«Η εξουσία με τρομάζει,
αλλά η κοινωνία είναι αυτό που με αηδιάζει».
«Και τα πανέμορφα, γρηγοπόδαρα άλογα του Ντάνκαν, τα λατρεμένα της γενιάς τους, αγρίεψαν στη φύση,
γκρέμισαν τους στάβλους και ξεχύθηκαν, ανυπάκουα, έτοιμα να κηρύξουν πόλεμο ενάντια στους ανθρώπους»,
«Μάκμπεθ», πράξη Δεύτερη, σκηνή Δ.
Πριν τις προγραμματισμένες παραστάσεις στο Φεστιβάλ Αθηνών παρακολουθήσαμε πρόβα του «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους» της καταλανής Ανχέλικα Λίντελ σε σκηνοθεσία Θέμελη Γλυνάτση.
Μετά το «Στο χείλος» στο Ίδρυμα Κακογιάννη στο πλαίσιο του φεστιβάλ “Το Γαλλικό Θέατρο à la Grecque” ο Θέμελης Γλυνάτσης, στην πρώτη του σκηνοθεσία για το Φεστιβάλ Αθηνών, επανέρχεται με ένα κείμενο-παραβολή που αποτυπώνει την οργανική – υπαρξιακή του αγωνία για την προβληματική της πρόσληψης φρικτών γεγονότων της καθημερινότητας μέσα από το αποστειρωμένο και παραπλανητικό φίλτρο των μέσων ενημέρωσης. Το «Στο Χείλος» γράφτηκε από την Κλωντίν Γκαλεά με αφορμή την πλέον γνωστή και αποτρόπαιη φωτογραφία από τις φυλακές του Αμπού Γκράιμπ που δημοσίευσε η Washington Post το 2004. Το «Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους» γράφτηκε από τη Λίντελ με αφορμή τους πνιγμούς αφρικανών μεταναστών στην προσπάθειά τους να περάσουν από τον βορά της ηπείρου στα νότια της Ιβηρικής. Μεσόγειος, ήλιος, θάλασσα, τουριστικά θέρετρα, ξεγνοιασιά, Ευρώπη…Η Λίντελ επικεντρώνεται μεν στην τραγωδία που συντελείται στη χώρα της αλλά το υπερκείμενο της επικαιρότητας μεταφέρεται μακάβρια στην υπαρκτή καθημερινότητα γείτονων -ευλογημένων από τον ήλιο- χωρών, Ιταλίας και Ελλάδα κατά κύριο λόγο.
Σε αυτό το κείμενο που τα λέει όλα χωρίς να δημιουργεί τρικλοποδιές ή τεχνάσματα πέραν της ειλικρινούς παραβολής, η σκηνοθετική ματιά του Θέμελη Γλυνάτση είναι δωρική, πειθαρχημένη, αυστηρή και γι’αυτό επικίνδυνη. Δεν ωραιοποιεί, δεν χαΐδεύει, δεν αφήνει περιθώρια δεύτερης ανάγνωσης –ακόμα κι εκεί όπου το κείμενο δίνει έναυσμα-ελπίδα για κριτική σκέψη και μεταμέλεια της καθεστηκυίας τάξης έναντι στα δεινά των μεταναστών. Και πώς αλλιώς αφού ο λόγος αρθρώνεται από την κυρία Πουτάνα, εξεζητημένη αστή περσόνα και απευθύνεται στον αμίλητο μεν κύριο Πουτάνα, συγκλονιστικά εκφραστικό δε μέσω των ήχων, της κινησιολογίας και της τρομακτικής εικόνας που φέρει. Ανδρείκελα και οι δύο της επίφασης εποχών παρελθόντων, εσχάτως δε πανταχού παρόντων και ενισχυμένων. Ρατσισμός και φασισμός, διαστροφή και κυνισμός συμπλέουν τόσο φυσικά σε αυτά τα δύο κατασκευάσματα ανθρώπων σε βαθμό που τα nexus του Philip Dick στο «Ηλεκτρικό Πρόβατο»-Blade Runner φαντάζουν και είναι απείρως ρομαντικά και ανθρώπινα. Οι ηθοποιοί, μέσα από καλοκουρδισμένες αβρότητες αποδίδουν έξοχα τη μαεστρία της χυδαιότητας. Κι όμως, αυτοί οι χαρακτήρες δεν είναι γκροτέσκ, είναι πραγματικοί, δεν είναι κρυμμένοι πίσω από μια σέχτα, είναι-είμαστε καθημερινοί άνθρωποι που λιάζονται στις ωραίες παραλίες της χώρας τους κάτω από τον υπέρλαμπρο καλοκαιρινό ήλιο της Μεσογείου, αυτόχθονες και τουρίστες.
«Η αποθέωση της μπουρζουαζίας συνίσταται στο να μην αναγνωρίζει τη μελαγχολία
στους υπόλοιπους ανθρώπους.
Ποια είναι η μελαγχολία του πνιγμένου;
Κατεβαίνω μέχρι τον κώλο ενός καρχαρία για να το μάθω».
Το κείμενο είναι μια κατάβαση στα αμπάρια του πλοίου, όλων των πλοίων-πλοιαρίων που βυθίστηκαν κι εξακολουθούν να βυθίζονται στις ακτές της Μεσογείου, στην κοιλιά του κήτους που καταβρόχθισε τους μετανάστες, στον πάτο της θάλασσας που ξερνάει στις ακτές το «κύμα των μεταναστών». Το εμπνευσμένο ηχητικό περιβάλλον της παράστασης από τους Silent Move αποτελεί από μόνο του άποψη ευτυχούς συγκυρίας με τη σκηνοθεσία του Γλυνάτση. Σχεδόν καθ’ όλη τη διάρκεια της παράστασης επικρατεί ένας υποθαλάσσιος, υπόκωφος βόμβος, νεκρικός, σαν επιθανάτιος ρόγχος. Κάτω από το νερό όλα είναι αλλιώς, οι ρυθμοί είναι αργοί, οι ήχοι παρατείνονται και μεγεθύνονται, ο χρόνος έχει άλλη διάρκεια, το σώμα ταξιδεύει αιωρούμενο, νεκρό αλλά υπάρχον. Νεκρική ψυχεδέλεια, παραμορφωτική σήψη του ανθρώπινου σώματος, ακαμψία που μεταφέρεται μέσα στο νερό για να φτάσει στα πόδια των λουόμενων. Με όρους παραβολής και όλες τις προεκτάσεις αυτής ο θεατής προσλαμβάνει τον ήχο ως άλλος Ιωνάς στην κοιλιά του κήτους…
Το τρίτο πρόσωπο λειτουργεί στις παρυφές της σκηνικής δράσης αλλά με ένα τρόπο τόσο οργανικό που περνάει στο σωματικό ανά πάσα στιγμή με ένα ακατάπαυστο ρίγος. Ο αντίποδας της κυρίας και του κυρίου Πουτάνα είναι η ίδια η συγγραφέας, η συνείδηση του κειμένου, η κριτική σκέψη, η αμφιβολία, η στηλίτευση της διαστρεβλωμένης πραγματικότητας, η φρίκη της αποστασιοποίησης και της αδιαφορίας: «Η σαπίλα αυτής της κοινωνίας οφείλεται στο ότι κανείς δεν ντρέπεται για τον εαυτό του. Κανείς δεν αισθάνεται ένοχος».
Ο σκηνοθέτης συμπράττει με την περσόνα της αφηγήτριας για να καταδείξει ότι ο δυνατός λόγος είναι πάντα πιο ισχυρός από το κατασκευασμένο σοκ το οποίο έχουμε όλοι συνηθίσει μέσω της διαμεσολάβησης και της αναπαραγωγής χειραγωγημένων-εμπορευματοποιημένων ειδήσεων στην καθημερινότητα:
«Διαβάζω στη φωτογραφία τριών πνιγμένων μεταναστών, με σώμα άκαμπτο και τις γροθιές σφιγμένες πάνω στο στήθος.
Διαβάζω: Τα προβλήματα των μεταναστών.
Γι’ αυτήν την τόσο απαίσια φωτογραφία κάποιος τόλμησε να γράψει: Τα προβλήματα των μεταναστών.
Το να πνιγείς είναι απλώς ένα πρόβλημα.
Η Αφρική δεν μοιάζει να αποτελείται από ανθρώπινα όντα, αλλά από προβλήματα.
Τα προβλήματα των μεταναστών.
Όχι τα δικά μας».
Ο Γλυνάτσης στοχεύει στο κέντρο της συνείδησης του θεατή και όχι στον εντυπωσιασμό του, κάτι που οδήγησε σταδιακά στο προφανές, στην εξ ορισμού απόσταση και εν τέλει στην παθητικότητα: «Αν κατάφερνα να κάνω το κοινό να ξεράσει, όπως ο Θεός ξερνάει τους φτωχούς, όπως οι φτωχοί ξερνάνε λάσπη». Καταδεικνύει τα ολέθρια αποτελέσματα του φιλελευθερισμού που οδήγησε στον νεοσυντηρητισμό και την αναδίπλωση χαμηλών ενστίκτων και ηθικολογικών κανόνων:
«Δεν ξέρω αν πρέπει να το πω, κύριε Πουτάνα,
Αλλά μερικές φορές σκέφτομαι, κύριε Πουτάνα,
Ότι οι νέγροι πνίγονται για να μας ταπεινώσουν, κύριε Πουτάνα.
Πνίγονται από μνησικακία, κύριε Πουτάνα.
Γιατί θέλουν να είναι άνθρωποι σαν και μας.
Γιατί θέλουν να ασχοληθούν με την ομορφιά.
Γιατί θέλουν να ασχοληθούν με τα πλούτη.
Γιατί θέλουν να είναι ευαίσθητοι, κύριε Πουτάνα».
Στον καμβά του Bruegel η Λίντελ κεντάει τις αναφορές της (Αρτώ, Ζενέ, Παζολίνι) σε ένα κείμενο καταιγιστικό που μειώνει την απόσταση «ασφαλείας», δημιουργεί κίνδυνο, μολύνει: «Πάμε στο βουνό κύριε Πουτάνα. Πάμε στο βουνό. Οι αγελάδες δεν τρώνε νέγρους, τα γουρούνια δεν τρώνε νέγρους. Αν τα ψάρια δεν σταματήσουν να τρώνε τους νέγρους θα πρέπει να σταματήσουμε να τρώμε ψάρια». Η αμφιβολία της κυρίας Πουτάνα στο δεύτερο μέρος κλυδωνίζει τις «ωραιοποιημένες», στέρεες, πειθαρχημένες βάσεις. Η απειλή του κινδύνου επεκτείνεται στο γύρω σύμπαν:
«…..αγνοούμενοι.
Κι αν κάποια μέρα εμφανίζονταν;
Κι αν κάποια μέρα εμφανίζονταν μεταμορφωμένοι σε ψάρια να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους;
Όπως συνέβη και σε άλλες περιπτώσεις, τα σώματά τους θα εμφανιστούν μετά από αρκετές ημέρες,
ακρωτηριασμένα από τα ψάρια,
σε κάποιο τουριστικό θέρετρο περιωπής».
Το κείμενο μιλάει στους «λευκούς», όχι στους μετανάστες, εξάλλου οι τελευταίοι δεν έχουν γλώσσα για να μιλήσουν, δεν τους αναγνωρίζεται αυτό το δικαίωμα. Η γλώσσα, η νεοφιλελεύθερη γλώσσα είναι εγγενής ποιότητα των «λευκών» και όχι των φτωχών-νέγρων-μεταναστών: «Μπορούν να αισθάνονται ό,τι θέλουν, αλλά είναι εκτός γλώσσας και δεν μπορούν να διαμαρτυρηθούν». Από την άλλη, η γλαφυρή περιγραφή ενός παιδικού χάρτη της Αφρικής μας υπενθυμίζει δραματικά την καταλυτική σημασία της οικογένειας, της εκπαίδευσης, του πολιτισμού στη διαμόρφωση του ανθρώπινου χαρακτήρα.
Ο σκηνοθέτης, με επιμέλεια και αισθητική καθαρότητα δομεί ένα φαινομενικά στέρεο σύμπαν. Κι όμως, σε σταδιακή κλιμάκωση υφέρπουν υπόγειες δονήσεις, αργά και χειρουργικά διοχετεύεται δηλητήριο. Αυτή η διαστροφική ομορφιά της οργάνωσης παραπέμπει στις ωραιοποιημένες προπαγανδιστικές εικόνες που αποτύπωσε η Λένι Ρίφενσταλ. Άλλο ένα δυνατό στοιχείο της παράστασης είναι το εικαστικό και φωτιστικό περιβάλλον, σε αρμονία με τη σκηνοθεσία και τις ερμηνείες των αρτιότατων τεχνικά ηθοποιών.
«Πώς να συνεχίσω;
Πώς να ξεπεράσω την πληροφορία;
Πώς να μετατρέψω την πληροφορία σε φρίκη;
Πώς να ξεφύγω από την ευσπλαχνική κοινοτοπία και τη σαχλή καταγγελία;
Πώς να ξεφύγω από το κοινωνικά αποδεκτό;
Με καταθλίβει η ανικανότητα.
Η μόνη ιδέα που έχω είναι να παραχωρήσω στην πραγματικότητα το δικαίωμα στο μυστήριο.
Η μόνη ιδέα που έχω είναι να φανταστώ ένα θαύμα».
Αν υπάρχει θαύμα σε αυτή την ιστορία βρίσκεται στο σοκαριστικό τέλος αυτής της εξαιρετικά δυνατής παράστασης.
———————————————————–
«Και τα ψάρια βγήκαν να πολεμήσουν ενάντια στους ανθρώπους»
Συμπαραγωγή της εταιρίας θεάτρου DOT και της ομάδας ΑΤΟΝΑλ
Ελληνικό Φεστιβάλ, 13 και 14 Ιουνίου
Μετάφραση: Κων/νος Παλαιολόγος, Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου
Σκηνοθεσία: Θέμελης Γλυνάτσης
Μουσική: Silent Move
Ηχοληψία: Γιώργος Κατσιάνος
Σκηνικά: Αδριανός Ζαχαριάς
Κοστούμια: Μαργαρίτα Δοσούλα
Φωτισμοί: Μελίνα Μάσχα
Διανομή:
Πουτάνα
Σοφία Μαραθάκη
Κύριος Πουτάνα
Νέστορας Κοψιδάς
Φωνή
Αλεξάνδρα Ντεληθέου
Τιμές εισιτηρίων: 15€, Φοιτητικό: 5€, Μειωμένο: 10€, Κάρτα ανεργίας: 5€,
ΑμεΑ: 5 ευρώ.
Το κείμενο της παράστασης κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Σιδέρη και θα είναι διαθέσιμο στο Ελληνικό Φεστιβάλ τις ημέρες των παραστάσεων.