Η «Επιτροπή» είναι η αγαπημένη μας facebook σελίδα, από όσες (και δεν είναι λίγες) σελίδες, επιτροπές, παρατηρητήρια και Συλλόγους Φίλων (συγκροτημάτων που κατάστρεψαν το heavy metal) αποδομούν, αλλά και επί της ουσίας ανασυνθέτουν, εκ των έσω και με εγνωσμένη εμπειρία, την όλη ιστορία με το heavy metal, την ενηλικίωση, και παράλληλα τη μη ωρίμανση αυτού και των ακροατών του. Γενικώς του οτιδήποτε ωθεί τους «απ’ έξω» να στήνουν αντίστοιχα φόρουμ αγοραπωλησίας δήθεν υποψιασμένης μουσικής υπό τον διακριτικό τίτλο «δεν-είναι-metal» (που τελικά είναι περισσότερο metal από όσο νομίζουνε).
Όπως επιβεβαιώνουν και τα παραπάνω, στον τεράστιο μικρόκοσμο του Metal (του αληθινού ε, μην ξεχνιόμαστε), οι Manowar έχουν εξεικονίσει με τον πλέον άριστο (συνεπώς με τον χείριστο) τρόπο, τους λόγους εκείνους για τους οποίους ο χλευασμός των «απ’ έξω» δεν είναι αποτέλεσμα μόνο εμμονής, αλλά τις περισσότερες φορές και βασίμως αιτιολογημένος. Θέλεις να χλευάσεις, να αφορίσεις και εν γένει να ισοπεδώσεις το metal και τις βαρυσήμαντες αξίες του; Οι Manowar είναι εδώ για εσένα και σε βοηθάνε. Δεκαετίες τώρα. Σχεδόν τέσσερις.
Και καθώς τα χρόνια περνάνε, το ροκ γερνάει και είτε ισοπεδώνεται, είτε ακαδημαϊκοποιείται, στην ίδια φορμόλη έρχεται και καταλήγει, και καθώς το metal είναι ένα παρακλάδι του ροκ κι αυτό το έρημο, έχει εξαιρετικό ενδιαφέρον το ότι σχεδόν μόνοι οι Manowar έχουν απομείνει να αντιμετωπίζονται κατ’ αυτό τον τρόπο, την στιγμή που οι Iron Maiden θεωρούνται πλέον εθνικός θησαυρός (κάθε έθνους στην πράξη, και όχι μόνο της Αγγλίας) και ο ρόλος των Slayer στην εξέλιξη του ακραίου ήχου συγκρίνεται μόνο με αυτόν του «Εθνάρχη Καραμανλή» στην αποκατάσταση της δημοκρατίας στη χώρα μας.
Συνεπώς και για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται, οι Manowar δεν έχουν εισπράξει έστω και στο ελάχιστο, μερίδιο από το coolness, το οποίο εξαργυρώνει και το metal – με τη σειρά του και με χαρτάκι προτεραιότητας αμέσως μετά το πανκ πάντοτε- τα τελευταία χρόνια, σε θεμιτό και μη επίπεδο. Συνεπώς είναι πιθανότερο να δούμε στα Η&Μ μπλουζάκια με το λογότυπο των Bathory, παρά του γνωστού μπρατσωμένου και δερματοφορεμένου τύπου στις διάφορες εκδοχές με σπαθιά προτεταμένα στον ουρανό κ.λ.π.
Θέλεις να χλευάσεις, να αφορίσεις και εν γένει να ισοπεδώσεις το metal και τις βαρυσήμαντες αξίες του; Οι Manowar είναι εδώ για εσένα και σε βοηθάνε. Δεκαετίες τώρα. Σχεδόν τέσσερις.
Ο υπογράφων άλλωστε γνωρίζει πολύ καλά ότι ακόμη και από τον εαυτό του έκρυβε για χρόνια ότι κάποτε πήγαινε τουλάχιστον δύο φορές την εβδομάδα από τις πέντε στο σχολείο με το ίδιο Kings Of Metal t-shirt (τις υπόλοιπες με το ίδιο Nick Cave, αλλά αυτό ας το αφήσουμε για μια άλλη συνεδρία). Πλυντήριο είχαμε, αλλά είχαμε και μία ροκ-εν-ρολ υπόληψη τότε, για να σας προλάβω.
Δεν νομίζω ότι χρειάζονται αναλύσεις επί αναλύσεων για να επεξηγηθούν τα παραπάνω. Οι Manowar δεν έχουν, και δεν θα μπορούσαν να έχουν, τον τεράστιο μηχανισμό marketing και τελικά επιβολής επί των πάντων, των Iron Maiden, γιατί πολύ απλά και πριν από αυτό δεν έχουν τόσους και τόσο καλούς δίσκους όσο οι τελευταίοι.
Οι Manowar παρότι από την πρώτη στιγμή που μπήκαν σε στούντιο κι ανέβηκαν σε σκηνή επιμένουν να φωνάζουν ότι «εμείς και μόνο εμείς, είμαστε το Heavy Metal», το μόνο που καταφέρνουν είναι να υπογραμμίζουν την αδυναμία τους να διακρίνουν τα όρια του ψυχαναγκαστικά θρυλικού από το γραφικό και να μεταφέρουν τους έξωθεν χλευασμούς και σε μεγάλο μέρος των ορίων εντός της metal κοινότητας.
Τι θα ήταν άραγε η «Επιτροπή…» και ο «Σύλλογος Φίλων…» αν δεν υπήρχαν οι Manowar ; Τι και πού θα ήμασταν κι εμείς μουσικά και αισθητικά, αν δεν είχαμε διαβάσει δεκάδες γράμματα στο ελληνικό Metal Hammer των early 90s αναφορικά με τους ΜΟΝΟΥΣΑΛΗΘΙΝΟΥΣΒΑΣΙΛΙΑΔΕΣ του metal, με αυτούς που το κρατάνε «πιστό και αυθεντικό», που αν δεν είσαι στο metal δεν είσαι φίλος τους και φίλος μου. Βέβαια αν είσαι στο metal και φίλος τους, δεν έχεις γκόμενα, όπως εύστοχα – άτυχα τους είχε απαντήσει κάποιος σε ένα αυθαίρετα μη φιλικό γράμμα-απάντηση τότε, καθώς κι εκείνος εδώ που τα λέμε ήταν με τους Slayer που και αυτοί ακόμη δεν ήταν τόσο cool, ώστε και να τους ακούς και να θες να βγάζεις και γκόμενα.
Και στην τελική… Ποιος είναι περισσότερο υπεύθυνος από τους Manowar για το γεγονός ότι ποτέ δεν υπήρξαν και μάλλον ποτέ δεν θα υπάρξουν cool, έστω κι ως επώδυνο trend, στα χνάρια της λογοτυπικής κυριαρχίας των Ramones, αν όχι οι ίδιοι, που είτε με αστείο τρόπο επιχειρούν να ανακηρυχθούν «η πιο δυνατή μπάντα του πλανήτη», είτε αργότερα και πρόσφατα δεν ξεκαθαρίζουν όπως πρέπει τα απαράδεκτα πάρε-δώσε του από το 1994 κιθαρίστα τους, Karl Logan, με ζητήματα παιδικής πορνογραφίας, που κατέληξαν σε σύλληψη και καταδίκη του;
Κι άλλωστε γιατί χρειάζεται σώνει και καλά να είναι cool, με αυθαίρετο τρόπο ΚΑΙ οι Manowar; Δεν μας φτάνουν όλοι οι υπόλοιποι, για να γκρινιάζουμε όταν τα t-shirts τους κοσμούν υπερήφανα τόσο τον ΛΕ-ΠΑ, όσο και την Κιμ Καρντάσιαν;
Χωρίς να είμαστε (μπορεί και να είμαστε βέβαια) οπαδοί θεωριών συνωμοσίας, που επιβεβαιώνουν το αυτονόητο του γελοίου, και χωρίς να το παίζουμε ροκ (ή έστω Metal) δοκησίσοφοι, που ανιχνεύουν μία εδραιωμένη πραγματικότητα, απλώς και μόνο για να την αμφισβητήσουν, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι η εσωτερική εντροπία του κόσμου των Manowar καταφέρνει τελικά εν μέσω όλων αυτών να πετύχει αέναα και σχεδόν χωρίς κενά τον εξαρχής αυτιστικά ρυθμισμένο σκοπό της:
Eδραιώνει (κι εδραιώνεται σε αυτόν) έναν είτε διογκούμενο, είτε στατικό, αλλά πάντως συμπαγή (ανάλογα για ποια δεκαετία μιλάμε) πυρήνα πιστών, που όχι μόνον επαρκεί για να την αυτό-εκπλήρωση της προφητείας τους, αλλά και πλασματικά μεταθέτει ένα φύσει και θέσει εμπορικό κι εξωστρεφές συγκρότημα αμερικάνικου μάτσο-ροκ, σε μία ιδιόρρυθμη περίπτωση underground, αλλά πάντοτε διευρυμένης, κοινότητας, που δρα, συμπεριφέρεται, σκέφτεται και κρίνει (βασικά, κατά βάση, δεν κρίνει), με τους εσωτερικά δικούς της κανόνες. Απροσδιόριστους, υπερβολικούς, μυθογραφικούς και βαθιά, αλλά μάλλον συνειδητά, ανήλικους στην αλαζονεία τους.
Συνεπώς στο τέλος της ημέρας ο (μουσικός τουλάχιστον) κόσμος είναι περισσότερο ουσιαστικός και συνειδητοποιημένος εξαιτίας του γεγονότος ότι κάποιοι άσχετοι εκεί έξω δεν χτυπάνε τατουάζ με το κατά-Manowar σφυρί του Thor (κι αν το κάνουν, το μόνο σίγουρο είναι ότι ξέρουν τη σχετική μυθολογία απ’ έξω, ανακατωτά και σε κάθε διαφορετική εκδοχή της), παρά με το ότι με τις τρεις μπάρες των Black Flag βγάζει το βασικό μηνιάτικο ο κάθε τατουατζής που δεν σέβεται την πελατεία του («ωπ, Σταύρο, τέσσερις είναι τελικά, θα περάσω να χτυπήσουμε μία ακόμη»).
Αφού καθαρίσαμε – χωρίς να υπάρχει ουσιαστικός λόγος- με την εξαρχής αποτυχημένη υστεροφημία των Manowar και το διαρκώς υπονομευόμενο credibility ενός ροκ συγκροτήματος, το οποίο σε κάθε επόμενο δίσκο και περιοδεία επιμελείται πρωτίστως την ενθρόνιση του, πάμε να δούμε αν τελικά οι Manowar είναι ένα καλό ροκ- μεταλ- true metal- power metal- epic metal και δεν ξέρω εγώ τι άλλο συγκρότημα. Δηλαδή αν, τέλος πάντων, έχουν κυκλοφορήσει και αυτοί όπως τόσοι άλλοι ένα δύο αριστουργήματα, βάσει των οποίων πορεύονται για δεκαετίες, είτε αναπαράγοντας αυτά, είτε ηχογραφώντας τα εκ νέου, κατά τη μόδα των τελευταίων καιρών.
Θα το πούμε ξεκάθαρα. Οι Manowar, παρότι υπάρχουν βάσιμες υποψίες για το αντίθετο, δεν έχουν κυκλοφορήσει έναν αριστουργηματικό δίσκο. Κατά την άποψη μου δεν έχουν κυκλοφορήσει ούτε καν έναν πολύ καλό δίσκο. Ξεκαθαρίζω όμως εξαρχής ότι έχουν κυκλοφορήσει τουλάχιστον έναν αριστουργηματικό και περίπου δυο – τρεις πολύ καλούς ‘Manowar-δίσκους’. Στα Battle Hymns (1982) και Sign Of The Hammer (1985) υπάρχουν τραγούδια που ορίζουν (και ενίοτε περιορίζουν) τις προσλαμβάνουσες του επικού metal, ακόμη και για όσους δεν αποδέχονται κάποια αξία σε αυτό, αλλά υπάρχουν και επικίνδυνα άνισα fillers.
Οι Manowar, παρότι υπάρχουν βάσιμες υποψίες για το αντίθετο, δεν έχουν κυκλοφορήσει έναν αριστουργηματικό δίσκο. Κατά την άποψη μου δεν έχουν κυκλοφορήσει ούτε καν έναν πολύ καλό δίσκο.
Στα ίδια τα πολύ καλά τραγούδια τους, η εμμονή στη συνθηματολογία και στην αναπαραγωγή των κλισέ που ενώ ευχαριστούν παβλοφικά το στοχευμένο crowd τους, υπονομεύουν αδυσώπητα την βεβαιωμένη ικανότητα τους να μεταλοποιήσουν τον κλασικό αμερικάνικο ήχο, στα όρια μιας παράδοσης την οποία περισσότερο υπέκλεψαν, παρά τους αποδόθηκε.
Στο Hail To England του 1984 μετά και το τέλος του τρίτου τραγουδιού είσαι προετοιμασμένος να ακούσεις τον σπουδαιότερα τυπολατρικό heavy metal δίσκο, που υπήρξε ποτέ, στη συνέχεια όμως και μέχρι το τέλος, μένεις απλώς να αναρωτιέσαι πώς στο καλό ένα αμερικάνικο συγκρότημα κυκλοφορεί άλμπουμ με αυτό τον τίτλο.
Το Fighting The World του 1987 είναι ένας τόσο εξόφθαλμα κακός δίσκος, στην αβυσαλλέα προσπάθεια τους να μπουκάρουν για τα καλά στο MTV κάπου ανάμεσα στους Kiss και τους όψιμους Van Halen, ώστε καταλήγει να είναι από τους πραγματικά διασκεδαστικούς δίσκους των Manowar. Τα δε “Defender” και “Holy War” είναι «επικά έπη», που θα έλεγε και ο Θεοδόσης Μίχος, αν δεν ντρεπόταν ακόμη και να σκεφτεί κάτι γύρω από τους Manowar. Συνεπώς, για πόσο «εξόφθαλμα κακό» δίσκο, μιλάμε άραγε;
ΟΚ, οι Manowar ασφαλώς και δεν ψυχαγωγούν (με ή χωρίς τσίγκινα βρακιά, που λέει κι ένας καλός φίλος μου και μετά πανκ μέντορας), έστω και υπό το ασαφές μυθολογικό πλαίσιο στο οποίο κατά βάση κινούνται, αλλά είναι στις καλές τους στιγμές ικανότατοι διασκεδαστές, παρότι οι ίδιοι μάλλον θα προσβάλλονταν με τον χαρακτηρισμό. Και ποιος καλλιτέχνης κρίνει ορθά το έργο του άλλωστε; Κανείς, θα απαντήσω ορθά- κοφτά σε αυτό, και δε θα δεχτώ αντιρρήσεις.
Τούτου δοθέντος, το παραπάνω άρθρο που ξεκίνησε με τους αφορισμούς και τις ευλογίες της Επιτροπής, θα τελειώσει με τον καλύτερο τρόπο, καθώς η έγκριτη Ελένη Φουντή από το MiC (είτε για Skyclad την ρωτήσετε, είτε για Akira Sakata και Steve Reich, θα σας τα πει ακριβώς όπως έχουν) εξηγεί με τον καλύτερο τρόπο και με συμπυκνωμένο λόγο το γιατί και πως το επερχόμενο live των Manowar είναι ένα από τα 2-3 που μας ενθουσίασαν περισσότερο (και τους δύο) όταν ανακοινώθηκε, παρότι (και οι δύο) κατά βάση είμαστε σίγουροι ότι στο τέλος θα φύγουμε μάλλον μη ευχαριστημένοι (για να το θέσω κομψά).
Άρης Καραμπεάζης
Manowar, μα τον Thor!
Όσο πλησιάζει η αποχαιρετιστήρια (;) εμφάνισή τους στην Αθήνα, στο πλαίσιο του “The Final Battle World Tour”, σκέφτομαι ότι οι Manowar (συν)διεκδικούν επάξια τον τίτλο της μπάντας με τους περισσότερους εχθρούς και οπαδούς.
Έχουν χλευαστεί για τις ιδιότυπες (ας το θέσω κομψά) ενδυματολογικές τους επιλογές, τα μονίμως υψωμένα τους σπαθιά, την εμμονή με τηn σκανδιναβική μυθολογία (διότι κάθε επική μπάντα του μεταλλικού φάσματος θεωρεί χρέος της να συνθέσει από μία ωδή για τις πύλες της Βαλχάλα, τον Θωρ και τον Όντιν) και τον γραφικό ναρκισσισμό των μελών τους. Εκνευρίζουν με τις αντιθέσεις τους (παιδιά πώς γίνεται να συνυπάρχει στον ίδιο δίσκο ένα λυρικό έπος σαν το “Mountains” με μια χαζομαρούλα σαν το “Animals”; Είστε σίγουρα η ίδια μπάντα;), διασκεδάζουν με την καρτουνίστικη αισθητική τους, αποξενώνουν με τις διαβόητες καραγκιοζιές επί σκηνής.
Ναι, αλλά έχουν γράψει κομμάτια που συμπυκνώνουν την ουσία όλου του μέταλ. “Secret Of Steel”, “Defender”, “Mountains”, “Bridge Of Death” δεν επαναλαμβάνονται, είναι απροσπέλαστο κάστρο μουσικά. Ακόμα κι εγώ, που Manowar fan δεν είμαι σίγουρα, δεν μπορώ να μην αναγνωρίσω ότι ο (ανυπόφορα αυτοαναφορικός κι εγωπαθής) Joey De Maio μαζί με τον Ross The Boss έχουν υμνήσει τον θάνατο στη μάχη, με τιμή, όπως κανείς άλλος.
Με έναν από τους σπουδαιότερους ερμηνευτές, όχι απλώς τραγουδιστές, του είδους, τον Eric Adams, που θρυμματίζει και ατσάλια και τσεκούρια και τα σφυριά του Θωρ και όλα, με μια φωνή σπάνιας ισορροπίας επικότητας, εκφραστικότητας και φθαρτότητας (γιατί τεχνικές, δυνατές φωνές κυκλοφορούν πολλές, αλλά αληθινά ανθρώπινες όχι και τόσες).
Κοντά 40 χρόνια τώρα, οι Manowar μαζεύουν αγάπη και κατάρες, διχάζουν, μα αυτά είναι ασήμαντα μπροστά στην ικανότητα να θέτεις σωστά το πλαίσιο των πραγμάτων όταν στέκεσαι κριτικά μπροστά σε μία τόσο ιδιάζουσα μουσική περίπτωση.
Οι Manowar είναι οι Manowar. Οι πιο αυθεντικοί και αστείοι μαζί metal warriors. Τη μοίρα του επικού metal, αν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν την ξέρει ούτε ο Θωρ.
Το ότι οι Manowar συνιστούν μια παρέα γραφικών φαλλοκρατών που υμνούν τη δίψα για το αίμα του εχθρού δεν είναι εντελώς άδικο συμπέρασμα, αλλά έχει σημασία πώς έφτασες εκεί. Για μένα προσωπικά δεν έχει βαρύτητα το ανασηκωμένο φρύδι των κατά φαντασία ελιτιστών, που αδυνατούν να λειτουργήσουν εκτός των στενά ορισμένων στερεοτύπων τους για κάποια «ποιοτική»/ «χαμηλού επιπέδου» (whatever that means) μουσική. Γιατί συνήθως δεν ξέρουν να θέσουν αυτό το πλαίσιο. Οι δίσκοι των Manowar ξεφυλλίζονται σαν κόμικ επικού παραμυθιού και τίποτα άλλο. Μπορείς να τους χλευάσεις, ή να τους λατρέψεις, αλλά δεν έχει νόημα καμία αξιολογική κρίση, έξω από αυτή τη λογική, και καμία περαιτέρω εμβάθυνση.
Και με αυτή ακριβώς τη λογική, επειδή εγώ μεγάλωσα και μεγαλώνω με παραμύθια, τρέφοντας ένα μικρό αλλά καλά φυλαγμένο κομμάτι παιδικότητας, θέλω να δω τον απόγονο του λύκου να επιστρέφει για εκδίκηση, τον ουρανό να κρύβεται από τα υψωμένα χέρια με τα όπλα.
Οι Manowar είναι οι Manowar (σ. Αρη Καραμπεάζη.: κι ο Βόλος είναι ο Βόλος, όπως έχουν πει οι Electric Litany, και καλό είναι να μην το ξεχνάμε). Οι πιο αυθεντικοί και αστείοι μαζί metal warriors. Τη μοίρα του επικού metal, αν δεν υπήρχαν αυτοί, δεν την ξέρει ούτε ο Θωρ. Γι’ αυτό θα πάω στην Τελική Μάχη στην Πλατεία Νερού. Δεν γίνεται να τους αγαπήσω, ούτε να τους μισήσω. Τους αξίζει όμως να τους αποχαιρετήσουμε όπως υπηρέτησαν οι ίδιοι τον μύθο της μοίρας του πολεμιστή. Τίμια. Die with Honor.
Ελένη Φουντή
Release Athens Festival, Day 3
Το πρόγραμμα: 17.00 Πόρτες / Ταμεία 18.00 Battleroar/ 19.00 Imperia/ 20.30 Rhapsody Of Fire/ 23.00 Manowar
Πλατεία Νερού, Ολυμπιακός Πόλος Παλαιού Φαλήρου
Εισιτήρια: 48 ευρώ (προπώληση), 150 ευρώ (VIP-περιορισμένος αριθμός)
Προπώληση: Online:
viva.gr +
releaseathens.gr/tickets/ Tηλεφωνικά στο 11876/ Στα καταστήματα Reload Stores, Seven Spots, Wind, Βιβλιοπωλεία Ευριπίδης – Evripidis Bookstores, στον πολυχώρο Yoleni’s Hellas (Σόλωνος 9, καθημερινά 8:00-00:00, Σάββατο 9:00-00:00, Κυριακή 10:00-20:00), στο Viva Kiosk Συντάγματος (Πλ. Συντάγματος 4, καθημερινά 9:00-21:00) και στο Viva Spot Τεχνόπολης (μέσα στον χώρο της Τεχνόπολης, είσοδος από οδό Περσεφόνης)