Περιεργάζομαι τον Παπαγιώργη σε μια φωτογραφία του, ούτε ιδιαίτερα πρόσφατη ούτε και παλιά, των τελευταίων δέκα χρόνων. Είναι λοιπόν όλο αυτό που ήξερα, μα όχι πια όπως το ήξερα: ο Κωστής, κυριαρχημένος σε χρόνο ανύποπτο από την ίδια την απουσία του, κοιτάει ίσα στο φακό -που θα πει μας κοιτάει, μας καρφώνει, κι όσο αντέχουμε- με τα μάτια μισόκλειστα σαν να τον χτυπάει ήλιος την ώρα της φωτογράφισης, ή να του πονάει λίγο το κεφάλι, και μ’ ένα μειδίαμα από κείνα που σε τσακίζουν γιατί δεν τα βλέπεις αλλιώς, δεν τα αντιλαμβάνεσαι πάνω σε ζωντανό πρόσωπο – μόνο άμα λείψει το πρόσωπο εμφανίζεται αυτό το μειδίαμα, καλά σταμπαρισμένο και ασάλευτο, σχεδόν θριαμβικό, και σου ζητάει να ερευνήσεις τα ανερεύνητα.
Πάντα με βασάνιζαν οι φωτογραφίες των νεκρών – των εν ζωή εισέτι, που κάτι στο βλέμμα ή στη σύσπαση του στόματος προεικάζει θαρρείς το τετελεσμένο, το αδιανόητο.
Θα ’ναι τρία, τέσσερα ή πέντε χρόνια που πέρασα ένα βράδυ από τον Οικονόμου στα Πετράλωνα˙ δεν το έκανα συχνά, σεβόμουν την αντροπαρέα της Πέμπτης, μα πότε-πότε περνούσα για λίγο, δεν είναι και μακριά από την περιοχή που μένω. Ήταν εν απαρτία η μεγάλη τράπεζα -καράβι για ξεκίνημα-, όλοι οι παλαίμαχοι φίλοι εκεί, όπως και κάποιοι καινούργιοι που δεν τους ήξερα, τότε πρωτοσυστηθήκαμε. Βρέθηκε χώρος και κάθισα δίπλα στον Κωστή για κάνα μισάωρο περίπου. Μιλώντας περί ανέμων και υδάτων, δεν θυμάμαι με τι αφορμή του είπα κάποια στιγμή μια κουβέντα που λέγαν παλιά στον τόπο μου˙ ότι εννιά ψέματα την ημέρα τα επιτρέπει ο Θεός, το δέκατο όχι. Του άρεσε, έκανε πανηγύρι με κάτι τέτοια – «Το δέκατο είναι η καταπακτή!» είπε ευφρόσυνα, γλεντζέδικα, κρούοντας το ποτήρι του στο δικό μου (τις Πέμπτες ειδικά του επέτρεπε ακόμα ο Θεός κι εννιά και δέκα γουλιές κρασί). Συμφώνησα με την «ερμηνεία» του, την αφοπλιστική κι αυθαίρετη ατάκα -ούτε που διανοήθηκα να τον ρωτήσω τι εννοεί, δεν γίνονται αυτά-, κι αμέσως μετά έσκυψε στο αυτί μου με ύφος τάχα συνωμοτικό: «Το ’χεις περάσει αυτό κάπου, έτσι;» «Όχι ακόμα», του λέω, «δεν έμεινε καιρός». «Ε, μην τ’ αφήσεις, κρίμα είναι».
Ήρθε η ώρα και το περνάω εδώ, εκείνος στην «καταπακτή» -τι άλλο να εννόησε τότε ή όποτε;- κι εγώ απ’ έξω εισέτι, κατά τα φαινόμενα απ’ έξω (και τα φαινόμενα μετρούν σ’ αυτές τις περιπτώσεις), μπερδεμένη απ’ την αδυναμία μου να καταλάβω ότι πέθανε, που μπορεί να ’ναι και για καλό τέτοιες αδυναμίες, ή απλώς να μη γίνεται αλλιώς – πάω να το δεχτώ και μου βγαίνει απίστευτο, πάω να το πιστέψω και μου βγαίνει ανήκουστο, σε πλήρη ατέλεια ο νους, αμηχανία απόλυτη. Εκείνα τα πρώτα εικοσιτετράωρα που έγραφα για τον Κωστή, για την απουσία του, ήταν σα να υπνωτιζόμουν και να ξεχνούσα κάπως ΤΗΝ απουσία, να μου διέφευγε… Μα όσο περνούν οι μέρες και το μαντάτο «κρυώνει», ξαναμπερδεύομαι χειρότερα, ή εσαεί το ίδιο, και ξέρω πως στην ουσία δεν είμαι σε θέση καν να το σκεφτώ, δεν υπάρχει τρόπος. Άνοιξα προ ολίγου το Ζώντες και τεθνεώτες, ίσως και βρω έναν τρόπο, μου υποδείξει ο ίδιος, κι έπεσα πάνω στο Τέταρτο Κεφάλαιο, σελίς 33, αρχή-αρχή: Η βαθύτερη απορία του ζωντανού είναι ότι, όσο κι αν ψάχνει μέσα του, δεν βρίσκει τρόπο να αναμετρηθεί με την απουσία.
(Εκτός κι αν ο ζωντανός αποβαίνει συν τω χρόνω, ανεπαισθήτως πως, μέρος αυτής της απουσίας.)
Παραμονή Χριστουγέννων, αυτά που μας πέρασαν, βρεθήκαμε μια παρέα στο σπίτι του Νίκου Ξυδάκη, του μουσικού. Τρία ζευγάρια και κάτι, ο Νίκος με την Κατερίνα, ο Γκανάς με την Πόπη, ο Κωστής με την Ράνια, κι εγώ με τον κούκκο. Η βραδυά έμοιαζε να ζητάει κέφι, μια διάθεση «ας πάει και το παλιάμπελο», περίεργο κέφι δηλαδή και λίγο ενοχικό, εφόσον εγώ τουλάχιστον ήξερα απ’ την Ράνια (οι άλλοι μέσες-άκρες) ότι τα νέα των γιατρών για τον Κωστή δεν ήταν ευχάριστα, οι καρκινικοί δείκτες χτυπούσαν κόκκινο. Μια εναντίωση, ένα ξόρκι ήταν αυτό το κέφι στο «άκεφο» και σκοτεινό που καραδοκούσε – ο ίδιος υποτίθεται δεν ήξερε πολλά, του τα ’λεγαν πιο μαλακά οι γιατροί. Όπως κι αν είναι, συμμετείχε στην καλή διάθεση σαν άλλοτε, ελαφρά βαρύθυμος ίσως, κάπως «πιασμένος», αλλά με τίποτα δεν θα ’φερνε εμπόδιο ο Κωστής στην αλλέγρα ροή του δείπνου…
Στο μεταξύ οι Γκανάδες είχαν αργήσει γιατί κάτι έκτακτο συνέβη στην Πόπη και έπρεπε να τρέχουν νυχτιάτικα σε καρδιολόγο. Όταν τελοσπάντων έφτασαν, ολωνών η προσοχή στράφηκε εκεί, η Πόπη μας αφηγόταν τι και πώς με την λαχτάρα που έπαθε, πόσην ώρα περίμεναν έξω από το ιατρείο, πόσα τους πήρε ο σπουδαίος γιατρός, τι τους είπε (ευτυχώς τελικά δεν ήταν κάτι σοβαρό), βρήκα ευκαιρία να παραπονεθώ κι εγώ για κάτι ταχυπαλμίες, και θυμάμαι πόσο φρόνιμα άκουγε ο Κωστής, πόσο συναινετικός ήταν στην περιπέτεια της φίλης μας, και στη δική μου «προσθήκη». Μου ’φερνε δάκρυα, για να πω την αλήθεια˙ εμείς να ’χουμε ένα αγκαθάκι στο χέρι κι αυτός να έχει το αγκάθι μες στο μάτι του και παρ’ όλα αυτά να μην το κάνει θέμα, κάθε άλλο.
Γυρνώντας στο σπίτι μου, μ’ ένα φεγγάρι από πάνω λαμπρό και φαγωμένο, βούρκωσα κανονικά και σκεφτόμουν πως δεν είναι πια το μαγκάκι ο Κωστής, είναι μόνο ευγενής˙ το μαγκάκι, ο πλακατζής, η διάνοια, το ξέμπαρκο παιδί απ’ το Χαλάνδρι που έφτασε να γίνει «μορφή» στο συγγραφικό γίγνεσθαι (θα γελούσε αν τ’ άκουγε) χωρίς να κουνήσει το δαχτυλάκι του, χωρίς να κυνηγήσει τίποτα, προσπερνώντας τιμές και δόξες – κι έχοντας φτύσει αίμα όμως μες στο μελάνι του, έχοντας φάει τα σωθικά του˙ ευγενής, ευγενής, και τόσο μόνος σ’ αυτό που περνάει.
Γιατί ποιος το λέει πως δεν τα είχε καταλάβει όλα απ’ την αρχή, απ’ το φθινόπωρο που μπήκαν μπρος οι εξετάσεις, αλλ’ αφού η Ράνια, οι γιατροί κι από γύρω οι φίλοι θεωρούσαμε χρέος να του κρύβουμε τη μισή αλήθεια, ποιος λέει πως του ήταν τόσο δύσκολο να μας κάνει τη χάρι… Όλον εκείνον τον καιρό με αυτό κατατριβόμουν: ποιος παίζει θέατρο σε ποιόν, κι αφού το πράττουν και οι δυο μεριές, ποιός τότε υποδύεται καλύτερα τον άχαρο ρόλο. Μάλλον εκείνος. Κι αν ίσως δεν σημαίνει αυτό απαραιτήτως γενναιότητα, αν ήταν ο φόβος του ανθρώπου μπροστά στο ύστατο, ο πιο παλιός μας φόβος, που τον κρατούσε «ανήξερο», και πάλι, λέω, το ότι διάλεξε να μην το μοιραστεί με κανέναν, να μην το μιλήσει ανοιχτά, δεν είναι κι αυτό μια γενναιότητα από τις πιο παιδεμένες και πικρές;
(Αν και τι σημασία πια.)
Τον ξαναείδα τη βραδιά των Θεοφανίων, στη γιορτή της Ράνιας. Φορούσε παντελόνι πράσινο που του πήγαινε πολύ -το πράσινο του πεύκου-, ήταν σαν νεαρός με άσπρα μαλλιά, αν τον κοιτούσες από πίσω θα ’λεγες εικοσάρης, φορούσα κι εγώ ένα φουστάνι μαύρο-πράσινο και καταπράσινο δαχτυλίδι. Με σκούντησε στον αγκώνα, «Κι εσύ Παναθηναϊκός, μεγάλη;» «Εγώ είμαι της ελπίδας», του λέω, «μη με μπλέκεις με ομάδες». «Ααα! Αυτό κι αν το χρειάζεται η ομάδα!…» εκάγχασε κι εβόγγηξε. Δεν θα ξεχάσω με τι στοργή η Ράνια, πόση έγνοια, ενώ ο κόσμος ακόμα έτρωγε, του πρόσφερε το δικό του επιδόρπιο, ένα πιατάκι με κομμένες φέτες πράσινο μήλο – «Έλα, Κωστή…» Το πήρε σαν κάνιστρο απ’ το χέρι της και βούτηξε ψευδομορφάζοντας την πρώτη φετούλα. Κάμποσο καιρό πριν, ένα τέτοιο βράδυ μου είχε πει: «Τι εγκράτεια, βρε Ζυράννα, και πράσινα άλογα. Ένα ταψί καταΐφι να βάλεις μπροστά μου θα το τσακίσω στη στιγμή! Αλλά δεν κάνει, το σάκχαρο γαρ!… Άρα εγκράτεια, τι θυμώνω».
Στις 14 Ιανουαρίου, ξημερώνοντας Τρίτη, τον είδα στον ύπνο μου. Καθόμασταν λέει στην άκρη του καναπέ, τον άγγιζα στο γόνατο, και μιλούσαμε με μισόλογα για κείνο… Πράξη ιερή αυτά τα μισόλογα, η άρρητη συνέχεια μιας όμορφης φιλίας.
Και μετά οι πενήντα μέρες στο Λαϊκό Νοσοκομείο, η μεγάλη επέμβαση, οι συνεχείς αιμορραγίες, τα μάτια της Ράνιας που δεν χόρταιναν δάκρυα, δυσκολευόμουν να θυμηθώ πώς ήταν πριν αυτά τα μάτια. «Θα μου λείψουν τα νεύρα σου, Κωστή, το πιο γλυκό βρισίδι, θα μου λείψουν οι πλάκες σου, οι αγάπες σου, η πιο γλυκιά σου αγάπη!» την άκουγα να μονολογεί σαν βουρλισμένη στους διαδρόμους ενόσω τον κρατούσαν μέσα σε καταστολή, μιαν ακόμη καταστολή, προοίμιο του ατέλειωτου ύπνου. Πήρε το αυτί μου ένα απόγευμα, το προτελευταίο, και τον Θανάση τον προγονό του να ψιθυρίζει από πάνω του συλλαβιστά σχεδόν: «Κανένα μυστικό στη συμπάθειά μας, Κωστή, μ’ ακούς;… Είμαι ο Θανασάκης, Κωστή, δεν μ’ ακούς;…» Μαζί του μεγάλωσε αυτό το παιδί, από επτά ετών και για είκοσι δύο έτη τον Κωστή είχε για πατέρα. Κι έμοιαζε να ρωτάει μάταια, αλλά μπορεί και όχι, πώς να το ξέρουμε.
Εξέπνευσε ο άνθρωπος το βράδυ των γενεθλίων του, 21 Μαρτίου – μπήκε, μπήκε η άνοιξη, εμπρός βήμα ταχύ…
Όλοι οι γραφιάδες σημειώνουμε πράγματα, λέξεις ή φράσεις που δεν θέλουμε να ξεχάσουμε, που θα μας χρειαστούν ενδεχομένως σε κάποια ιστορία. Ο Κωστής, εξ όσων γνωρίζω, δεν σημείωνε πολλά τέτοια, θα πρέπει να είχε μνήμη εγκληματική, του το έλεγα. Μα τι άραγε τον έσπρωξε, και ποια στιγμή ακριβώς, να γράψει πίσω από έναν σελιδοδείκτη την φράση -μέσα σε αγκύλες μάλιστα- «ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ»; Μου το έδειξε η Ράνια την επαύριο της κηδείας του, το είχε βρει μια απ’ τις τελευταίες μέρες που πετάχτηκε για λίγο από το νοσοκομείο στο σπίτι˙ έπεσε ο σελιδοδείκτης από μια στοίβα βιβλία στο γραφείο του Κωστή, τον σήκωσε αυτή, διάβασε Ο συμπονετικός άνθρωπος, Μυριάμ ντ’ Αλλόν, εκδόσεις Εστία, και γυρνώντας ασυναίσθητα το χαρτονάκι απ’ την πίσω μεριά, διάβασε και το άλλο που την άφησε άναυδη.
«ΝΑ ΕΙΣΤΕ ΟΛΟΙ ΕΚΕΙ». Η φράση τυγχάνει κοινή, κοινότατη, αλλά ως «αίτημα» δεν μοιάζει και τόσο τυχαίο. Γιατί το έγραψε λοιπόν, τι εννοούσε;
Είναι από τα αμίλητα που πήρε μαζί του.
Ζυράννα Ζατέλη
(αρχές Απριλίου 2014)