Η Τζένι Άαρον και ο Νίκο Κβιστ, πράκτορες της πλέον μυστικής και επίλεκτης ομάδας της γερμανικής Αστυνομίας και ζευγάρι στη ζωή, έχουν αναλάβει την παράδοση λύτρων τριών εκατομμυρίων ευρώ σε έναν κακοποιό στη Βαρκελώνη, ο οποίος έχει έναν κλεμμένο πίνακα του Σαγκάλ. Όμως, η συνάντηση δεν εξελίσσεται ομαλά, αρκετοί αστυνομικοί σκοτώνονται και ο Νίκο τραυματίζεται βαριά. Η Τζένι, αν και προσπαθεί να τον σώσει, δεν μπορεί να τον μετακινήσει και ο Νίκο την προτρέπει να σώσει τον εαυτό της. Στην ιλιγγιώδη καταδίωξη που ακολουθεί, η Τζένι χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου της και, από τη σύγκρουση, χάνει την όρασή της.
Πέντε χρόνια αργότερα, η τυφλή πια Τζένι επιστρέφει στο Βερολίνο και στην παλιά της ομάδα, καθώς χρειάζονται τη βοήθειά της με την περίπτωση ενός παλιού γνώριμού της, φυλακισμένου για πολλαπλές δολοφονίες, ο οποίος σκότωσε μια δεσμοφύλακα μέσα στο κελί του και απαιτεί να μιλήσει μαζί της. Γρήγορα όμως, η πράκτορας αντιλαμβάνεται ότι υπεύθυνος για τον φόνο είναι άλλος: ο Σάσα, ο βίαιος ισοβίτης που η Τζένι είχε πυροβολήσει στο λαιμό στην αποτυχημένη επιχείρηση της Βαρκελώνης. Άρα, ο φόνος της δεσμοφύλακα δεν ήταν παρά μια πρόσκληση στην Τζένι από τον αδερφό του Σάσα, τον Χολμ, τον απίστευτα ευφυή δολοφόνο που με αυτό τον τρόπο θέλει να κινητοποιήσει την εκδίκηση που ετοίμαζε επί πέντε χρόνια.
Ο Χολμ έχει ήδη απαγάγει 27 παιδιά σε ένα πούλμαν, το οποίο απειλεί να ανατινάξει, αν δεν του παραδοθούν ο αδερφός του με πέντε εκατομμύρια ευρώ μετρητά και η Τζένι. Οι συνάδελφοί της δεν την αφήνουν να πάει, αλλά αυτή θα καταφέρει να διαφύγει της προσοχής τους και θα ανταλλάξει τη ζωή της, σώζοντας τα παιδιά.
Έκτοτε, βρισκόμενη στο έλεος του Χολμ, θα πρέπει να αναμετρηθεί με τον εαυτό της και το παρελθόν, γιατί μονο έτσι θα καταφέρει να σωθεί αλλά και να λυτρωθεί μετά από πέντε χρόνια χωρίς το φως της. Η λύση του δράματος θα της αποκαλύψει τους πραγματικούς της φίλους, αλλά θα την κάνει να θυμηθει και όσα σημαντικά είχε ξεχάσει από το ατύχημα και μετά.
Ο Αντρέας Πφλούγκερ είναι έμπειρος σεναριογράφος του γερμανικού κινηματογράφου και της τηλεόρασης και αυτό είναι εμφανές σε αυτό το δεύτερο βιβλίο του, το πρώτο με πρωταγωνίστρια την Τζένι Άαρον. Η ιδέα μιας τυφλής αστυνομικής ερευνήτριας είναι πρωτότυπη, αλλά και εξαιρετικά δύσκολή στη διαχείριση, καθώς μπορεί εύκολα να γείρει προς την καρικατούρα. Ο συγγραφέας όμως, κατορθώνει να μείνει στα σωστά όρια, χρησιμοποιώντας δύο άξονες: πρώτον, χρησιμοποιώντας διαρκείς χρονικές μεταφορές από το παρόν στο παρελθόν, έτσι ώστε ο αναγνώστης να γνωρίσει το υπόβαθρό της ηρωίδας (π.χ. τον πατέρα της που ήταν φημισμένος αστυνομικός, τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας της) αλλά και να εξοικειωθεί με τις εξαιρετικές της ικανότητες (η πρώτη γυναίκα σε μια καθαρά «ανδρική» ομάδα, ξεχώρισε από νωρίς στο Σώμα, εξιχνίασε μια – για όλους τους υπόλοιπους – λυμμένη υπόθεση serial killer) και δεύτερον, βάζοντας την ηρωίδα να κατέχει την πολεμική τέχνη του μπουσίντο, δικαιολογώντας έτσι τις ασυνήθιστες κινητικές ικανότητες μιας τυφλής.
Έτσι, ο συγγραφέας μετατρέπει το «μειονέκτημα» της Τζένι σε πλεονέκτημα, καθώς του δίνει τη δυνατότητα να την αντιπαραβάλει με τον Χολμ. Αυτός ο απόλυτος κακός (τέλειος σκοπευτής, ανίκητος στη μάχη σώμα με σώμα, σατανικός στον σχεδιασμό και χωρίς συναισθηματισμούς) είναι η απόλυτη δοκιμασία για την Τζένι, γιατί έτσι θα πρέπει να νικήσει τους φόβους της, αλλά και επιτέλους να ξεπεράσει την αποτυχία της στη Βαρκελώνη. Όμως, και για τον ίδιο, η τιμωρία της Τζένι θα είναι η μόνη λύτρωση.
To «Μια Για Πάντα» είναι γεμάτο δράση, όπως είναι αναμενόμενο. Ο συγγραφέας, με τις διαρκείς ανατροπές, με τα πολλά επεισόδια που συμβαίνουν σε διάστημα λίγων ημερών και με τη σχέση «εθισμού» της Τζένι με τον Χολμ, κατορθώνει να κρατήσει τον αναγνώστη ως το αναπάντεχο τέλος. Παράλληλα, το κείμενο «βοηθιέται» με ένα πιο «λογοτεχνικό» υπόβαθρο (αναφορές στον Δάντη, κλπ.) από το μέσο αστυνομικό. Με όλα αυτά τα δεδομένα, είναι βέβαιο ότι σύντομα θα ξανασυναντήσουμε την Τζένι Άαρον σε επόμενες περιπέτειές της.