Ο Γιώργος Παπαγεωργίου εξερευνά τον σαρκοφάγο κήπο του Σεμπάστιαν στο εμβληματικό έργο του Tenesse Williams ως μια αναφορά στον ακρωτηριασμό της μνήμης. Και απαντά στις ερωτήσεις της Popaganda.
Πώς επιλέξατε το Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι από όλα τα έργα του Tennesse Williams; Η αφετηρία τις περισσότερες φορές είναι «υπογείως» προσωπική. Με αφορούσε στην παρούσα χρονική στιγμή, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο έργο του.
Δεν στάθηκα τόσο στο κομμάτι του κήπου με τα σαρκοφάγα φυτά του Σεμπάστιαν και τον κανιβαλισμό. Στάθηκα περισσότερο στον τρόπο που μπόρεσαν δύο γυναίκες (μητέρα, ξαδέρφη) να αγαπήσουν ένα αγόρι. Και ο κήπος τελικά έγινε η «μνήμη» του Σεμπάστιαν, γεγονός που μετατόπισε το δραματουργικό ενδιαφέρον σε πυρήνα ανθρωποκεντρικό, όσον αφορά τη δουλειά πάνω στους ρόλους.
Ποιο είναι το μεγαλύτερο άγχος σας όταν αναλάβατε τη σκηνοθεσία ενός τόσο κλασικού έργου που έχει ανέβει πολλές φορές; Ποια είναι η δύναμη που υπερνικά το άγχος και σας οδηγεί να καταπιαστείτε μαζί του; Είναι ένα από τα έργα που κουβαλάνε ένα ισχυρό μύθο τόσο σε συγγραφικό, όσο και σε παραστασιακό επίπεδο. Προσωπικά, στάθηκα περισσότερο στο μύθο που συνοδεύει τον τρόπο που γράφτηκε το Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι από τον ίδιο τον συγγραφέα. Οι αναφορές του στην αδερφή του, στην μητέρα του, οι κρυμμένες «κραυγές» του (-Κάθριν: Νοιώθω πολύ μόνη. Όταν τρελαίνεσαι, η μοναξιά είναι χειρότερη και απ’ το θάνατο), η σχέση του με τον ψυχίατρο του την περίοδο που έγραφε τα πρώτα σχεδιάσματα του έργου, με έκαναν να λαχταρώ περισσότερο την συνάντηση με το καινούργιο, παρά να φοβάμαι το βάρος του θρύλου σε επίπεδο ρεπερτορίου.
Από την άλλη, ερχόταν συνέχεια στο μυαλό μου στις πρόβες ο Αντρέας Βουτσινάς. Από αυτόν είδα πρώτη φορά μικρός έργο του Tennesse Williams (ήταν το Ορφέας στον Άδη) και θυμάμαι να «ακούω» την παράσταση να παίζεται πάνω από το κεφάλι μου, ένα βράδυ που είχα τρυπώσει στο υποσκήνιο του Βασιλικού θεάτρου στη Θεσσαλονίκη. Και κάπως ήρθε η υγρασία του Αμερικανικού νότου και «παντρεύτηκε» με την υγρασία του υποσκηνίου, φτιάχνοντας αυτό που λέμε «ατόφια» μνήμη.
Τι είναι αυτό που ανακαλύπτετε για το Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι κατά τη διάρκεια των προβών και που ίσως δεν το είχατε καν φανταστεί πριν ξεκινήσουν αυτές; Αφού προχωρήσαμε με τη διεύθυνση του θεάτρου στο κλείσιμο της συμφωνίας, έφυγα για λίγες μέρες στο εξωτερικό, road trip στο Μαρόκο με ένα φίλο μου. Το καλοκαίρι μετά, όταν διάβαζα το έργο, έπεσα πάνω σε μια μελέτη του Martin Sherman, που έλεγε ότι την περίοδο του έγραφε το έργο ο Williams, συνεργαζόταν στενά με τον Paul Bowles τον οποίο και επισκέπτονταν στο σπίτι του στο Μαρόκο, δίνοντας στη συνέχεια το μυθιστορηματικό όνομα «Καμπέζα ντε Λόμπο» στην παραλία της Ασιλά, μιας παραθαλάσσιας πόλης του Μαρόκο. Αυτή η σύμπτωση φανέρωσε ένα «δρόμο» με συγκεκριμένες αναφορές σε αραβικά «τοπία», τόσο σε επίπεδο δραματουργικής, όσο και σε επίπεδο ηχητικής επεξεργασίας.
Έχετε δει την κλασική κινηματογραφική μεταφορά του έργου, εάν ναι πόσο σας έχει επηρεάσει; Υπάρχουν στη παράσταση αναφορές σε αυτήν; Ναι την έχω δει, αλλά δεν μπορώ να πω ότι υπήρξαν άμεσες αναφορές. Περισσότερο με επηρέασε στη χρήση κάποιων φωτιστικών μοτίβων. Η έννοια γενικά του φωτός και του σκοταδιού. Όσον αφορά τους ρόλους, η δουλειά που έγινε με τους ηθοποιούς ήταν τελείως διαφορετική. Μην ξαχνάτε εξάλλου, ότι μιλάμε για μια διασκευή του θεατρικού κειμένου, για κινηματογραφική χρήση από τον Gore Vidal.
Γιατί το Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι μας αφορά ακόμα; Γιατί είναι ένα σπουδαίο έργο.