Γραμμένο στην προεμφυλιακή Ισπανία του 1936, το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα λειτούργησε ως ένας προειδοποιητικός εφιάλτης για μια κοινωνία που βάδιζε ολοταχώς προς την κατάρρευση, τον αλληλοσπαραγμό, και ένα σκοτεινό κεφάλαιο σαρκοβόρας εσωστρέφειας, αδυσώπητης καταπίεσης και γενικευμένης εξαθλίωσης. Ο εφιάλτης του Federico Garcia Lorca απέκτησε σάρκα με την άνοδο του Franco στην εξουσία, κι επενδύθηκε με μια ανατριχιαστική οικουμενικότητα, όταν η μπότα του ναζισμού άρχισε να απλώνει τη σκιά της πάνω απ’ την Ευρώπη λίγο αργότερα.
Σχεδόν επτά δεκαετίες μετά, το 2012, το έργο απέκτησε μια απ’ τις πλέον μνημειώδεις μεταγραφές του, όταν η Emily Mann μετέφερε τη δράση του από τις αγροικίες της Ανδαλουσίας στο σύγχρονο Ιράν. Στη μεταφορά της στο χρόνο και το χώρο, η Mann κατάφερε να υπογραμμίσει με τον χαρακτηριστικότερο τρόπο, πως ο ολοκληρωτικός χαρακτήρας μιας καταπιεστικής, ακραία συντηρητικής κοινωνίας, δεν περιορίζεται ούτε από εθνικά σύνορα, ούτε φυσικά από τα όρια του χρόνου. Στη φετινή του αναβίωση στον πολυχώρο Βρυσάκι, έστω και με καθησυχαστικά μη εξελληνισμένη μετάφραση από την Μαρία Σκαφτούρα, ο Ένκε Φεζολλάρι υπενθυμίζει ακριβώς αυτό.
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή: και ποια είναι δηλαδή αυτή η Μπερνάρντα Άλμπα;
Στην ανδροκρατούμενη κοινωνία της Ισπανίας του ‘36, η αντιηρωίδα του Lorca δεν είναι παρά ένα ανεστραμμένο είδωλο: η μητρική φιγούρα, ενστικτωδώς ταυτισμένη με την φροντίδα, την τρυφερότητα και την γαλούχηση, στο έργο του σπουδαίου Ισπανού λογοτέχνη γίνεται μια αυταρχική φιγούρα πολύ σκληρότερη και αυστηρότερη απ’ όσο θα μπορούσε να είναι ο οποιοσδήποτε δυνάστης άντρας του σπιτιού. Η Μπερνάρντα και η αποφασιστική της αφοσίωση στον μπουρζουά καθωσπρεπισμό, εκδηλώνονται πλήρως και αμετρίαστα, μετά το θάνατο του δεύτερου άντρα της, οπότε από χαρωπή νοικοκυρά κι αφέντρα, μετατρέπεται σε πένθιμη χήρα και μόνη κυρίαρχος της περιουσίας της. Η οποία περιουσία φυσικά δεν περιορίζεται μονάχα στα ακίνητα, αλλά και στα ζωντανά του οικήματός της, μεταξύ των οποίων και οι κόρες της.
Ο φορέας της ελπίδας μετατρέπεται στο πρόσωπο της φρίκης (τι μάς θυμίζει άραγε αυτό;), καθώς αυστηρά προσηλωμένη στις επιταγές των παραδόσεων, η Μπερνάρντα έχει σκοπό να τιμήσει και τη μνήμη του άντρα της, αλλά και το άσπιλο του ονόματός της. Έτσι, επιβάλει ένα αλύπητο πολυετές πένθος, διατάσσει τις υπηρέτριες να μην δει το σπίτι ούτε ο ήλιος κι ούτε αέρας φρέσκος να μην μπει, και καταδικάζει τις κόρες της στα ιδιαίτερά τους, να κλαίνε τη μοίρα τους υφαίνοντας την προίκα τους. Αλλά κορίτσια είναι αυτά, θέλουν να ζήσουν, να στολιστούν και να γλεντήσουν, κι η αυθάδειά τους γεννά αντιδραστικότητα, την οποία μόνο το σκληρό ραβδί της μάνας τους μπορεί να συνετίσει. Μέχρι τέλους.
Άγρια κι αλύπητη τομή μιας κοινωνίας ολόκληρης, χαμένης στις υστερίες, τις ελπίδες, τα όνειρα και τους εφιάλτες ενός σπιτιού μονάχα, το Σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα χωράει μέσα του μια κοινωνία σάπια και μολυσμένη απ’ την κακεντρέχεια, το φθόνο και την απανθρωπιά, που κατατρών σαν γάγγραινα τα σωθικά της. Σ’ αυτό το σπίτι της καταπίεσης, της επιβολής και της υποταγής, κατοικούν άνθρωποι με πάθη αβίωτα κι απωθημένα, καταχωνιασμένα σε κομμάτια της ψυχής τους που τα νομίζουν απόρθητα και ξεχασμένα. Τον κόσμο αυτόν τον άρρωστο ο Lorca θέλει να τον γιατρέψει μέσα απ’ τη νιότη και την αμφισβήτηση που πάει μαζί με την αυθάδεια του πνεύματος και τη σφριγηλότητα της σάρκας. Αυτή η νιότη, που νομίζει πως μπορεί ν’ αντιταχθεί στη γερασμένη ψυχή της φασκιωμένης στις φοβίες της κοινωνίας, είναι βέβαια κι αυτή που θα πληρώσει πιο άγρια το τίμημα, για το θράσος της να νομίζει ότι μπορεί να τα αντιταχθεί στη μοίρα.
Όταν μια κοινωνία ταξιδεύει με μπούσουλα μια στρεβλή ιδέα περί αξιοπρέπειας, είναι τρομακτικό το πόσο εύκολα ο σκοταδισμός κι η καταπίεση ταυτίζονται με την περηφάνια και τη νοικοκυροσύνη. Αυτό είναι που οφείλει κανείς να μνημονεύει περισσότερο, σ’ ένα έργο που οι λέξεις και οι πράξεις, χωρίς να κατονομάζουν ή να υποδεικνύουν, εικονοποιούν την ψυχοπαθολογία μιας κοινωνίας, η οποία κυβερνιέται απ’ την κακεντρέχεια, το φθόνο, την καχυποψία και τον συντηρητισμό ως άμυνα στον έξω κόσμο. Ένα σύμπαν όπου ο σκοταδισμός που επιβάλλεται, ξυπνά ένστικτα σκοτεινότερα κι από την πιο ερεβώδη νύχτα, κι η καλλιέργεια του φόβου για τον εξωτερικό εχθρό, είναι αυτή που ντύνει με μανδύα εκλογίκευσης την εσωτερική φρικαλεότητα. Οι κόρες στρέφονται η μια ενάντια στην άλλη, εχθρότητες κατασκευάζονται και τροφοδοτούνται με προσεκτικό τάισμα των ενστίκτων του φθόνου και της μνησικακίας, κι ο μικρόκοσμός τους βράζει με μια υπόγεια οργή που όλο και πιο άγρια ετοιμάζεται να σκάσει. Και μόνο μια θυσία, βέβαια, μπορεί να κατευνάσει.
Την ασφυξία που επικρατεί στο σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα, την εντείνει ακόμα περισσότερο κι ο χώρος της μικρής αυλής του πολυχώρου Βρυσάκι. Αναπάντεχα ιδανικές για το ανέβασμα του έργου, οι πρακτικές δυσκολίες ενός χώρου που μετά βίας εξυπηρετεί καμιά τριανταριά καθήμενους, δε σε φέρνουν απλώς κοντά στην παράσταση του Ένκε Φεζολλάρι, αλλά σε βάζουν μέσα της σχεδόν, με τις εξαιρετικές ερμηνείες απ’ όλες τις ηθοποιούς να εκτυλίσσονται όχι μπροστά, αλλά δίπλα, πίσω, από πάνω και μέσα σου, την ώρα που ο Φεζολλάρι, με τη σκηνοθετική του ευρηματικότητα κι ευελιξία, καταφέρνει να βρίσκει ανάσες ακόμα και στις πιο στενές απ’ τις γωνιές του υπέροχου μικρού του σκηνικού. Εκμεταλλευόμενος πιο πέρα κι απ’ το έπακρο το χώρο του, εντοπίζοντας αφορμές για εκπλήξεις ακόμα και στους μεντεσέδες απ’ τα παραθυρόφυλλα σχεδόν, κατασκευάζει μια αγωνιωδώς αφυπνιστική, αλλά και ολότελα εγκολπωτική θεατρική εμπειρία.