Η προσφορά και η επιρροή του Ιάπωνα σκηνοθέτη Χαγιάο Μιγιαζάκι στον παγκόσμιο κινηματογράφο είναι μνημειώδεις και ξεπερνούν τα όρια του παραδοσιακού σινεμά και του anime σαν είδους. Ο Μιγιαζάκι, άλλωστε, το ανήγαγε σε ύψιστη μορφή τέχνης μέσα από κλασικά αριστουργήματα της bangers-only φιλμογραφίας του, όπως η Πριγκίπισσα Μονονόκε, το Spirited Away, το Κάστρο στον Ουρανό και το Ο Γείτονάς Μου, Τοτόρο που συνδυάζουν, όπως και οι υπόλοιπες ταινίες του, οικουμενικά θέματα όπως η ουσία της ύπαρξης, η μοναξιά, η αποφασιστικότητα και η περιβαλλοντική συνείδηση με εκρήξεις συναισθήματος και φαντασίας, με τη σφραγίδα του θρυλικού Studio Ghibli που ο ίδιος συνίδρυσε.
Η κυκλοφορία του της τελευταίας -με όλες τις έννοιες- ταινίας του Το Αγόρι και ο Ερωδιός στις ελληνικές αίθουσες αποτελεί, συνεπώς, αξιοσημείωτο γεγονός, ειδικά εφόσον αποτελεί σπάνιο φαινόμενο και το ελληνικό κοινό μπορούσε όλα αυτά τα χρόνια να ανακαλύψει το σινεμά του μέσα από bootlegs, DVD του εξωτερικού και κάποιες περιορισμένες εγχώριες εκδόσεις.
Το Αγόρι και ο Ερωδιός έρχεται στην Ελλάδα φρέσκο μετά από μια πρωτοφανή εμπορική πορεία στις ΗΠΑ, όπου ήδη έχει γίνει το τρίτο σε εισπράξεις anime όλων των εποχών, έχει κερδίσει τη Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας και είναι υποψήφιο για Όσκαρ στη διεθνή κατηγορία. Είναι το πρώτο κινηματογραφικό event της χρονιάς.
Όλα αυτά για ένα ενοχλητικό πτηνό που παρασέρνει ένα αγόρι σε μια φανταστική περιπέτεια, που όσο απαιτητική είναι σε αφηγηματικό επίπεδο, άλλο τόσο συναρπαστική είναι σε αισθητικό. Ο μικρός Μαχίτο μετακομίζει με τον πατέρα και τη νέα του σύζυγο στην εξοχή, μετά το θάνατο της μητέρας του σε νοσοκομειακή πυρκαγιά στον πόλεμο του Ειρηνικού (η μητριά τυχαίνει να είναι και θεία του, σε μια she’s my sister/she’s my daughter στιγμή που στην ταινία δεν έχει θέση, αλλά σίγουρα έχει σε αυτή την κριτική). Η θλίψη συντροφεύει τον Μαχίτο κάθε στιγμή (και ο Μιγιαζάκι είναι ειδικός στο να τη δείχνει στις εκφράσεις και τα χρώματα του προσώπου του), μαζί με τις τύψεις για την αδυναμία του να τη σώσει. Ένας ομιλών, επίμονος ερωδιός πείθει τον Μαχίτο ότι η μητέρα του μπορεί να είναι ακόμα ζωντανή μέσα σε έναν πέτρινο πύργο και, όταν εξαφανίζεται μέσα σε αυτόν και η μητριά του, το αγόρι και ο ερωδιός μπαίνουν στο μυστηριώδες αυτό κτίσμα, αφήνοντας πίσω κάθε λογική.
Από εκεί και πέρα, Το Αγόρι και ο Ερωδιός γίνεται μια οπτικά χορταστική περιήγηση στην απρόβλεπτη, μεγαλειώδη φαντασία ενός σπουδαίου καλλιτέχνη όπως ο Μιγιαζάκι, που παραμένει πιστός στο παραδοσιακό, χειροποίητο animation με εντυπωσιακά αποτελέσματα. Όσο εσωτερικός κι αν γίνεται ο μονόλογός του, κάθε πλάνο παραμένει βαθιά προσωπικό (ακόμα και με τη γνώση ότι, λόγω των μειωμένων αντοχών και της επιδείνωσης της όρασής του, χρειάστηκε τη βοήθεια κορυφαίων animators όπως ο Τακέσι Χόντα του Neon Genesis Evangelion).
Στα 81 του, ο Μιγιαζάκι κοιτάζει κατάματα έννοιες όπως η υστεροφημία και ο χρόνος (πέρα από τις συνήθεις του εμμονές όπως ο Β’ Παγκόσμιος και η κλιματική αλλαγή) με μια αίσθηση του επείγοντος. Για το χρόνο, δεν μπορεί να κάνει πολλά στην αληθινή ζωή, γι’ αυτό εδώ τον κομματιάζει και τον ανασυνθέτει με τρόπο που κάνει π.χ. το Tenet να φαίνεται σαν επεισόδιο Πέππα το Γουρουνάκι.
Ο εμφανής παραλληλισμός με τη ζωή και τις ταινίες του δημιουργού της συχνά φορτώνει το Αγόρι και τον Ερωδιό, που οι περισσότεροι θεωρούν ως αποχαιρετισμό, με ένα φιλοσοφικό βάρος που δεν μπορεί απαραιτήτως να σηκώσει, αλλά έχει πάντα ενδιαφέρον η αναμέτρηση ενός καλλιτέχνη, και ειδικά μιας ιδιοφυίας, με το συνολικό έργο του μέσα από την ίδια την τέχνη του. Το έκανε ο Ζαν Λικ Γκοντάρ, το κάνει με τις τελευταίες του ταινίες ο Μάρτιν Σκορσέζε, το επιχειρεί εδώ και ο Μιγιαζάκι.