Έχοντας μπει στο μικροσκόπιο της διασημότητας στον 21ο αιώνα -και στο στόχαστρο της κριτικής- ως πρωταγωνιστής της πετυχημένης αλλά επώδυνης κινηματογραφικής τετραλογίας The Twilight Saga, από το 2008 μέχρι το 2012, ο Ρόμπερτ Πάτινσον μοιράζει τα τελευταία χρόνια σταθερές δόσεις γλυκιάς, διαβολικής εκδίκησης σε όσους βιάστηκαν ίσως να τον απαξιώσουν ως ηθοποιό βεληνεκούς μιας οδοντογλυφίδας. Η μετά-Twilight φιλμογραφία του μαρτυρά ένα προηγουμένως κρυμμένο καλό γούστο, με τον ίδιο να έχει επιδιώξει συνεργασίες με auteurs όπως ο Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ (Κοσμόπολις, Maps to the Stars), ο Βέρνερ Χέρτζογκ (Η Βασίλισσα της Ερήμου) και ο Άντον Κορμπάιν (Life), αλλά κι ανερχόμενους σκηνοθέτες όπως οι αδερφοί Τζος και Μπένι Σάφντι του Good Time, της νέας του ταινίας που έκανε πρεμιέρα στο Διαγωνιστικό του φετινού Φεστιβάλ Καννών και τον έφερε προ ημερών και στην Ελλάδα ως καλεσμένο των παραγωγών Πάρι Κασιδόκωστα-Λάτση και Τέρι Ντούγκας που μέσω του Hercules Film Fund τους χρηματοδότησαν την παραγωγή (δεν ξέρουμε αν το pitch ήταν «το Μετά τα Μεσάνυχτα συναντά το Άνθρωποι και Ποντίκια», κι αν λειτούργησε απρόσμενα), χωρίς οι φημισμένοι για το DIY στιλ τους δημιουργοί να χρειαστεί να θυσιάσουν την ανεξάρτητη ταυτότητα της δουλειάς τους.
Η ταινία πρόσφατα μπήκε και επισήμως στην οσκαρική συζήτηση, αποσπώντας 4 υποψηφιότητες στα Independent Spirit Awards, μεταξύ των οποίων καλύτερης ταινίας και Α’ ανδρικού ρόλου για τον Πάτινσον. Καθόλου άσχημα για έναν άνθρωπο που για πολλά χρόνια κινδύνευε να αφήσει ως κληρονομιά στο κινηματογραφικό στερέωμα αυτή την έκφραση…
Πνιγμένος στα neon φώτα του Σον Πράις Γουίλιαμς και τον καταιγισμό των synths του Oneohtrix Point Never, ο Πάτινσον απέχει γαλαξίες από εκείνο το φωσφοριζέ βαμπίρ (εδώ το μόνο που λαμπυρίζει πάνω του είναι τα σκουλαρίκια του). Υποδύεται ένα μικροεγκληματία, τον Κόνι Νίκας, που μόλις έχει αποφυλακιστεί κι έχει μοναδική του προτεραιότητα να γλιτώσει το διανοητικά άρρωστο αδερφό του, Νικ (Μπένι Σάφντι), από τα γρανάζια της κρατικής «φροντίδας». Μόνο που εδώ «βλέπεις Νίκας, είναι κακό», αφού τα δύο αδέρφια σχεδιάζουν μια ληστεία τράπεζας που αποτυγχάνει παταγωδώς, με αποτέλεσμα ο Νικ να συλληφθεί και ο Κόνι να περάσει μια παλαβή νύχτα στους δρόμους του Κουίνς προσπαθώντας να βρει τα λεφτά της εγγύησης για να πάρει τον αδερφό του πίσω. Στην πορεία θα συναντήσει ένα σωρό από εκκεντρικές, νευρικές φιγούρες που μοιάζουν να κυκλοφορούν μόνο το βράδυ (και μόνο σε ταινίες), όπως η Τζένιφερ Τζέισον Λι σε ρόλο υστερικού cougar με λεφτά και ο Μπάντι Ντουρές (η ανακάλυψη των Σαφντί στην προηγούμενή τους ταινία, Ηeaven Knows What) σε ρόλο κατά λάθος συνοδοιπόρου του Κόνι στη νυχτερινή του οδύσσεια που όμως στην αληθινή ζωή έχει μπει 8 φορές φυλακή για ναρκωτικά και έτσι δεν χρειάστηκε ιδιαίτερο Method acting. (Σε αντίθεση με τον Πάτινσον, που πέρασε ολόκληρη την περίοδο της προετοιμασίας παραμένοντας στο χαρακτήρα, υιοθετώντας το λουκ του, επισκεπτόμενος φυλακισμένους και ανταλλάσσοντας emails με τον Τζος ως Κόνι.)
Η πειραματική, guerilla-style φιλοσοφία των αδερφών Σάφντι σχεδόν ουρλιάζει σε κάθε πλάνο (το Good Time είναι περήφανα γυρισμένο σε φιλμ 35 εκ.), παράλληλα με την αγάπη τους για το κλασικό σινεμά των περιθωριακών αντι-ηρώων, από τη Σκυλίσια Μέρα του Σίντνεϊ Λουμέτ και το Thief του Μάικλ Μαν ως το Μετά τα Μεσάνυχτα του Μάρτιν Σκορσέζε, την επιρροή του οποίου καρφώνει μέχρι και η αφίσα. Συχνά, οι παρακάμψεις της ιστορίας και η αποφασιστική μεν, αναξιόπιστη δε, φύση του κεντρικού της χαρακτήρα δίνουν την αίσθηση ότι δεν πρόκειται για τίποτα παραπάνω από μια παραισθησιογόνο περιπλάνηση μαζί με έναν ποιητή του δρόμου σε μια μη προνομιούχα πλευρά της κοινωνίας, τόσο αόριστη όσο και αόρατη. Ακροβατώντας μεταξύ ενός «βρώμικου» ρεαλισμού και μιας αναζωογονητικής (για το είδος) αισθητικής ματιάς (το John Wick βλέπει την προηγούμενη παρένθεση και ζητάει τα ρέστα), αναπόφευκτα το Good Time ζει και πεθαίνει με την περίπλοκη ερμηνεία του Πάτινσον, που ανάμεσα σε αυτό και τη Χαμένη Πόλη του Ζ, την αδίκως παραγνωρισμένη ταινία του Τζέιμς Γκρέι που παράπεσε στο θερινό προγραμματισμό της διανομής, ανακηρύσσεται ο πιο ενδιαφέρων ηθοποιός της χρονιάς κι ένας από τους λίγους σταρ αυτού του μεγέθους που τολμά ακόμα να εκπλήσσει με τις επιλογές του, απομακρυνόμενος συνεχώς από τη ρετσινιά του ένοχου κινηματογραφικού του παρελθόντος.
To “good time” είναι όρος της φυλακής και αναφέρεται στη μείωση της ποινής λόγω καλής συμπεριφοράς. Ίσως έφτασε πλέον η ώρα να εφαρμοστεί και για τον πρωταγωνιστή του Twilight.