, εγώ είμαι αρκετά ευχαριστημένος. Δεν ξέρω από πού αντλούν όλη αυτήν την ορμή, την τόλμη, αυτόν τον ενθουσιασμό κι αυτόν τον αλτρουισμό θα έλεγα, γιατί το να κάνεις παραγωγή τέχνης σε τέτοιες συνθήκες, είναι αισιόδοξο νομίζω. Πώς τα καταφέρνει, δεν ξέρω. Και ταυτόχρονα, είναι ένας απ’ τους πραγματικά αενάως αναπτυξιακούς θύλακες αυτής της κοινωνίας –αυτό είναι ένα θέμα να κοιτάξουν οι πολιτικοί, αν και δεν νομίζω πως μπορούνε να το δούνε, γιατί άμα μπορούσανε, θα είχαμε και άλλη κατάσταση. Αλλά είναι ένα απ’ τα στοιχεία για τα οποία είμαι περήφανος γι’ αυτήν την κοινωνία. Όπως είμαι περήφανος για μια άλλη αλτρουιστική δραστηριότητα, η οποία είναι η εκδοτική λειτουργία. Μεταφράζονται πράγματα στα ελληνικά, πάρα πολλά. Χωρίς να μπορεί κανείς να πει ότι έχουμε ένα αναγνωστικό κοινό τόσο σφοδρό, που πραγματικά καταπίνει τα νέα βιβλία. Αλλά είναι σαν, κατά κάποιον τρόπο, να επενδύουν σ’ ένα αόρατο μέλλον. Συμβαίνει όμως, κι αυτό με συγκινεί. Είναι απ’ τις πτυχές της ελληνικής κοινωνίας, για τις οποίες θα πρέπει να είμαστε περήφανοι.
Αναφερθήκατε στα έργα του εξωτερικού, στο οποίο έχετε κι εσείς διαπρέψει με δικά σας έργα. Είναι διεθνής γλώσσα το θέατρο; Ή υπάρχουν διάλεκτοι που χρειάζεται ένας σκηνοθέτης, για να μιλήσει σε συγκεκριμένα εθνικά κοινά;
Δεν έχει την άνεση που έχει ο χορός, ή η μουσική φυσικά. Δεν έχει την άνεση και την ευκολία που έχει ο κινηματογράφος, ή τα εικαστικά. Στηρίζεται σ’ έναν μεγάλο βαθμό στη γλώσσα. Αλλά ο πυρήνας του θεάτρου, είναι διεθνής, γιατί είναι ανθρώπινος. Είναι αυτό που λέγαμε πριν, ότι είναι η τέχνη πάνω στην Ιστορία των ανθρώπων. Η Ιστορία των ανθρώπων, είναι κοινή, όπου κι αν βρίσκεσαι. Έχει τύχει να ταξιδέψω με παραστάσεις, που τις θεωρούσα απόλυτα προσωπικές. Κι ιδιαίτερα ελληνικές. Κι εκεί κατάλαβα, ότι όσο πιο προσωπικό, τόσο πιο συλλογικό, εντός κι εκτός συνόρων. Άρα, όταν κανείς, συγκεκριμένα και ειλικρινά, βυθίζεται στην αλήθεια του προσωπικού, εκεί συναντά μια συλλογικότητα, που είναι πέραν συνόρων. Το θέατρο έχει και πιο συγκεκριμένες δυσκολίες, βέβαια. Φανταστείτε ότι στον κινηματογράφο ταξιδεύει ένα μεταλλικό κουτί. Ή ένα βίντεο, ή ένα USB. Ή ένας σκληρός δίσκος, οτιδήποτε. Ενώ στο θέατρο, στον Φάουστ για παράδειγμα, θα πρέπει να ταξιδέψουν τουλάχιστον 20 με 25 άνθρωποι. Έχει μια μεγαλύτερη δυσκολία. Συμβαίνει όμως. Είχαμε κάνει στο Φεστιβάλ Αθηνών το Πεθαίνω σα Χώρα, που είχαμε συμμετάσχει 180 άνθρωποι, και δεν θα φανταζόμουν ποτέ ότι αυτή η παράσταση θα μπορούσε να ταξιδέψει. Και ταξίδεψε στα μεγαλύτερα φεστιβάλ της Ευρώπης.
Βλέπουμε τα τελευταία χρόνια, Έλληνες σκηνοθέτες του κινηματογράφου, με διακρίσεις στο εξωτερικό, να περνάνε την αμέσως επόμενη, ή μεθεπόμενη χρονιά, στο θέατρο. Είναι γόνιμη μια τέτοια μετάβαση; Μιλάτε την ίδια γλώσσα εσείς, με τον σκηνοθέτη του κινηματογράφου;
Κατ’ αρχήν, γιατί όχι; Όταν θέλει να περάσει από το σελιλόιντ στο ζωντανό σώμα, έχει κάθε δικαίωμα να το κάνει. Έχει ιδιαιτερότητες όμως αυτή η τέχνη. Δηλαδή κι εγώ, αν απ’ το θέατρο πάω στο σινεμά, θα μου λείπουν ένα σωρό κρίσιμα πρακτικά εφόδια, για να μπορέσω να αρθρώσω τον λόγο μου. Το ίδιο και αυτοί. Αλλά για ποιο λόγο να μην το δοκιμάσουν; Άλλωστε το θεωρώ ενδιαφέρον, ότι σήμερα κινούμαστε σε μια περιοχή, όπου οι τέχνες έχουν αρχίσει να επικαλύπτονται, ή να αλληλογονιμοποιούνται. Έχει μια αναγεννησιακή ατμόσφαιρα όλο αυτό, δεν είναι κακό καθόλου, μου αρέσει.
Είναι η εποχή του transmedia;
Ναι. Δεν θα το έλεγα transmedia, γιατί εκεί είναι πιο συνειδητή η επιλογή. Αποφεύγω να το ονομάσω, ούτως ώστε να επιτρέπεται ό,τι έρχεται να γεννιέται όχι από επιλογή ρεύματος, αλλά ως ανάγκη γλώσσας και γραφής. Ονόματα θα βρεθούν πολλά στη διαδρομή. Αλλά κι εγώ, θα αρνιόμουν, ας πούμε, ότι ο Φάουστ είναι μια multimedia παράσταση. Δεν την θεωρώ multimedia. Την θεωρώ αμιγώς θεατρική. Ταυτόχρονα, χρησιμοποιεί όσα υλικά έχει στα χέρια της, ή έχει ανάγκη να έχει στα χέρια της.
Θα σας ενδιέφερε να κάνετε τη μετάβαση στο σινεμά;
Με ενδιαφέρει πάρα πολύ ο κινηματογράφος ως μέσο. Παρ’ όλο που δεν το ξέρω, με ενδιαφέρει πάρα πολύ κι αισθάνομαι ότι έχω μάθει πάρα πολλά απ’ το σινεμά, για να αντιλαμβάνομαι το θέατρο. Όπως έχω μάθε πολλά, από άλλες τέχνες. Δηλαδή, κατάλαβα πολλά πράγματα για το θέατρο, όχι απ’ το θέατρο. Απ’ το σύγχρονο χορό, για παράδειγμα. Απ’ το σινεμά. Οπωσδήποτε απ’ τη σύγχρονη γλυπτική, ή τα σύγχρονα εικαστικά. Και το σινεμά, μ’ αρέσει πολύ. Και ξέρετε, έχει ένα τρομερό, άτιμο δέλεαρ, που δεν έχει το θέατρο: ενώ αυτό που κάνουμε εμείς εδώ, σε τρεις βδομάδες θα έχει πεθάνει, το σινεμά έχει τη δυνατότητα να ταξιδεύει μέσα στο χρόνο και να επανέρχεσαι μέσα σ’ αυτό. Αυτό, η αλήθεια είναι, πως είναι ένα μεφιστοφελικό δέλεαρ, θα έλεγα.
Οπότε ο Μεφιστοφελής του Μαρμαρινού, θα είναι ένας κινηματογραφικός παραγωγός.
Ναι, ναι, τον περιμένω!
*Ο Φάουστ του Γκαίτε σε σκηνοθεσία Μιχαήλ Μαρμαρινού και μετάφραση του Πέτρου Μάρκαρη, με τον Ακύλα Καραζήση στον ομότιτλο ρόλο, θα παίζεται καθημερινά εκτός Δευτέρας και Τρίτης στις 20.00 μέχρι και την Κυριακή 2 Φεβρουαρίου, στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση (Λ. Συγγρού 107-109, 210 9005800)