Ο Γιάννης Μανιατάκος είναι ένας σπουδαίος, πρωτοπόρος εικαστικός που έχει αφιερώσει τη ζωή του στη γλυπτική, τη ζωγραφική και τη φωτογραφία. Από τη δεκαετία του 1960 βουτά στην θάλασσα και ζωγραφίζει με λάδι στο βυθό, ζώντας και δημιουργώντας ανάμεσα στα πλάσματα του πελάγους. Πίνακες που στάζουν αλμύρα και αγάλματα που ακτινοβολούν ήλιο, εκεί άλλωστε τα δούλευε κάτω από τις εκτυφλωτικές λιακάδες του ελληνικού καλοκαιριού.
Γεννήθηκα στη Μάνη, παραμονή Χριστουγέννων του 1935. Ήμασταν 10 αδέρφια, τα δύο πέθαναν μικρά. Θυμάμαι την πρώτη φορά που πήγα στη θάλασσα, που απείχε μόλις 3 χλμ από το χωριό μου, με είχε κουβαλήσει ο αδερφός μου στην πλάτη του μέχρι εκεί και μόλις με έβαλε μέσα στο νερό, είχα χαζέψει.
Θυμάμαι τους γονείς μου με καλοσύνη. Ήταν αγρότες και μας μεγάλωσαν μέσα στην Κατοχή και στον Εμφύλιο. Ευτυχώς είχαν πρόβατα τότε και επιβιώσαμε- αλλιώς θα είχαμε πεθάνει από την πείνα.
Είμαι 81 χρονών κι ακόμη δεν μπορώ να περάσω από το χωριό και να μη μου έρθει στη σκέψη η εικόνα ενός φορτηγού που είχε αδειάσει πτώματα στην άκρη του δρόμου. Ο Εμφύλιος ήταν πολύ πιο τρομερός από την Κατοχή. Ήταν άγριο πράγμα. Τον πατέρα μου τον πήραν για εκτέλεση επειδή τους έλεγε «καθίστε φρόνιμα ρε παιδιά, άλλοι έχουν συμφέροντα ρώσοι, εγγλέζοι, αυτοί». Τους ξεφεύγει, οι άλλοι του δίνουν ένα όπλο για να πάει να εκδικηθεί αυτούς που τον έπιασαν και το πέταξε το όπλο και είπε «εγώ δεν έχω εχθρούς τους συγχωριανούς μου». Όχι μόνο δεν τους έκανε κακό αλλά μετέπειτα τους έκρυψε στην σοφίτα, όταν τους κυνηγούσαν να τους σκοτώσουν. Ήταν ένας άνθρωπος που έβλεπε μακριά.
Από μικρό παιδάκι έπαιρνα ένα ξύλο ελιάς και μ’ ένα σουγιαδάκι έφτιαχνα πουλάκια που φιλοδοξούσα να φαίνονται οι γραμμώσεις στα φτερά τους και στα πούπουλα. Τα παιδιά στο σχολείο με φώναζαν Φειδία. Πήγα για πρώτη φορά σχολείο στο Γύθειο, το 1945 μετά το φευγιό των Γερμανών, ήμουν ήδη 10 χρονών. Παπούτσια για πρώτη φορά έβαλα στα 16 μου.
Στο πατρικό σπίτι που γεννήθηκα πάνω από το βόλτο της αυλόπορτας είχε μια πέτρα που έμοιαζε με προτομή. Δεν της έδινε κανείς σημασία εκτός από μένα που κάτι έβλεπα, μάτια, μύτη, στόμα και περιέργως και μια κορδέλα στο κεφάλι. Το 1965 αφού είχα τελειώσει την Καλών Τεχνών πήγα και τη μάζεψα και έμαθα εκ των υστέρων ότι την είχε φτιάξει ο παππούς μου ο Γιάννης ενώ ο πατέρας μου, για να καλαμπουρίζει με τους συγχωριανούς του, είχε φτιάξει ξύλινους φαλλούς, τους έδενε με μια κλωστή, τους άφηνε στη ρούγα και όταν περνούσε η μάνα μου, ή γυναίκα του μπαρμπα-Μιχάλη ή η θεία Γιώργαινα, τραβούσε την κλωστή και τις πείραζαν.
Τα βιβλία τα αγοράζαμε τότε αλλά επειδή ήμασταν φτωχή οικογένεια, σχολείο πήγαινα μόνο με ένα τετράδιο στην κωλότσεπη. Στο γυμνάσιο είχαμε την τύχη να έχουμε καθηγητή τεχνικών τον Τάσο Τζόμπο που έπιασε τον αδερφό μου και του είπε «Εσύ έχεις ταλέντο, να πας στην Καλών Τεχνών». Πράγματι έδωσε ο αδερφός μου, πέρασε, φοίτησε επί τρεις μήνες, έμενε σε μια θεια μας, αλλά μετά είδε ότι γινόταν βάρος και τα παράτησε και πήγε στην πυροσβεστική. Εγώ είχα καλύτερη τύχη γιατί μπήκα κατευθείαν στο προκαταρκτικό το 1958, μετά πήγα δύο χρόνια στην αεροπορία και ύστερα μπήκα στα εργαστήρια της γλυπτικής με υποτροφία του ΙΚΥ. Είχα καθηγητή τον Γιάννη Παππά. Πήρα πολλά από αυτόν όπως κι από τον Θανάση Απάρτη και από τους συμφοιτητές μου και τα μοντέλα. Έμενα για κάποιο διάστημα μαζί με τον αδερφό μου σε μια παράγκα. Εκείνος έλεγε «Προσοχή στη γκαζιέρα, κίνδυνος πυρκαγιάς, προσοχή στο φτέρνισμα, κίνδυνος κατάρρευσης» τόσο παλιά ήταν η κατασκευή. Τελείωσα το 1965.
Είχα φτιάξει ένα εργαστήριο στο Νέο Κόσμο, πίσω από τον Άγιο Σώστη. Κυνηγούσα κανέναν διαγωνισμό για να επιβιώσω, έφτιαχνα και καμιά προτομή. Το 1971 πήγα στην Τήνο, το πρώτο λίκνο της νεότερης καλλιτεχνικής μας κληρονομιάς, ως διευθυντής του Προπαρασκευαστικού και Επαγγελματικού Σχολείου Καλών Τεχνών Πανόρμου Τήνου. Με το που έφτασα είδα ότι έλειπαν 22 τ.μ. κεραμίδια από την στέγη. Αγοράσαμε κεραμίδια και μαζί με δυο μαθητές μου, νέος ήμουν κι εγώ, επισκεύασα την οροφή. Ως καθηγητής γλυπτικής έλεγα στα παιδιά ότι «πρέπει να είστε σωστοί με τη φύση».
Η θάλασσα με προσέλκυσε από μικρό παιδί. Είχα μια μάσκα ασφυξιογόνα, έκοψα το σπιράλ, τάπωσα την τρύπα με φελλό και λίγη πίσσα και βουτούσα ψάχνοντας για δολώματα για να βάλω στο ψάρεμα. Τότε λοιπόν, ως μαθητής στο Γύθειο, ανακάλυψα ότι ο βυθός ήταν γεμάτος με πολεμικά απομεινάρια των Γερμανών. Το 1951 ήρθε ένας ψαροντουφεκάς και μου έδωσε μια κανονική μάσκα, του έβγαζα ψάρια, ήταν τότε παρθένα η θάλασσα και απονήρευτα τα ψάρια, και τα μοιραζόμουν μαζί του. Έβλεπα λοιπόν το βυθό, γυρνούσα σπίτι και έφτιαχνα τους πίνακας που απεικόνιζαν ό, τι είχα δει.
Καθόμουν σε ένα βράχο και ζωγράφιζα το πώς κινείται το νερό, φύσηξε αέρας κι έπεσε το τελάρο μέσα στη θάλασσα. Είδα πως δεν έπαθε τίποτα κι ότι το λάδι πιάνει μέσα στο νερό. Τότε λοιπόν, μιλάμε για το 1967, ήταν η πρώτη σπίθα που με έκανε να το πάρω απόφαση. Από τότε βουτάω και ζωγραφίζω μέσα στο νερό. Πήρα μπουκάλες, αγόρασα ένα καϊκι κι αργότερα έφτιαξα ένα μόνος μου από πολυεστέρα.
Μέσα στο βυθό κάθομαι από δύο μέχρι επτά ώρες. Έχω φτιάξει έναν πίνακα που λέγεται «Ο βαθύτερος βυθός» που τον ζωγράφισα στα 17 μέτρα στην Ύδρα. Σε γενικές γραμμές όμως τους περισσότερους πίνακες μου τους φτιάχνω σε βάθος δύο έως 10 μέτρων γιατί υπάρχει ο φόβος να παρασυρθείς και να σε χτυπήσει «η νόσος των δυτών». Έχω ζωγραφίσει στο βυθό της Άνδρου, της Τήνου, της Ύδρας, της Μάνης, της Σαλαμίνας, της Αλοννήσου, της Σκάντζουρας και σε άλλα μέρη, δεν τα θυμάμαι όλα.
Στον βυθό ζωγραφίζω πάντα με εγρήγορση γιατί αποτελεί έναν ξένο κόσμο. Ναι, προήλθαμε από εκεί αλλά πλέον δεν είμαστε φτιαγμένοι για να ζούμε μέσα σε αυτόν. Υπάρχει λοιπόν ο φόβος του αγνώστου και δεν υπάρχει ούτε ένας πίνακας που να μην αποτυπώνει με κάποιο τρόπο τον ενδόμυχο αυτόν φόβο. Ο ασυνείδητος φόβος που νιώθω στον βυθό τρυπώνει στον πίνακα με τα χρώματα, με τα σχήματα ακόμη και με τη μορφή ενός πλάσματος που μοιάζει με σαλάχι που υπάρχει σε κάποια έργα μου. Έμαθα ότι ο φόβος αυτός ονομάζεται Λεβιάθαν κι έτσι τιτλοφόρησα έναν πίνακά μου. Έτσι λοιπόν αποτυπώνω ό,τι αισθάνομαι εκείνη την ώρα που βρίσκομαι στο βυθό. Στα υποθαλάσσια έργα μου δεν υπάρχει ούτε μια πινελιά που προστέθηκε στην ξηρά, αν ξεχάσω να βάλω την υπογραφή μου δεν την προσθέτω εκ των υστέρων. Ο πίνακας ολοκληρώνεται στον βυθό.
Έχω κάνει πολλά γυμνά γλυπτά, σε φυσικό και όχι μόνο μέγεθος. Το γυμνό ανθρώπινο σώμα είναι ό, τι πολυπλοκότερο υπάρχει στη φύση. Κι ένα φύλλο δέντρου να δεις θα διαπιστώσεις ότι η φύση είναι σοφή, υπάρχει μια συμμετρία. Ο κάθε άνθρωπος όμως επιπρόσθετα αποπνέει ένα πνεύμα ξεχωριστό, έξω από τις αυστηρές διαστάσεις και τη τρίτη διάσταση που την καθορίζει η αμφίπλευρη ισοτιμία. Άλλο είναι το πνεύμα της Λίνας, άλλο της Αλεξάνδρας, άλλο του Γιάννη, άλλο είναι το πνεύμα του κάθε ανθρώπου. Στο γλυπτό λοιπόν υπάρχει το πνεύμα το δικό σου, που βγαίνει και από τις αναλογίες σου, αλλά και το δικό μου, γιατί θέλω δε θέλω κι εγώ που το δημιουργώ μπαίνω μέσα. Δημιουργείται λοιπόν ένα ψυχοσωματογράφημα, που πρέπει να είναι και τεχνικά αλλά και αισθητικά σωστό.
Λαμβάνω πολύ υπόψη μου το φως του ήλιου. Όλα τα γλυπτά που εκτίθενται στην έκθεση είναι καμωμένα και τελειωμένα στο φως του ήλιου. Τα έβγαζα στην βεράντα, το καλοκαίρι και δούλευα ατελείωτες ώρες. Να βλέπεις ένα σημάδι που έχω εδώ στο κεφάλι; Είναι από καρκίνο του δέρματος που το έπαθα από την υπερβολική έκθεση στον ήλιο. Οι «κοπέλες» μου είναι μεσογειακές, ηλιογέννητες γυναίκες. Ωραίες γιατί είναι στη ώρα τους, ικανές να συνεχίσουν το ανθρώπινο είδος. Η αλήθεια είναι ότι με τα χρόνια χαλάει το φως του σώματος μας. Κι εγώ δεν είμαι πια όπως ήμουν στα 30 μου. Και κατά την προσωπική μου άποψη πρέπει να βλέπεις το άγαλμα μου και να αγάλλεσαι. Ο καθένας βέβαια μπορεί να λειτουργεί διαφορετικά άλλωστε η τέχνη για να υπάρχει χρειάζεται να θηλάσει το γάλα της ελευθερίας. Εγώ θηλάζω την ανθρωποκεντρική γλυπτική, εκείνη που αποτυπώνει την ωραία γυναίκα.
Όπως και στη γλυπτική έτσι και στη φωτογραφία προσπαθώ να αποτυπώσω το πνεύμα του ανθρώπου. Στα μάτια φαίνονται πολλά αλλά πάντα το φως παίζει το δικό του καθοριστικό ρόλο. Πάντα το φως μας δείχνει την αλήθεια.