Ο Νταβιντού, ο «Ποιητής», είναι εννιά χρονών όταν μπαίνει για πρώτη φορά στο ρινγκ και καταλαβαίνει ότι θα γίνει πυγμάχος. Δεν το αποφασίζει. Είναι γεννημένος πυγμάχος. Πυγμάχος ήταν ο πατέρας του, πυγμάχος κι ο παππούς του, πυγμάχος και ο θείος του που τον μεγάλωσε.
Επίσης, είναι εννιά χρονών όταν θα αντικρύσει για πρώτη φορά τη Νίνα «με το στόμα στο χρώμα του άγριου μούρου», την οποία θα υπερασπιστεί με τις γροθιές του και θα ερωτευτεί ακαριαία.
Καθώς περνούν τα χρόνια της παιδικότητας και της εφηβείας του «Ποιητή», αυτές θα είναι οι δύο σταθερές της ζωής του: με φόντο το Παλέρμο που σταδιακά περνάει στη βίαιη κυριαρχία της Μαφίας, ο Νταβιντού μεγαλώνει, αφιερωμένος στο μποξ και τον έρωτά του για την ακριβοθώρητη Νίνα.
Δάσκαλός του στην πυγμαχία, εν τη απουσία του χαμένου πατέρα του και της σκληρά εργαζόμενης μητέρας του, είναι ο θείος του Ουμπερτίνο, ένας φοβερός πυγμάχος που κάποτε έφτασε να διεκδικήσει τον τίτλο του Πρωταθλητή της Ιταλίας, αλλά έχασε και έκτοτε αφοσιώθηκε στη δημιουργία ενός προπονητηρίου πυγμαχίας. Ο «αντρικός» τρόπος του Ουμπερτίνο, τόσο στη διδασκαλία της πυγμαχίας, όσο και στην υπόδειξη του σωστού τρόπου συμπεριφοράς, έρχεται σε αντιδιαστολή με την ήρεμη συγκαταβατικότητα των παππούδων του «Ποιητή»: ο σιωπηλός παππούς και η δασκάλα γιαγιά τον μαθαίνουν να είναι πιο ανθρώπινος.
Μοναδικός του σύντροφος, ο Τζερούσο, ο αγαθός συνομήλικός του που έχει τόση ανάγκη να έχει φίλους, ώστε ανέχεται τους διαρκείς ξυλοδαρμούς. Ο «Ποιητής» θα τον χρησιμοποιήσει για να έρθει κοντα στην ξαδέρφη του Νίνα, αλλά σταδιακά θα γίνουν πραγματικοί φίλοι.
Μαθαίνοντας την πυγμαχία, ο «Ποιητής» θα μάθει και την οικογένειά του, μέσα από τις εξιστορήσεις των ζωών των μελών της: ο παππούς του υπήρξε αιχμάλωτος στην Αφρική στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έπειτα δούλεψε στη Γερμανία και επέστρεψε για να γίνει μάγειρας. Η γιαγιά του γνώρισε τον παππού στην παραλία, όταν εκείνος της ζήτησε να του μάθει να γράφει και να διαβάζει. Ο πατέρας του υπήρξε καταπληκτικός πυγμάχος, αλλά πέθανε πολύ νωρίς. Η μητέρα του που τότε έχασε τον κόσμο, αλλά κατάφερε να σταθεί στα πόδια της ξανά όταν μεγάλωσε το παιδί της. Ο αδερφός της Ουμπερτίνο που έπρεπε να τη στηρίξει και έπειτα να μεγαλώσει το παιδί σαν δικό του.
Γύρω τους, οι χαρακτήρες που γεμίζουν το σικελικό τοπίο: τα άγρια αγόρια, οι γυναίκες που «σταματούν την κίνηση». Πανταχού παρούσα η βία (περιπολικά, ασθενοφόρα, κλπ) που κάνει την ατμόσφαιρα πνιγηρή.
Το βιβλίο του πρωτοεμφανιζόμενου Νταβίντε Ενία είναι ένα από τα καλύτερα που έχουν γραφτεί για την πυγμαχία. Οι περιγραφές των αγώνων και της προπόνησης (ειδικά η ιστορία του Νέγρου) είναι έξοχες, με τις αισθήσεις του αναγνώστη να γεύονται την ένταση του ρινγκ και του γυμναστηρίου και αξίζουν να μπουν στην κατηγορία ανάλογων έργων του Τζακ Λόντον, του Λίμπλινγκ, του Νόρμαν Μέιλερ, του Τζειμς Μπόλντγουιν και του Γκει Ταλέζε.
Ταυτόχρονα, το «Και Επί της Γης» είναι ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης που αποδίδει σε βάθος τον ψυχισμό και τις δύσκολες αλλαγές που βιώνει ο «Ποιητής», καθώς προσπαθεί να καταλάβει τον εαυτό του.
Κυρίως όμως, είναι μια σικελική σάγκα που καταγράφει τρεις γενιές και τις ζωές τους στο Παλέρμο. Από τον παππού στη δεκαετία του 1940, στον θείο Ουμπερτίνο στα 1960 και τον «Ποιητή» στα 1980, η πόλη σκιαγραφείται με τα ερείπιά της που δημιουργούν τους σκληρούς άντρες και τις γυναίκες που ζουν ως αντανάκλασή τους. Τρεις γεννιές που πυγμαχούν, που κάνουν αντικές φιλίες, που ερωτεύονται, που βασανίζονται, που ζουν τη ζωή τους με το μόνο τρόπο που ξέρουν: σαν προσευχή σε κάτι ανώτερο, αυτό που ζει μέσα τους. Αυτό υπονοεί και ο τίτλος που αντλείται από το «Ελθέτω η βασιλεία σου, γεννηθήτω το θέλημά σου, ὡς ἐν οὐρανῷ καὶ ἐπὶ της γῆς», την υπόδειξη του Ιησού προς τους μαθητές του για το πως θα πρέπει να προσεύχονται, στο κατά Ματτθαίον Ευαγγέλιο.
Το «Και Επί Της Γης» είναι ένα εντυπωσιακό πρώτο βιβλίο που μας γνωρίζει έναν συγγραφέα με εξαιρετικές ικανότητες στην αφήγηση αλλά και την κατάστρωση του μυθιστορήματος.