popaganda_pict_vivlio

Με το πέρας της Επανάστασης του 1821, η νέα πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, η Αθήνα των μόλις 10.000 κατοίκων, γέμισε με πλήθη ρακένδυτων φτωχών και ζητιάνων. Οι ατυχήσαντες δεν ήταν άλλοι από τους ήρωες, τις χήρες και τα ορφανά του Αγώνα που, από «νοικοκύρηδες», βρέθηκαν να μην έχουν τίποτα: ανάμεσα στους 5.000 με 13.000 Αγωνιστές που έμειναν άεργοι ήταν ακόμα και ο γιός της Μπουμπουλίνας, ο οποίος επί χρόνια αναγκαζόταν να απλώνει το χέρι για να ελεηθεί. 

Η ένδεια και η αποκρουστική εικόνα των επαιτών ερχόταν σε αντίθεση με την ταχύτατα εξευρωπαϊζόμενη ανώτερη τάξη των Αθηναίων, που ήθελαν να αποκόψουν κάθε σύνδεση με το ανατολίτικο παρελθόν. Δεν ταίριαζε αυτή η δυσωσία με όσους «ντύνονται ευρωπαϊκά, μιλάνε την καθαρεύουσα, μοιάζουν με όλους τους λαούς της Ευρώπης και οι γυναίκες τους είναι κυρίες που φέρνουν τα φουστάνια τους από το Παρίσι».

Οι προσπάθειες που έγιναν από τον Όθωνα για την αντιμετώπιση του φαινομένου ήταν αποσπασματικές: κυρίως δια του Δήμου της Αθήνας, αλλά και με την σύσταση επιτροπών σε Υπουργεία, δίνονταν επιδόματα σε καταγεγραμμένους φτωχούς, ενώ έγινε και αναδασμός των νέων εθνικών γαιών. Τα αποτελέσματα αυτής της κεντρικής διαχείρισης ήταν απογοητευτικά. Τα επιδόματα ήταν μικροποσά (αντιστοιχούσαν σε περίπου τρία ημεροκάματα και δίνονταν κυρίως το Πάσχα και τα Χριστούγεννα), δίνονταν σε λίγα άτομα και, ασφαλώς, δεν έλειπαν τα σκάνδαλα στη διαχείρισή των κονδυλίων: φαύλοι υπάλληλοι των υπουργείων έπαιρναν τα επιδόματα! Ακόμα χειρότερα, ο φιλόδοξος αναδασμός των εθνικών γαιών δεν οδήγησε πουθενά, καθώς οι πάμπτωχοι που κέρδισαν τα χωράφια, τα μεταπούλησαν για απειροελάχιστα χρήματα σε κερδοσκόπους.

Κομβικό σημείο στην αλλαγή προσέγγισης στο θέμα της φτώχειας υπήρξε η μεγάλη επιδημία χολέρας του χειμώνα του 1854: τουλάχιστον 1000 κάτοικοι της Αθήνας (σε σύνολο 20.000) έχασαν τη ζωή τους, κυρίως από φτωχές συνοικίες της πόλης – οι πανικόβλητοι πλούσιοι την είχαν εγκαταλείψει. Ο ζόφος έφερε στο προσκήνιο την ανάγκη ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την καταπολέμηση του προβλήματος: στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, το κεντρικό κράτος απουσιάζει σχεδόν πλήρως και ιδρύονται πια ιδιωτικά φιλανθρωπικά ιδρύματα (Πτωχοκομείο, Βρεφοκομείο, Ορφανοτροφεία Αμαλιείον και Χατζηκώνστα, Σχολή των Απόρων Παίδων, Άσυλο Ανιάτων, κλπ) με χρήματα από εθνικούς ευεργέτες, εγχώριους και – κυρίως – από την Διασπορά.  

Κατά την Κορασίδου, η βασική αλλαγή στην προσέγγιση της λύσης του προβλήματος της φτώχιας είναι η εξής: στο πρώτο μισό του αιώνα, η φτώχεια και οι συνέπειές της (επαιτεία, εγκληματικότητα) είναι μια αρρώστεια που πρέπει να θεραπευτεί – εξ’ού και η κρατική και νομική (μέσω του Ποινικού Δικαίου) αντιμετώπιση. Στο δεύτερο μισό του αιώνα, η αλλαγή είναι ηθικού τομέα: οι πλούσιοι (και η μεσαία τάξη που θέλει να πλουτίσει) έχουν θρησκευτική υποχρέωση να ασχολούνται με την φιλανθρωπία, η οποία όμως δεν έχει στόχο την οριστική λύση του προβλήματος. Αντίθετα, τα κάθε λογής ιδρύματα γαλουχούν τους ατυχήσαντες, ώστε να γίνουν ηθικοί και εργατικοί για να καταλήξουν αργότερα υπηρέτες και εργάτες.Το βιβλίο παρουσιάζει πλείστες στατιστικές και αναφορές από την θεματική βιβλιογραφία/εφημεριδογραφία της εποχής, αναπλάθοντας με λεπτομέρεια την Αθήνα και τους κατοίκους της του 19ου αιώνα.

line-630
image

Κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τυπωθήτω.