Τρία νούφαρα μέσα σε μια μισογεμάτη πισίνα, βραζιλιάνικες μελωδίες και κελαηδίσματα πουλιών, δίπλα σε ένα ρέμα που απολάμβανε τη σκιά των δέντρων. Στο Πολύδροσο Αμαρουσίου, βρίσκεται ένας μικρός Αμαζόνιος, ένα δάσος, ένα ποτάμι, ένα αμπάρι, μια πισίνα και άφθονη τέχνη να ρέει σε κάθε μορφή. Κάτω από το βουνό της Πεντέλης, δίπλα στο ρέμα, βρίσκεται ένα κτήμα μ’ ένα σπίτι που δεν κατοικείται πια. Τα φυτά στον κήπο έχουν αυτονομηθεί, ο ευκάλυπτος έχει ορθωθεί σαν πύργος, αν στρέψεις το βλέμμα προς την κορυφή του είναι σαν να κοιτάς ένα μακρινό τοπίο. Ο φίκος έχει θεριέψει, τα κλαδιά του σπάνε από το βάρος. Οι φοίνικες δέχτηκαν την επίθεση ενός αιγυπτιακού σκαθαριού. Το νερό της πισίνας έχει κατέβει κάτω από τη μέση, ό,τι έχει απομείνει είναι πηχτό και καφεπράσινο, μεγάλα βατράχια εμφανίζονται κατά καιρούς.
Καθώς μπαίνουμε στο κτήμα που υπήρξε κάποτε κατοικία και εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού, μοιάζει σαν να μπαίνουμε σε έναν άλλο κόσμο, σαν να περνάμε σε ένα παρελθόν που πάγωσε στον χρόνο, αφήνοντας το ολοένα επιταχυνόμενο παρόν· γιατί φτάνουμε στο κτήμα οδηγώντας ανοδικά την κεντρική αρτηρία που συνδέει το αθηναϊκό κέντρο με τα βόρεια προάστια, τη Λεωφόρο Κηφισίας, όπου παρελαύνουν με ιλιγγιώδη ρυθμό οι πλάνες της εταιρικής «ανάπτυξης», ένα συνονθύλευμα βαλκανικής και μεταμοντέρνας αρχιτεκτονικής που ατύχησε, χαρακτηριστικό για την ασυνάρτητη αστική επέκταση της Αθήνας. Εδώ, το παρόν επιτίθεται στις αισθήσεις με την τυραννική παρουσία του τσιμέντου, του γυαλιού, των μηχανοκίνητων οχημάτων και της ηχορύπανσης.
Πρόκειται για το πρώτο καλλιτεχνικό πρότζεκτ που ζει εκτός των τειχών του ΕΜΣΤ, σε «ένα παράδοξο μέρος και παράδοξη ώρα», Κατερίνα Γρέγου. Καθώς ο επισκέπτης περνά από τον παλιό σκοτεινό θάλαμο («Το Αμπάρι») στο καθαυτό εργαστήριο, και από τις άδειες αποθήκες («Το Δάσος») στην εγκαταλελειμμένη πισίνα («Το Ποτάμι»), συναντά φασματικά έργα του Δημήτρη Τσουμπλέκα –φωτογραφίες και βίντεο, γλυπτά και εγκαταστάσεις, objets trouvés και συνθέσεις – με στοιχεία του ίδιου του χώρου: οργανικά υλικά, κλαδιά, φύλλα, πέτρες από το ρέμα και τον κήπο αλλά και υλικά ζωγραφικής, τελάρα, καβαλέτα, πηχάκια κ.ά. Στο τέλος της διαδρομής, ο θεατής συναντά μια φωτεινή επιγραφή που κρέμεται ανάμεσα σε δύο δέντρα («Τον Αμαζόνιο»).
Ο Αμαζόνιος είναι ένα ταξίδι στη μνήμη και μια γνωριμία με μια κρυφή όψη της πόλης, ο διάλογος ενός σύγχρονου σημαντικού καλλιτέχνη με τους σπουδαίους προγόνους του, και με έναν τρόπο προγόνους όλων μας, κι ένα θραύσμα από μια πτυχή της Αθήνας που έχει σχεδόν ολοκληρωτικά θυσιαστεί στο βωμό της αστικής ανάπτυξης. Ο τίτλος αντηχεί τον εξωτισμό, τη φαντασίωση της περιπέτειας και το όνειρο της αυτονομίας. […] Εμπεριέχει τρόπον τινά και τα ορμητικά νερά και τα στάσιμα. Κυρίως όμως αφορά το ίδιο το μέρος: «Αμαζόνιο» είχε βαφτίσει ο Κεσσανλής την συγκεκριμένη γωνιά του κτήματος, όπου δίπλα στις φραγκοσυκιές είχε φυτέψει μια πλειάδα εξωτικών φυτών». Ο Αμαζόνιος είναι το παιχνίδι χαρτογράφησης ενός οικείου σε όλους μας τόπου που πια δεν υπάρχει: της παιδικής ηλικίας. «Υπάρχει και πένθος φυσικά. Φαίνεται», σχολιάζει ο Δημήτρης Τσουμπλέκας, ο εικαστικός καλλιτέχνης, του οποίου το έργο εστιάζει κυρίως στην φωτογραφία και αφορά τη σχέση ιδιωτικού και δημόσιου και πώς το περιβάλλον μας, ατομικό όσο και συλλογικό, διαμορφώνει την προσωπική και την κοινωνική εμπειρία.
Ο Αμαζόνιος είναι ένα πολυδιάστατο έργο, που εκτυλίσσεται στο παλιό εργαστήριο του Νίκου Κεσσανλή και της Χρύσας Ρωμανού, στο κτήμα τους στο Μαρούσι. Αποτελείται από φωτογραφίες μεγάλου μεγέθους (απεικονίζουν τον χώρο και το τοπίο που τον περιβάλλει, νεκρές φύσεις τοποθετημένες στο εργαστήριο, αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες), από γλυπτικές κατασκευές (αναπάντεχες συναρμογές αντικειμένων που κυρίως βρέθηκαν στο εργαστήριο, παλιών υλικών ζωγραφικής, οργανικών υλικών από την περιοχή), καθώς και από μια εγκατάσταση στον χώρο και δύο επιτόπιες προβολές βίντεο.
Ο Δημήτρης Τσουμπλέκας επέλεξε το όνομα Αμαζόνιος, γιατί «είναι μια πολύ φυσική διαδικασία για μένα, δεν είναι θεωρητικό». Επιστρέφοντας από Βραζιλία, ο Νίκος Κεσσανλής και η Χρύσα Ρωμανού είχαν ενθουσιαστεί με τον Αμαζόνιο και τα φυτά, φύτεψαν κάτι εξωτικά φυτά και το έλεγαν για πλάκα Αμαζόνιο», δήλωσε ο καλλιτέχνης. «Είναι συζήτηση πολλών ετών, με ενδοιασμούς και αμφιβολίες» είπε η Κατερίνα Γρέγου, καλλιτεχνική διευθύντρια του ΕΜΣΤ. «Γιατί είναι ένα πάρα πολύ προσωπικό έργο, μεταξύ άλλων». Πρόκειται για έναν χώρο που είναι ιδιαίτερα συναισθηματικό φορτισμένος. «Δεν είναι ένα έργο τέχνης, είναι πολλά. Είναι μια εμπειρία, ένα ταξίδι, μια προσωπική διαδρομή» συμπλήρωσε.
«Πριν γίνει εργαστήριο, ήταν ένα κτήμα που αγόρασε ο πατέρας μου στα τέλη του ‘50. Ήρθε να μείνει στο Μαρούσι, σε ένα μικρό σπιτάκι 70τμ. Μετά, ήθελε να κάνει ένα πτηνοτροφείο, το οποίο κράτησε για δύο χρόνια, αλλά το επιχειρηματικό σχέδιο κατέρρευσε και έγινε αυτό το εργαστήριο. Ήταν το πρώτο πράγμα που άρχισα να φτιάχνω, για να μπορούμε να δουλεύουμε. Σταδιακά, εξελίχθηκε και ο χώρος αυτός και η περιοχή. Τότε, ήταν μια τελείως διαφορετική κατάσταση, με ένα καφενείο και δυο σπίτια, χωματόδρομοι κι αμπέλια». Με την οικογένειά του έρχονταν τα σαββατοκύριακα και για διακοπές. Αυτός είναι και ο κύριος εκθεσιακός χώρος, έχει φωτογραφίες και κάποια αντικείμενα.
«Κάθε μεγάλος καλλιτέχνης δημιουργεί ένα νέο σύμπαν, όπου πράγματα οικεία φανερώνονται με τρόπο πρωτόγνωρο για όλους»
«Αυτή η διάθεση εξερεύνησης είναι και πολύ παιδική, γιατί αυτό το μέρος το εξερευνούσα από παιδί, παίζοντας. Έχει σχέση και με την φωτογραφική γλώσσα. Προήλθαν από την επιθυμία να ενεργοποιήσω μια ξύλινη φωτογραφική μηχανή Kodak με φυσούνα, την οποία είχε ο Νίκος ως decor. Μπήκα στον πειρασμό να δω αν και πως τραβάει, με μια διάθεση ανάστασης κατά κάποιο τρόπο. Υπήρχε μια εμμονή στη φωτογραφία των πραγμάτων και μια γκάμα υλικών. Στην πραγματικότητα, δεν ήταν τόσο το τεχνικό κομμάτι. Το ζήτημα της υλικότητας με απασχολούσε. Τα γλυπτά προέκυψαν από τις νεκρές φύσεις, οι οποίες άρχισαν να γίνονται λίγο πιο στέρεες και πιο ενδιαφέρουσες, οπότε θέλησα να τις διατηρήσω κάπως. Δούλευε η φύση και η φθορά για εμένα», συνέχισε ο Δημήτρης Τσουμπλέκας.
Ο Νίκος Κεσσανλής και η Χρύσα Ρωμανού έφυγαν από τη ζωή το 2004 και το 2006 αντίστοιχα· η κατοικία, το εργαστήριο και ο κήπος τους απέμειναν σε κατάσταση ημιεγκατάλειψης, σαν φαντάσματα μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Ο ανιψιός τους Δημήτρης Τσουμπλέκας, καλλιτέχνης ο ίδιος και καταξιωμένος φωτογράφος, κληρονόμησε το εργαστήριό τους και τα κινητά του αντικείμενα, αναλαμβάνοντας μια παρακαταθήκη βαριά σε χώρες σαν την Ελλάδα, όπου η αδιαφορία για την κληρονομιά των καλλιτεχνών δεν είναι σπάνιο φαινόμενο. Ο Τσουμπλέκας πάλευε για χρόνια με το φορτίο αυτής της κληρονομιάς και με τις δυσκολίες που παρουσίαζαν η διαχείριση και η αξιοποίησή της. Το αποτέλεσμα είναι ο Αμαζόνιος, ένα πολυδιάστατο, ολιστικό καλλιτεχνικό έργο, στο οποίο εργάστηκε επί οκτώ χρόνια, συνδυάζοντας τα αποσυντιθέμενα υλικά κατάλοιπα του ζεύγους Κεσσανλή-Ρωμανού, το περιβαλλοντικό τοπίο με τη θεριεμένη βλάστηση, τις δικές του φωτογραφίες και τα βίντεο, καθώς και τις επιτόπιες παρεμβάσεις. Πρόκειται για μια προσπάθεια να αναμετρηθεί με αυτή την καλλιτεχνική και υλική κληρονομιά με αμιγώς καλλιτεχνικούς όρους, ως ένα είδος δημιουργικής κάθαρσης και εξορκισμού.
Θυμάται κανείς διαρκώς πόσο αληθινή είναι η παρατήρηση του Rudolph Arnheim: «Κάθε μεγάλος καλλιτέχνης δημιουργεί ένα νέο σύμπαν, όπου πράγματα οικεία φανερώνονται με τρόπο πρωτόγνωρο για όλους». Ένα βίντεο, με τίτλο Cargo, είναι βαθύτατα υπαρξιακό, ένας στοχασμός για τον θάνατο, τον αδιάκοπο αγώνα της ζωής, για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η συνδιαλλαγή με τις κληρονομημένες «αποσκευές» σου· εδώ, το εργαστήριο και το περιεχόμενό του τελικά μετατρέπονται σε μεταφορικό σχήμα για όλα αυτά, με την πιο προσωπική έννοια. Η κάμερα κυλάει μέσα από τον χαοτικό θόρυβο που κάνουν τα απομεινάρια σπηλαίων, μια αληθινή ζούγκλα από ξύλα, ιστούς αράχνης, μούχλα, σκουπίδια, νεκρά φυτά, μισοτελειωμένους καμβάδες, έπιπλα, καβαλέτα, λεκιασμένα υφάσματα, παλιά ρούχα, ξεραμένη μπογιά, κατεστραμμένα καλλιτεχνικά υλικά, πτώματα ζώων, πρόχειρα μοντέλα, σκιάχτρα, ενώ η αφήγηση παρομοιάζει αυτή την ταξιδιωτική μαρτυρία με την ταραχή που νιώθεις όταν παγιδεύεσαι στην κοιλιά ενός φορτηγού πλοίου σε μανιασμένες θάλασσες.
Γράφει χαρακτηριστικά η Κατερίνα Γρέγου: «Πέρα από την καλλιτεχνική αξία του εγχειρήματος συνολικά, ο Αμαζόνιος αναδεικνύει σημαντικά ερωτήματα για τη μεταθανάτια ύπαρξη των σημαντικών καλλιτεχνών, για την αξία που δίνεται στην πολιτιστική κληρονομιά και για τη διατήρηση όσων κληροδοτούν οι καλλιτέχνες σε χώρες σαν την Ελλάδα, όπου το πρόβλημα της περιουσίας τους μένει πολλές φορές εκκρεμές· κι αυτό ισχύει ακόμα περισσότερο, όταν βρίσκονται με μεγάλη δυσκολία γκαλερί ή ιδρύματα που θα αναλάμβαναν τέτοια ευθύνη και επειδή οι περισσότεροι καλλιτέχνες —της παλαιότερης γενιάς σίγουρα— ενδιαφέρονται ελάχιστα για τις εμπορικές ή τις γραφειοκρατικές πλευρές του βίου ενός καλλιτέχνη και αρνήθηκαν να σχεδιάσουν το οτιδήποτε ή, πολλές φορές, δεν ασχολούνται με την πλήρη τεκμηρίωση του έργου τους. Πώς διατηρεί κανείς ζωντανό το έργο ενός εκλιπόντος καλλιτέχνη; Πώς διασφαλίζουν οι καλλιτέχνες ή οι κληρονόμοι τους ότι το συνολικό τους έργο θα επιβιώσει μετά θάνατον; Πώς γίνεται να διατηρηθούν οι ιδέες, και πώς αναδεικνύεται μια κληρονομιά, ιδίως όταν δεν υπάρχουν ιδρύματα ή κρατικές υποδομές που μπορούν να ανταποκριθούν σε αυτόν τον ρόλο; Σε άλλες χώρες το εργαστήριο του ζεύγους Κεσσανλή-Ρωμανού κατά πάσα πιθανότητα θα είχε ήδη ενταχθεί στον κατάλογο των μνημείων. Στην Ελλάδα, ένα άτομο αφέθηκε μόνο του να αναμετρηθεί με μια βαρύτατη υλική παρακαταθήκη».
Αμαζόνιος: Διάρκεια έκθεσης από 06.05 έως 03.07.2022 | Ώρες λειτουργίας έκθεσης: Πέμπτη-Κυριακή: 18.00-21.00. Διεύθυνση – Πρόσβαση: Κεσσανλή Σταματάκη 10, Νέο Μαρούσι, 15126, Αθήνα.
Πρόσβαση:
1. Μ3 Δουκίσσης Πλακεντίας + λεωφορείο 411
(Στάση: Κύπριων Αγωνιστών)
2. Μ3 Χαλάνδρι + λεωφορείο 461
(Στάση Βριλήσσια)
Στάθμευση στην ΚΥΠΡΙΩΝ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ, σε περίπτωση πρόσβασης με ΙΧ, η Κεσσανλή-Σταματάκη είναι αδιέξοδο.