Στο θολωμένο του μυαλό τα Χριστούγεννα ήταν συνυφασμένα με το θάνατο. Κάποιες εικόνες, άλλες ξέμπαρκες, άλλες με συνοχή πέρασαν από μπροστά του και τον αναστάτωσαν. Έκοψαν την ανάσα. Όμως, μια ανάμνηση, η πιο δυνατή απ’ όλες, δεν τον αφήνει στιγμή να ησυχάσει.
Στο τραπέζι τρία πιάτα σούπα. Δεν θυμάται τι. Δεν έχει σημασία. Αφού έφαγαν, κουβέντα στην κουβέντα ξεκίνησε καυγάς τρικούβερτος. Λόγια σκληρά ακολούθησαν τις πρώτες σφαλιάρες. Στο χώρο μίσος διάχυτο, ξυλοδαρμός χωρίς έλεος. Η μάνα φώναζε ξεμαλλιασμένη, τα χτυπήματα διαδέχονταν το ένα το άλλο, αίμα έτρεχε από τη μύτη της.
Ο μικρός έτρεξε να κρυφτεί. Πήρε τη συνηθισμένη θέση του πίσω απ’ την πόρτα, στη γνωστή χαραμάδα. Κανείς δεν υπολόγιζε την ύπαρξή του. Κανείς δεν σκεφτόταν μήπως τρομάξει, μήπως πληγωθεί. Συνήθως, μετά τις φωνές και το ξύλο τα πράγματα ημέρευαν. Έπεφταν σαν τα ζώα στο πάτωμα γυμνοί και έκαναν σεξ σκληρό, ξεδιάντροπο.
Παραλυμένος κρατούσε την αναπνοή του μην τον αντιληφθούν. Τα δάκρυά του έτρεχαν αθόρυβα. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν αυτό που έβλεπε ήταν φυσιολογικό. Αν έτσι ήταν όλοι οι γονείς του κόσμου.
Μέχρι που κάποια Χριστούγεννα εκείνη πέθανε στη διάρκεια ενός τέτοιου καυγά. Την έσπρωξε με δύναμη, ο αυχένας της βρήκε στην γωνία του μαρμάρινου νεροχύτη και έμεινε στον τόπο. Κι όλα αυτά βέβαια μπροστά στα μάτια του, στα μάτια που κρυφοκοίταζαν πίσω από την χαραμάδα της πόρτας.
Αποτέλεσμα; Εκείνη στο χώμα και αυτός στη φυλακή. Ο μικρός , υπόλειμμα αυτής της σχέσης, μεταφέρθηκε σ’ ένα σωρό ψυχών, σ’ ένα ίδρυμα. Κανείς δεν τον φώναζε με το όνομά του, κανείς δεν υπολόγιζε την ύπαρξή του. Αμελητέος.
Στο μέτωπό του έτρεχε ιδρώτας. Αυτή η μνήμη τον αναστάτωσε πολύ. Καθισμένος άκρη άκρη στο παγκάκι του διαδρόμου, κουνιόταν μπρός πίσω ρυθμικά, ενώ παράλληλα με τα νύχια του έξυνε το παντελόνι στα γόνατα, επαναλαμβάνοντας εκατοντάδες φορές «Χριστούγεννα θάνατος, θάνατος, όχι Χριστούγεννα».
Ύστερα το μυαλό του ξέφυγε. Ξεχάστηκε. Τώρα χαμογελά, κάνει πως καπνίζει και φυσά τον καπνό.
Τον φώναξαν για την ένεση και τα χάπια του. Μετά από λίγο ήταν αρκετά ήρεμος.
Ήθελε ένα τσιγάρο. Θα έδινε να πάντα για ένα τσιγάρο κι ένα ποτό. Είχε ανάγκη το παράλληλο κάψιμο στα πνευμόνια και στο στομάχι.
Ξανακάθισε στο παγκάκι, μέτρησε πολλές φορές τα δάκτυλα των χεριών του κι άλλοτε τα έβγαζε εννιά άλλοτε έντεκα. Τα πόδια του ούτε καν τα ένοιωθε μέσα από τις κάλτσες και τις πλαστικές σαγιονάρες.
Το κρεβάτι του υπήρχε στο θάλαμο του ψυχιατρείου, όμως δεν το είχε αγγίξει δυο μέρες τώρα. Φοβόταν να κοιμηθεί, έτρεμε τα όνειρα. Τόσο ζωντανά, τόσο έντονα, σαν αληθινά. Ευτυχώς τα φάρμακα κάπως τον ηρεμούσαν. Ο ύπνος γι αυτόν, υπήρξε πάντα μια δύσκολη κατάσταση, άτιμο πράμα. Τα διαβολεμένα όνειρα. Πόσο ύπουλα. Κυριαρχούσαν μέσα του τόσο δυνατά, που σχεδόν πάντα πεταγόταν με κραυγές.
Πήρε την απόφαση να ζητήσει άδεια να βγει στο προαύλιο. Είχε μάθει να υπακούει, να μην φέρνει ποτέ αντίρρηση. Πάντοτε αφανής, ώστε κανείς να μην ενοχλείται από την ύπαρξή του.
Έξω είχε νυχτώσει από ώρα και το κρύο ήταν τσουχτερό. Παρ’ όλα αυτά, μετά από πολλές προσπάθειες πήρε την πολυπόθητη άδεια.
Η εντολή σαφής, για λίγο και να μην απομακρυνθεί. Μόλις πέρασε απ’ την βαριά σιδερένια πόρτα της πτέρυγας, ένας ψυχρός διαπεραστικός αέρας κυρίευσε το σώμα του. Κρύωνε ευεργετικά. Εισέπνευσε βαθιά και στέγνωσε με μιας το σάλιο του. Κατευθύνθηκε με αγωνία στο καλάθι των σκουπιδιών. Έψαχνε αποτσίγαρα. Ήθελε απεγνωσμένα ένα τσιγάρο. Δεν βρήκε τίποτα. Κάπου στο πάτωμα της αυλής κάτω απ’ το φως της κολόνας είδε ένα πατημένο αποτσίγαρο, αρκετά μεγάλο. Το άρπαξε, το έβαλε στο στόμα του. Το ρούφηξε με μανία. Ένοιωσε την μπουχτισμένη μυρωδιά του βίαια σβησμένου αποτσίγαρου.
Είδε το φύλακα να πλησιάζει. Τον έπιασε πανικός. Θα με μαλώσει, σκέφτηκε. Μα δεν έκανα τίποτα, γιατί να τιμωρηθώ; Θα το πει στους νοσοκόμους και θα μου κάνουν την ένεση. Έτρεμε, όχι από το κρύο, αλλά από φόβο.
-Τι κάνεις τέτοια ώρα έξω, έχεις άδεια, τον ρώτησε αυστηρά.
Ναι έγνεψε, σαν παιδί που το τσάκωσαν στα πράσα μετά από ζημιά. –Τι είναι αυτό στο στόμα σου, πέταξέ το.
Υπάκουσε αμέσως. Ήθελε να κλάψει, αλλά τα μάτια του δεν έτρεχαν. Ο φύλακας έβγαλε από την τσέπη του ένα τσιγάρο, το άναψε και του το έδωσε. Το πήρε και άρχισε να το ρουφά με μανία. Τι ανέλπιστο δώρο. Ποτέ δεν είχε αυτό που ήθελε τη στιγμή που το ήθελε
-Ευχαριστώ, είπε. Χριστούγεννα θάνατος, θάνατος…
Έβγαλε ο φύλακας ένα ακόμα τσιγάρο, του το έδωσε.
-Αφού τα καπνίσεις να πας αμέσως μέσα, κάνει πολύ κρύο και δεν είσαι καλά ντυμένος, θ’ αρρωστήσεις, εντάξει;
Κουνώντας το κεφάλι του καταφατικά έφτασε στο παγκάκι, εκεί στην άκρη της αυλής κοντά στους κάδους των σκουπιδιών. Κάπνισε το πρώτο τσιγάρο μέχρι το φίλτρο και μετά άναψε, με τη μισοσβησμένη καύτρα, το επόμενο. Χαλάρωσε και το απολάμβανε.
Ήταν πραγματικά χαρούμενος. Είχε αυτό που τόσο ήθελε εκείνη τη στιγμή. Το κρύο διαπέρασε το λεπτό φούτερ που φορούσε. Τώρα κρύωνε πραγματικά. Αν είχε έναν αναπτήρα, θ’ άναβε φωτιά να ζεσταθεί.
Όμως του πήραν τους αναπτήρες και του απαγόρευσαν ρητά να τους ξαναπιάσει στα χέρια του. Από τότε που έκανε εκείνη την κακή πράξη. Τιμωρήθηκε πολύ αυστηρά. Δεν είχε ακόμα καταλάβει γιατί δεν έπρεπε να κάψει τη γλώσσα εκείνου του άνδρα. Το μόνο που ήθελε ήταν να τον κάνει να σταματήσει να βρίζει τη μάνα του. Ο ίδιος παρότι δεν είχε νοιώσει ούτε ελάχιστη αγάπη από τη δική του, ποτέ δεν την έβρισε.
Έκρινε μέσα του, πως ήταν δίκαιο ο λεπτός και νευρικός εκείνος τύπος να τιμωρηθεί. Η δύστυχη μάνα του ήρθε μια φορά ακόμα να τον επισκεφτεί. Του έφερε τσιγάρα, σοκολάτες, ρούχα και εκείνος την έβριζε, τη χτυπούσε. Ήθελε να την ξεκοιλιάσει. Να της ανοίξει τα σπλάχνα και να της ξεριζώσει την καρδιά.
Εκείνη έκλαιγε και προσπαθούσε να του χαϊδέψει το κεφάλι, παρότι την κλωτσούσε. Θεώρησε τότε υποχρέωσή του να λάβει αμέσως δράση. Τον ξεγέλασε. Τον απομάκρυνε με τρόπο από τον τόπο του δράματος. Του είπε να βγάλει για λίγο τη γλώσσα του και να κλείσει τα μάτια, θα του έβαζε μια ωραία καραμέλα.
Εκείνος τον πίστεψε κι άπλωσε καλά τη γλώσσα. Την τσάκωσε τότε με το δυνατό σαν μέγγενη χέρι του, κάρφωσε τα νύχια, έβγαλε από την τσέπη, τον μεγάλο αντιανεμικό αναπτήρα και την έκαιγε για ώρα. Αν και ούρλιαζε από τον πόνο, δεν τον άφηνε με τίποτα. Ώσπου έφτασαν οι νοσηλευτές και τον τιμώρησαν αυστηρά.
Τον έδεσαν για πολλές μέρες στο κρεβάτι, του έκαναν ενέσεις που τον παρέλυαν. Οι καταραμένες ενέσεις φύτευαν όνειρα ισχυρά στο μυαλό του. Αυτό δεν θα το άντεχε, δεν ήθελε να το ξαναζήσει. Είχε γίνει υπάκουος. Δεν του επέτρεπαν πια να έχει αναπτήρα, οι άλλοι του άναβαν το τσιγάρο. Ζητιάνευε ευγενικά στους επισκέπτες των ασθενών. Κάποτε του έδιναν. Για εκείνον δεν ήρθε ποτέ κανείς. Ήταν στα αζήτητα της ζωής.
Κρύωνε τόσο! Το δεύτερο τσιγάρο κόντευε να τελειώσει. Έπρεπε να υποταχθεί και να πάει ξανά μέσα, μέχρι που άκουσε ένα θόρυβο πίσω από τους μεγάλους κάδους σκουπιδιών. Μετά το συρματόπλεγμα ξεκινούσε το δάσος. Το ψυχιατρείο ήταν έξω από την πόλη.
Πλησίασε. Άκουσε ένα απειλητικό γρύλισμα. Δυο φωτεινά μάτια τον ακινητοποίησαν. Σκυλί πεινασμένο θα είναι σκέφτηκε και χωρίς να υπολογίσει τον κίνδυνο πλησίασε τους κάδους άνοιξε το καπάκι, έπιασε την πρώτη σακούλα, την έσκισε και άρχισε να ψάχνει με τα χέρια του το περιεχόμενο.
Ωστόσο το ζώο πλησίαζε επικίνδυνα. Έπιασε κάτι μαλακό, του φάνηκε μουλιασμένο ψωμί ή αποφάγια. Του το έριξε, εκείνο όρμησε στην τροφή. Πήρε τότε τη σακούλα και την άδειασε κάτω. Έκανε το ίδιο και με μια δεύτερη, μια τρίτη. Το ζώο ημέρεψε κάπως και έτρωγε λαίμαργα ότι τρωγόταν. Είχε τώρα την ευκαιρία να δει καλύτερα. Δεν ήταν σκύλος. Ήταν ένας καφέ λύκος με άγριο τρίχωμα. Πεινασμένος και οστέινος που συνέχιζε να τρώει, να τρώει.
Εκείνος δεν ένοιωθε πια το τσουχτερό κρύο. Το σώμα του ήταν νεκρό. Η ψυχή του ευχαριστημένη που τάισε ένα πεινασμένο ζωντανό. Πλησίασε το λύκο, ο φόβος ανύπαρκτος. Είχε πολύ καιρό να νιώσει χρήσιμος. Γονάτισε δίπλα στα χυμένα σκουπίδια και μετά ξάπλωσε ανάσκελα ανάμεσά τους. Ο ουρανός ήταν καταγάλανος γεμάτος αστέρια. Αυτή η ξάστερη ισχυρή παγωνιά απλωνόταν παντού.
Ο λύκος πλησίασε, μύρισε το πρόσωπο του κι άρχισε να γλείφει τα μάτια του. Πόσο όμορφο χάδι! Τα δάκρυά του βρήκαν τη δύναμη να τρέξουν. Όσο έκλαιγε τόσο ο λύκος έγλειφε τα αλμυρά του δάκρυα, μέχρι που χορτάτος πια ήρθε και ξάπλωσε δίπλα του. Γύρισε τότε στο πλευρό. Ακούμπησε την κοιλιά του λύκου. Ήταν ζεστός, μύριζε άσχημα, οι τρίχες του σκληρές.
Όμως, αγκάλιαζε μια καρδιά που χτυπούσε μόνο για εκείνον, χαμένος ολοκληρωτικά σε πρωτόγνωρα αισθήματα. Δεν ήξερε αν ήταν κοιμισμένος ή ξύπνιος, νεκρός ή ζωντανός. Το μόνο που ήξερε ήταν πως ένιωθε τόσο όμορφα!
Τον βρήκαν το ξημέρωμα οι φύλακες κοκαλωμένο, μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη ανάμεσα σε σκόρπια σκουπίδια. Τα ρούχα του γεμάτα καφέ σκληρές τρίχες. Τις τρίχες του λύκου που τον ξεπροβόδισε. Χριστούγεννα για εκείνον σήμαιναν θάνατο, ίσως και λύτρωση.