Με μια ασπρόμαυρη γυναικεία μπαλάντα άνοιξε την αυλαία του 19ου φεστιβάλ κινηματογράφου της Αθήνας-Νύχτες Πρεμιέρας, μ’ ένα ανεξάρτητο wannabe-μανιφέστο από το Νοα Μπάουμπαχ (Greenberg, Δεσμοί διαζυγίου) που ακούει στο όνομα της ηρωϊδας του, Frances Ha. Χαρούμενο, ρεαλιστικό, αισιόδοξο, αλλά και λαβυρινθώδες. Αυτό το τελευταίο, άθελά του. Η ταινία πατάει στη νέα θεματική τάση για τη γενιά των 700 δολαρίων, σε μια εποχή καθίζησης των αισθημάτων, και φοράει αυτό το φίλτρο προκειμένου να ερμηνεύσει τις εικόνες της.
Θυμίζοντας αρκετά την εναλλακτική σειρα Τhe Girls (ΗΟΒ), θα μπορούσε άνετα να είναι ταινιάκι μικρού μήκους (αλλά δεν είναι). Με ωραία πλάνα, ενδιαφέρον concept, και νεο-νουάρ αισθητική. Ο Μπάουμπαχ έγραψε το σενάριο με την Γκέργουϊκ, πρωταγωνίστρια της ταινίας, για μια γυναίκα που στα 27της, αποκόπτει τους δεσμούς της με τον εραστή της (που στην ταινία μοιάζει σαν ”αγαπημένος” της – η διαφορά των ”Νεοϋορκέζικων” ρομάντζων), για να παραμείνει στην θαλπωρή της σχέσης με την κολλητή της φίλη -και συγκάτοικό της- για να συνειδοτοποιήσει (έστω και καθυστερημένα) οτι όλα στην ζωή της είναι ρευστά. Έτσι χάνει την κολλητή της -που παντρεύεται ένα καθωσπρέπει γιάπη, κατηγορία αντρών την οποία χλεύαζαν-, αρχίζει να δοκιμάζει εναλλακτικού τύπου συγκατοικήσεις και προσπαθεί να αγκιστρωθεί από το μόνο που της έχει μείνει, τον χορό. Τον οποίο επίσης χάνει κι αυτόν.
Find what kills you and love it
Η Frances, αγωνίζεται να παραμείνει άνθρωπος και να διατηρήσει το δικό της βλέμμα στα πράγματα αποφεύγοντας τη βαρβαρότητα της εποχής. Ψάχνοντας μία θέση στη ζωή των άλλων, της ξεφεύγει η δική της ζωή από τα χέρια. Περνάει πρεσβυωπική φάση και τα βλέπει όλα θολά. Είναι και λίγο που δεν ξέρει τι θέλει. Ή μάλλον ξέρει. Θέλει ένα μέρος να πάει να χωθεί από τον κόσμο και να κατεβάσει το τέμπο του. Παρατήρει πως το δωμάτιο της είναι μικρό και βρώμικο, τα μάτια της σκανάρουν συνεχώς το κάθε τί που την περιβάλλει, το σημαντικότερο ίσως προσόν της γενιάς της. Μετά ανάβει ένα τσιγάρο, κάθεται σταυροπόδι στο κρεβάτι της και σκέφτεται πως ίσως είναι ξανά η στιγμή να γυρίσει πίσω στην αθωότητα. Να ανακτήσει την παλιά της ταυτότητα. Κι έτσι πάει και επισκέπτεται τους γονείς της.
Η ταινία ξεκινάει σαν μια πλήρης ευθεία αναφορά στις ανάλαφρες εκείνες ταινίες του Γούντυ Άλλεν των 70ς -πολύ πριν ξεκινήσει τα ταξίδια στην Ευρώπη-. που όμως είχαν στην βάση τους κάτι το αξιοπρόσεκτο. Τις φιλοσοφικές συζητήσεις και αναζητήσεις μέσα από ατάκες που ανταλάσσουν δυο ”θνητοί”. Κάτι το οποίο πάει εδώ να κοπιάρει ο Μπάουμπαχ, κάνοντας την ηρωϊδα του έρμαιο μιας τύχης που -ξέρεις οτι- στο τελος (μόνο) της χαμογελά. Τα προδιαγεγραμμένα αυτά βήματα συνθέτουν ένα γαϊτανάκι προσώπων και συναντήσεων σε μια ανάλαφρη Νεα Υόρκη που δείχνει οτι το σκληρό της πρόσωπο παραμένει όμορφο και ήσυχο, για μια ηρωϊδα που προσπαθεί να πείσει οτι είναι εκ φύσεως αισιόδοξη. Και κάπου εκεί χάνει τον πλήρη έλεγχο ο Μπάουμπαχ. Θέτει τους κανόνες του εκτός κάδρων και κάνει την ταινία να μοιάζει πολύ ”εύκολη” με χιουμοριστικές εξάρσεις, που βασίζονται (αποκλειστικά) στις σκόρπιες αστείες ατάκες, μερικές φορές αποστομωτικές. Η γενιά της/μας ίσως και να επιζητά την καταστροφή, ν’ απορρυθμίζεται κατά βούληση για να πάει ένα βήμα πάρα πέρα.
Η νουαρ αισθητική της ταινίας μάλλον όμως δεν τροφοδοτεί την φαντασία μας αλλά την απενεργοποιεί, και αναιρεί την ελπίδα ότι μπορεί να χωρέσει το όποιο χρώμα σε μια αντίστοιχη καθημερινότητα. Μιλάμε δηλαδή για μια καθαρή κίνηση απελπισίας μέσα σε ένα ασπρόμαυρο Νεουορκέζικο τοπίο, που συνδυάζει άριστα το πικρόχολο για τους Αμερικανούς Παρίσι.
Η ενσυνείδητη ταμπέλα της ”ανξάρτητης κωμωδίας” δεν κουβαλάει πάντα αξιώσεις. Μπορεί από flat να γίνει αριστούργημα, και τούμπαλιν. Και στην περίπτωση της Frances Ha δεν ξεκινάει με κανέναν από τους δυο γνώμονες, οπότε και δεν καταλήγει σε κάποιον από τους δύο. Και ασυναίσθητα σου έρχεται αυτό: Λίγο ποίηση με βίντεο και πουρέ και με τα λεφτά του μπαμπά να γυρίζουμε ταινίες. Υπενθυμίζοντας μας πως δεν αρκεί να έχουμε ανησυχίες και δημιουργικές αναζητήσεις για να προχωρήσουμε παρακάτω αλλά πως για το προχώρημα μας, είναι τελικά προυπόθεση να μοιράζομαστε αυτές τις ανησυχίες και τις δημιουργικές μας αναζητήσεις με το σωστό τρόπο.
Τέλος αποφασίσαμε πως ως μία ακόμη στερεότυπη ταινία, θα μπορούσε να μιλήσει για κείνο το μετέωρο βήμα και το παράξενο απροσδιόριστο κενό μεταξύ μερικής και ολικής ενηλικιώσης, από την άλλη αφέθηκε να ‘χορεύει’ μόνο γλυρω από τις γειτονιές του Μανχάταν. Ενώ υπάρχουν πάρα πολλές ομάδες / εικοσιεφτάρηδες που δεν έχουν φωνή και που πνίγονται μέσα στην κλειστή κοινωνία μιας πόλης, άλλοι που βαρέθηκαν να ακούν τα ίδια και τα ίδια, αλλά και άλλοι που θα ήθελαν να δουν και κάτι άλλο βρε αδερφέ!
*To παραπάνω κείμενο συγγράφηκε με την βοήθεια του φίλου Χρήστου Πολίτη μετά από μαραθώνειο προβολών ταινιών και υπερβολική κατανάλωση μελωμένων λιχουδιών.