Η πολυαναμενόμενη βιογραφική ταινία «Ναπολέων» για τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη δια χειρός Ρίντλεϊ Σκοτ, με πρωταγωνιστή τον Χοακίν Φίνιξ (σε ένα reunion Μονομάχου ακόμα και με δαφνοστεφανωμένη οπτική αναφορά) συνδυάζει τις δύο μεγάλες του αγάπες, τον πόλεμο και την Ζοζεφίνα (Βανέσα Κέρμπι).
Ωστόσο, παρά την αποδεδειγμένη ικανότητα του Σκοτ στα ιστορικά έπη, ο Ναπολέων του κινείται σε μια ευθεία γραμμή, χωρίς μεγαλοπρέπεια, βάθος και lived in ιστορικό πλαίσιο. Από την άνοδό του στην εξουσία χάρη στη στρατηγική του σκέψη που χάρισε μια κρίσιμη νίκη στην Γαλλία και εντυπωσίασε τους ανωτέρους του αξιωματικούς μέχρι την εξορία του (μια φρεγάτα τον παρέδωσε στο νησί Έλβα) και τη θεαματική πτώση του, που ενέπνευσε ένα από τα καλύτερα ποπ τραγούδια όλων των εποχών (δυστυχώς δεν ακούγεται στην κρίσιμη σεκάνς), ο Ναπολέων αποτελούσε πάντα ζουμερό πρόσωπο για κινηματογραφική μεταχείριση (με τις προσπάθειες του Στάνλεϊ Κιούμπρικ να είναι πλέον σχεδόν μυθικές – και συλλεκτικές). Η ταινία του Σκοτ υιοθετεί μια αρκετά παιχνιδιάρικη ματιά απέναντι στην κεντρική αυτή φιγούρα, παρουσιάζοντάς την ως man-baby που έχει εμμονή με τις μάχες και το (κακό) σεξ. Μια αβέβαιη ερμηνεία από τον Φίνιξ εμποδίζει την ταινία από το να ξεφύγει σε ένα πραγματικά ανατρεπτικό biopic, με τον Σκοτ να κρατάει τον τόνο αποφασιστικά στη μέση.
Ο αποκεφαλισμός της Μαρίας Αντουανέτας (Κάθριν Γουόκερ) θέτει σε κίνηση τα γρανάζια της ανέλιξης του Ναπολέοντα. Ταυτόχρονα, την προσοχή του τραβάει μια εσχάτως αποφυλακισμένη χήρα και μητέρα δύο μικρών παιδιών, η Ζοζεφίνα, που δέχεται να τον παντρευτεί αλλά όχι και να μείνει πιστή σε εκείνον. Η εγκατάλειψη του στρατεύματός του στην Αίγυπτο και η εσπευσμένη επιστροφή του Ναπολέοντα στην Γαλλία στο άκουσμα της φημολογίας περί κέρατου δείχνει πώς η Ιστορία μπορεί να καθοριστεί από τους πιο ποταπούς και ασήμαντους λόγους και πως οι σημαντικότεροι πρωταγωνιστές της μπορεί να ήταν έρμαια των χειρότερων ενστίκτων τους και όχι σπουδαίοι στοχαστές με σχέδιο και συναίσθηση της θέσης τους σε αυτή. Ειδικά ο Ναπολέων, εδώ, ωρύεται συνεχώς για ένα αόριστο “πεπρωμένο” του, με αποκορύφωμα την πιο αστεία και αξιομνημόνευτη ατάκα της ταινίας “αυτό εδώ το αρνίσιο παϊδάκι είναι το πεπρωμένο μου!” – μια σκέψη που σίγουρα έχουμε κάνει όλοι κάποια Τσικνοπέμπτη.
Παρόλα αυτά, ο Ναπολέων καταφέρνει να μετατρέψει τις προσωπικές του εμμονές σε επαγγελματικούς θριάμβους (η ταινία φροντίζει να υπενθυμίζει το κόστος σε ανθρώπινες ζωές), γάμο με μια σύζυγο εκτός των κυβικών του (και πάλι, η ταινία με διακριτικές γωνίες λήψεις υπενθυμίζει τη θρυλική “οριζόντια” έλλειψή του) και μια αυτοκρατορική στέψη, αλλά όχι σε πολυπόθητο διάδοχο. Πειράζει, αλλά και δεν πειράζει, αφού η επόμενη μάχη που περιμένει να κερδηθεί είναι προ των πυλών. Όσο εντυπωσιακές είναι αυτές οι σκηνές, ειδικά η μάχη του Άουστερλιτζ με τα παγωμένα πτώματα και του Βατερλώ με τα περίφημα τετράγωνα που σχημάτισαν οι Άγγλοι στρατιώτες για να απωθήσουν το γαλλικό ιππικό, η πολυπλοκότητα του κοινωνικοπολιτικού παρασκηνίου στην καθημερινή Γαλλία μειώνεται σε απλές εικόνες βίαιων συγκεντρώσεων, στερώντας από αυτόν εδώ το λίγο καραγκιοζάκο κινηματογραφικό Ναπολέοντα ένα πολύτιμο context.
Σποραδικά η ταινία επιλέγει τη χιουμοριστική οδό για να κριτικάρει και να αποδομήσει περαιτέρω την ύπαρξη του Ναπολέοντα και αυτές οι στιγμές ομολογουμένως διαθέτουν μια ευπρόσδεκτη γοητεία. Η αντιπαράθεση της στρατηγικής του ιδιοφυίας και την περίπλοκης προσωπικότητάς του με την επίμονη υπογράμμιση της ανοησίας του δημιουργεί μια διασκεδαστική δυναμική. Δεν είναι, όμως, αρκετή για να κάνει την ταινία να διεκδικήσει μια θέση στο τραπέζι των αξέχαστων biopics – ίσως, λόγω ήρωα, να μπορεί να κάτσει στο τραπέζι των παιδιών.