«Σημασία δεν έχει να ακούς, αλλά να θες να ακούσεις», είναι το μότο της ταινίας της Μαρίας Ντούζα, «Άκουσέ με», που συναντά το κοινό αυτές τις μέρες στις αίθουσες, μετά από ένα μακρύ, καρποφόρο ταξίδι σε διεθνή και εγχώρια φεστιβάλ, με επιστέγασμα μάλιστα εντυπωσιακές πωλήσεις στο εξωτερικό και διανομή στη Λατινική Αμερική. Ταινία τρυφερή, συγκινητική – ειλικρινής πάνω από όλα. Όπως και η δημιουργός της, η οποία πέρα από το θέμα επικοινωνίας που θίγει, δίνει μια δυνατή εφηβική ταινία, είδος που λείπει ιδιαίτερα από το εγχώριο σινεμά και επιτέλους τα τελευταία χρόνια βλέπουμε να ξεπετιέται.

Στην κατάμεστη από κόσμο πρεμιέρα πριν λίγες μέρες άλλωστε, τα θερμά χειροκροτήματα, ειδικά του νεανικού κοινού, έδειξαν ότι η ταινία μιλάει τη γλώσσα τους και μπαίνει στην καρδιά τους. «Ήταν μια προβολή όπως την ονειρευόμουν, με θαυμάσια ατμόσφαιρα κι ένα κοινό συντονισμένο που συμμετείχε», λέει η σκηνοθέτιδα και προσδοκά το ίδιο αποτέλεσμα από την πορεία της στις αίθουσες, καθώς, δεν κρύβει ότι πέρα από το γόνιμο έδαφος στα φεστιβάλ του κόσμου, την ενδιαφέρει το ευρύ κοινό.

Η κωφή έφηβη Βαλμίρα (εξαιρετική η Ευθαλία Παπακώστα), μετά τον θάνατο της γιαγιάς της αναγκάζεται να αφήσει την πόλη, το ειδικό σχολείο που της προσφέρει ασφάλεια και τον χορό, για να πάει στο απομονωμένο νησί όπου ζει ο πατέρας της Στάμος υλοποιώντας ένα πρόγραμμα ανακατασκευής σπιτιών (ο Γιώργος Πυρπασόπουλος στην πιο μεστή κινηματογραφική του ερμηνεία), με την νέα του σύντροφο (στον ρόλο, η έμπειρη Βουλγάρα πρωταγωνίστρια Yoana Bukovska Davidova) και τον ευαίσθητο έφηβο γιο της Άρη (ωραίος ο Δημήτρης Κίτσος). Ο τελευταίος, λόγω της βουλγαρικής καταγωγής του, υφίσταται το άγριο bullying ομάδας συμμαθητών του, με “αρχηγό” τον ξενοφοβικό Μάριο (ο Νίκος Κουκάς στην πρώτη του κινηματογραφική εμφάνιση), αλλά και την στοχοποίησή του από τους καθηγητές του επίσης. Δύσκολες οι σχέσεις στην μικρή μοναχική επαρχιακή κοινωνία, δύσκολο να αποδεχτούν ο ένας τον άλλον, να αναλάβουν τις ευθύνες τους, να δώσουν τέλος στην υποκρισία, να σταματήσουν τον ρατσισμό και τη σχολική βία. Δύσκολες όμως οι σχέσεις και ανάμεσα στη νεόφερτη, εσωστρεφή Βαλμίρα και όλους τους άλλους, καθώς βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο της απομόνωσης – όχι μόνον εξαιτίας των προκαταλήψεων απέναντι στην ιδιαιτερότητά της, αλλά κυρίως των δικών της απέναντι στους άλλους… Το συγκεκριμένο “σημείο” είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς η δημιουργός, χρησιμοποιώντας την κώφωση ως μεταφορά, σκιαγραφεί έξοχα την ηρωίδα της, εμφανίζοντας τόσο τη δύναμη όσο και τις αδυναμίες του χαρακτήρα της.

Η υπέροχη φωτογραφία του Ζαφείρη Επαμεινώνδα, το μουντό χειμωνιάτικο φυσικό τοπίο και η όμορφη μουσική της Άννας Στερεοπούλου, προσθέτουν τις δικές τους πολύ σημαντικές πινελιές στην όλη ατμόσφαιρα. Η Μαρία Ντούζα, αν και αναπτύσσει παράλληλα πολλά και διαφορετικά κεφάλαια στην ιστορία της, καταφέρνει παρόλα αυτά να τα τιθασεύσει σε ένα όλον γύρω από τον άξονα της έλλειψης επικοινωνίας των ηρώων της. Και κορυφώνει το δράμα με την αναγκαστική ενηλικίωση των εφήβων μέσα από ένα γεγονός καθοριστικό για τη ζωή όλων. Η δημιουργός στέλνει το δικό της μήνυμα για ανάγκη επικοινωνίας, αποδοχής και ενσυναίσθησης σε έναν κόσμο με δύσκολο μέλλον μεν αλλά όχι ζοφερό, αν εμείς τον πάρουμε στα χέρια μας.

Η ταινία έκανε πρεμιέρα στο Διεθνές Διαγωνιστικό Τμήμα του 63ου Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης (2022), προβλήθηκε σε διεθνή φεστιβάλ (Tallinn Black Nights, Cairo IFF, Sofia IFF, Galway IFF κ.α.), εκπροσώπησε την Ελλάδα στα Φεστιβάλ Ευρωπαϊκής Ένωσης Καναδά και Ινδίας, καθώς και στο 1ο διεθνές φεστιβάλ γυναικών δημιουργών WoW (Women of the World) που έγινε το 2023 στο ΚΠΙΣΝ, ενώ απέσπασε το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας στο Διεθνές Φεστιβάλ της Ντάκα και στο Ελληνικό Φεστιβάλ του Λος Άντζελες (LAGFF), όπου κέρδισε και Καλύτερης Ερμηνείας για την Ευθαλία Παπακώστα. Όμως, πάνω από όλα, είναι μία ταινία που μπορεί να τραβήξει έφηβους από τα κινητά τους και να προκαλέσει συζητήσεις στις παρέες τους. Και αυτό κάθε άλλο παρά λίγο είναι…

Μαρία, τι σου έδωσε την ιδέα και την αφορμή για τη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία σου; Την αρχική ιδέα μου την έδωσε το παιδικό βιβλίο «Ένα Σακί Μαλλιά» του Παντελή Καλιότσου, με θέμα ένα απομονωμένο νησί όπου οι ενήλικες τσακώνονται και ανταγωνίζονται ανελέητα και τα μικρά παιδιά του δημοτικού τους δίνουν ένα μάθημα φιλίας και αγάπης. Το βιβλίο με είχε συγκινήσει και ήθελα να κάνω κάτι σχετικό. Όταν όμως άρχισα να γράφω το σενάριο, απομακρύνθηκα τελείως από αυτό και εστίασα την προσοχή μου στο θέμα της επικοινωνίας – εξ ου και η κωφή ηρωίδα. Η ταινία πλέον μιλά για την ανάγκη της επικοινωνίας ως προϋπόθεση συνύπαρξης. Ζούμε σε μια νέα πραγματικότητα όπου καθημερινά ερχόμαστε σε επαφή με άλλους λαούς, κουλτούρες, πολιτικά συστήματα, αγορές -η περίφημη παγκοσμιοποίηση είναι εδώ- και αν δεν μπορέσουμε να συνεννοηθούμε μεταξύ μας, δεν θα μπορέσουμε να συνυπάρξουμε. Και για να συνεννοηθούμε πρέπει να “ακούσουμε” ο ένας τον άλλον, τόσο σε συλλογικό όσο και σε ατομικό επίπεδο. Αυτό είναι το θέμα της ταινίας – ένας στοχασμός πάνω στην ανάγκη, αλλά δυστυχώς και την αδυναμία και την αντίσταση να επικοινωνήσουμε.

Η ταινία ασχολείται με πολλά και διαφορετικά θέματα που δονούν σήμερα την ελληνική κοινωνία: bullying, ρατσισμό, ξενοφοβία, αναπηρία. Γιατί θέλησες να μιλήσεις για τόσα πολλά θέματα μαζί; Η ταινία αγγίζει ακριβώς ζητήματα bullying, ρατσισμού, απομόνωσης που γεννιούνται από την αδυναμία μας να επικοινωνήσουμε με τους άλλους. Όλα αυτά τα θέματα, που λες, συνδέονται μεταξύ τους, είναι συμπτώματα της ασυνεννοησίας, του φόβου να καταλάβουμε -βαθιά, αληθινά- τον “άλλο”. Για να αποδεχτούμε τον άλλο, πρέπει να τον καταλάβουμε. Για να τον καταλάβουμε, πρέπει να τον ακούσουμε. Η κώφωση της Βαλμίρας λειτουργεί ως μια μεταφορά τόσο της ανάγκης μας να ακούσουμε όσο και της επιλογής μας να μην ακούσουμε, της επιθυμίας μας να γίνουμε κατανοητοί, αλλά της απροθυμίας μας να καταλάβουμε. Ο εγωισμός μπορεί να πάρει πολλές μορφές. Το αντίδοτο σε αυτόν είναι η συμπόνια και η καλοσύνη που ορίζουν την ανθρωπιά μας.

 Η ιστορία παράλληλα διαδραματίζεται στον συντηρητικό μικρόκοσμο μιας νησιώτικης κοινωνίας, κάτι που από μόνο του εγείρει και άλλα δύσκολα θέματα επίσης. Γιατί επέλεξες έναν απομονωμένο κόσμο αντί για αυτόν τον πιο “ανοιχτό” της πόλης; Υπάρχουν αρκετοί λόγοι που η ταινία διαδραματίζεται σε νησί. Ένα νησί είναι εξ ορισμού μια μεταφορά για την απομόνωση και την ανάγκη επικοινωνίας, οπότε αποτελεί κατάλληλο χώρο για την ιστορία. Υπάρχει όμως κι ένας άλλος λόγος που έχει να κάνει με τον χαρακτήρα του έργου. Δεν με ενδιαφέρει να κάνω ηθογραφία, να αποτυπώσω την πραγματικότητα όπως είναι σήμερα. Θέλω να πω μια ιστορία που θα μπορούσε να έχει συμβεί πριν δέκα χρόνια ή να συμβεί μετά από είκοσι και να μην έχει σημασία το περιβάλλον. Βλέπω δηλαδή την ταινία περισσότερο ως παραμύθι, όπου το καλό και το κακό αντιμάχονται, παρά σαν μια απόδοση της ελληνικής σημερινής πραγματικότητας. Γι’ αυτό και το νησί παραμένει ανώνυμο και αόριστο. Αυτά που συμβαίνουν εδώ θα μπορούσαν κάλλιστα να συμβούν στη γειτονιά μιας μεγαλούπολης -φοβάμαι ότι ο συντηρητικός μικρόκοσμος του χωριού της ταινίας δεν είναι και τόσο διαφορετικός από τον συντηρητικό μικρόκοσμο της μεγάλης πόλης. Η τοποθέτηση της ιστορίας σε αυτό το αόριστο νησί επιδιώκει να την αποσπάσει από το σήμερα -να την κάνει διαχρονική και πανανθρώπινη. Πέραν αυτών, αγαπώ ιδιαίτερα την αισθητική και αφηγηματική οικονομία ενός οριοθετημένου κινηματογραφικού σύμπαντος -είτε αυτό είναι ένα σπίτι, ένα χωριό ή ένα νησί.

 Πόσο δύσκολο ήταν να βρεις τους νεαρούς πρωταγωνιστές σου και τα υπόλοιπα παιδιά που παίζουν; Τι ήταν εκείνο που σε έδεσε μαζί τους πάνω από όλα; Με το cast, στάθηκα πολλαπλά τυχερή! Ήταν μεγάλη ευτυχία να δεχτούν να συμμετάσχουν οι ηθοποιοί που ονειρεύτηκα να έχω! Η ταινία γυρίστηκε τον χειμώνα του 2021, στο δεύτερο κύμα της πανδημίας, πριν τα εμβόλια, και μέσα σε περίοδο σκληρού lockdown, με κλειστά βέβαια τα θέατρα -οπότε οι ηθοποιοί ήταν διαθέσιμοι. Έτσι, πρώτον μπόρεσα να έχω εκείνους που επιθυμούσα και δεύτερον, στην Χίο, όπου έγιναν τα γυρίσματα, βρήκαμε τους εξαιρετικούς βοηθητικούς ηθοποιούς ανάμεσα σε φοιτητές, οι οποίοι, πάλι εξαιτίας της καραντίνας, είχαν εγκλωβιστεί στο νησί, αντί να είναι στην Θεσσαλονίκη ή την Αθήνα. Νιώθω ευλογημένη που είχα αυτήν την ομάδα, με την οποία φυσικά δεθήκαμε ακόμη πιο πολύ δουλεύοντας απομονωμένοι καταχείμωνο σε ένα νησί κάτω από εξωπραγματικές συνθήκες γενικευμένου lockdown.

 Πόσο δύσκολο είναι να κάνεις κινηματογράφο στην Ελλάδα; Η Ελλάδα έχει μια μικρή και κρατικά επιδοτούμενη κινηματογραφία. Ως εκ τούτου οι πόροι είναι περιορισμένοι και δεν αρκούν για να γίνει μια ταινία μεγάλου μήκους.  Οι πιο δύσκολες στιγμές που πέρασα στη δημιουργία της ταινίας, ήταν οι αλλεπάλληλες απογοητεύσεις στη διάρκεια αναζήτησης χρηματοδότησης –κάτι που κράτησε πέντε χρόνια. Και από τις πιο χαρούμενες ήταν φυσικά όταν η χρηματοδότηση εξασφαλίστηκε και άναψε το πράσινο φως για την παραγωγή.

Πρέπει οπωσδήποτε να βρει κανείς συμπαραγωγούς στο εξωτερικό για να κάνει ταινία, πράγμα που απαιτεί χρόνο και γραφειοκρατία και καθυστερεί την όλη διαδικασία. Στο «Άκουσέ με» είχαμε Βούλγαρους συμπαραγωγούς. Στην Ελλάδα δεν υπάρχουν ιδιωτικά κεφάλαια -ταμεία, επενδυτές που να χρηματοδοτούν ταινίες με σκοπό να βγάλουν χρήματα. Η δημιουργία μιας ταινίας είναι αποκομμένη από τον στόχο των εισιτηρίων. Αυτό επηρεάζει τον τρόπο όχι μόνο που παράγεται, αλλά και τον τρόπο που γράφεται και τον τρόπο που διανέμεται. Για μένα, που το σημαντικότερο από όλα είναι να δει την ταινία μου το λεγόμενο ευρύ κοινό, αυτό είναι ένα μεγάλο πρόβλημα. Σε μια ταινία χαμηλού προϋπολογισμού, όπως είναι οι δικές μας, δυστυχώς δεν υπάρχει budget προώθησης. Οπότε ακόμη κι αν η ταινία απευθύνεται στο ευρύ κοινό, εκείνο δεν μπορεί να μάθει για την ύπαρξή της. Πώς όμως μπορώ να το  ενημερώσω εγώ για όλα αυτά;

Η ταινία ταξίδεψε σε πολλά διεθνή φεστιβάλ, ανάμεσά τους πολλά youth festivals, ενώ την ανέλαβε η βρετανική εταιρεία διεθνούς διανομής Screenbound. Πρόσφατα μάλιστα, μετά την προβολή της στην Αγορά του Φεστιβάλ του Βερολίνου, βρήκε διανομή στην Λατινική Αμερική και θα μεταγλωττιστεί στα ισπανικά και τα πορτογαλικά. 

Είναι, ακόμη σήμερα, πιο δύσκολο να κάνεις κινηματογράφο όταν είσαι γυναίκα; Η δυσκολία του να κάνεις κινηματογράφο όταν είσαι γυναίκα δεν υπάρχει μόνο στην Ελλάδα. Αν φύγουμε από τις μικρές επιδοτούμενες ευρωπαϊκές κινηματογραφίες και μιλήσουμε για την κινηματογραφική βαριά βιομηχανία -αμερικανική, βρετανική, γαλλική, ισπανική- θα διαπιστώσουμε ότι είναι απολύτως ανδροκρατούμενες, οι γυναίκες σκηνοθέτιδες ελάχιστες και ο αγώνας να σταθείς ισότιμα απέναντι στους άνδρες συναδέλφους σου, τιτάνιος. Στις μέρες μας, στην Ελλάδα και την Ευρώπη, ο αριθμός γυναικών σκηνοθετριών αυξάνεται συνεχώς στις μικρού προϋπολογισμού παραγωγές, ενώ συνήθως για μεγάλα εγχειρήματα -όπως και για ακριβές διαφημίσεις- επιλέγεται άντρας.

Πέραν αυτού η μεγάλη δυσκολία που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες -κι όχι μόνο στον κινηματογράφο- είναι ο συνδυασμός μητρότητας και καριέρας. Στον κινηματογράφο είναι ακόμα πιο δύσκολο, γιατί δεν υπάρχουν ωράρια και η σκηνοθεσία είναι μια δουλειά στην οποία δίνεσαι ψυχή τε και σώματι. Αυτό δεν μπορείς να το κάνεις για πολλά χρόνια που τα παιδιά σε έχουν ανάγκη. Εκείνα τα χρόνια λοιπόν, που είναι και οι πιο παραγωγικές ηλικίες, από τα 30 ως τα 45, οι συνομήλικοι άνδρες κάνουν καριέρα κι εσύ περιμένεις, αφού μεγαλώσουν τα παιδιά, να ξεκινήσεις ή να ξαναπιάσεις το νήμα…

Φτιάχνεις μια εφηβική ταινία, είδος που βασικά λείπει από τον ελληνικό κινηματογράφο και μόλις ίσως τα τελευταία χρόνια αρχίζει να αναπτύσσεται. Ένιωσες την ανάγκη για κάτι τέτοιο ή απλώς έτυχε να συμβεί; Σε επηρέασε σε αυτό καθόλου και η προσωπική σου εμπειρία ως μητέρα; Ομολογώ ότι μέχρι πρόσφατα δεν είχα σκεφτεί ότι έχω κάνει μια εφηβική ταινία, καθώς τα θέματα που η ταινία πραγματεύεται και κυρίως το θέμα της επικοινωνίας και της συνεννόησης είναι πανανθρώπινο και μας αφορά όλους. Επομένως, όχι, δεν ξεκίνησα να κάνω μια εφηβική ταινία. Όταν όμως άρχισε να ταξιδεύει και να παρουσιάζεται σε φεστιβάλ για νέους, διαπίστωσα με έκπληξη και μεγάλη χαρά ότι η ταινία αγγίζει βαθιά και ενδιαφέρει τους εφήβους. Κι αυτό γιατί ταυτίζονται με τους πρωταγωνιστές, συγκινούνται από αυτά που συμβαίνουν, και μετά συζητούν με πολύ ενδιαφέρον όλα τα θέματα που θίγει η ταινία. 

Η εμπειρία μου ως μητέρα δεν με επηρέασε να γράψω το συγκεκριμένο σενάριο. Η εμπειρία μου ως μητέρα επηρεάζει όλα όσα γράφω, κάνω και σκηνοθετώ, ανεξάρτητα από το αν αφορούν παιδιά ή ενήλικες, άνδρες ή γυναίκες. Το ότι είμαι μητέρα με καθορίζει με έναν μοναδικό και καθολικό τρόπο.

Τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει επιτέλους να γίνεται αντιληπτή και στην Ελλάδα η δύναμη της κινηματογραφικής εκπαίδευσης, ιδιαίτερα μάλιστα καθώς στον ψηφιακό μας κόσμο η νέα γενιά λειτουργεί πια βασικά μέσω της εικόνας. Ποια είναι η γνώμη σου για τη συμβολή του κινηματογράφου στην εκπαίδευση, ειδικά στην εποχή μας; Συμφωνώ απόλυτα ότι η εικόνα σήμερα έχει αποκτήσει πολύ μεγάλη δύναμη και πολλές φορές υποκαθιστά το κείμενο και το διάβασμα. Οι νεότερες γενιές διαβάζουν λιγότερο, αλλά μορφώνονται μέσα από το απέραντο οπτικοακουστικό υλικό που βρίσκουν στο διαδίκτυο (από διαλέξεις πανεπιστημίων, ντοκιμαντέρ, ενημερωτικές παραγωγές, επιστημονικές ταινίες μέχρι βέβαια και ταινίες και σειρές μυθοπλασίας). Προφανώς λοιπόν ο κινηματογράφος έχει έναν ακόμα μεγαλύτερο ρόλο να παίξει καθώς γίνεται – μέσα από το διαδίκτυο – προσβάσιμος από όλο τον κόσμο. Ως εκ τούτου, ένα κινηματογραφικό έργο φέρει την ευθύνη να είναι -πέραν από τεχνικά και επαγγελματικά άρτιο- έντιμο και ειλικρινές, καθώς η πιθανότητα να επηρεάσει τον θεατή είναι τεράστια και καταλυτική. Για να μην παρεξηγηθώ, δεν εννοώ να είναι ηθικοπλαστικό και -σε καμία περίπτωση- πολιτικά ορθό.

Δεν είναι δουλειά της τέχνης η πολιτική καθοδήγηση και προπαγάνδα. Δουλειά της τέχνης είναι να κάνει τον θεατή να στοχαστεί πάνω σε ζητήματα της ζωής και της ύπαρξης μέσα από την συγκίνηση που θα νιώσει βλέποντας ένα έργο. Ο καλός κινηματογράφος είναι μια άσκηση ενσυναίσθησης. Βλέποντας μια καλή ταινία νιώθουμε τις αγωνίες, τον πόνο και την λύτρωση των ηρώων -όσο μακρινοί ή ξένοι κι αν είναι από εμάς-, μπαίνουμε στα παπούτσια τους, για δυο ώρες γινόμαστε εκείνοι. Επομένως, το ποιοι θα γίνουμε και πώς θα βγούμε από την ταινία έχει τεράστια σημασία. Ο κινηματογράφος έχει μια απίστευτη δύναμη. Μια καλή ταινία μπορεί να μας ανυψώσει, να μας παρηγορήσει, να μας εμπνεύσει, να μας λυτρώσει –μια κακή μπορεί να μας παραπλανήσει, να μας στραπατσάρει, ακόμη και να μας καταστρέψει. Είναι μεγάλη ευθύνη το τι αποφασίζουμε να δημιουργήσουμε.

Είναι η ελληνική κοινωνία (και οι Έλληνες γονείς) έτοιμη να δεχθεί αυτού του είδους την εκπαίδευση; Ρωτάω με αφορμή το άνευ λόγου μεγάλο ζήτημα που προέκυψε πέρσι με την προβολή της ταινίας «Αγόρια στο Ντους», έστω κι αν είχε επιλεγεί από την ψηφιακή πλατφόρμα κινηματογραφικών ταινιών “CINEDU” του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου και ήταν κατάλληλη για όλες τις ηλικίες. Καμιά φορά έχω την αίσθηση ότι μειοψηφικές φωνές στην χώρα μας ακούγονται πιο δυνατά από την πλειοψηφία. Κραυγάζουν, παιανίζουν τις προκαταλήψεις τους, κινητοποιούνται -ενώ ο περισσότερος κόσμος συνεχίζει την ζωή του σιωπηλά και μην προλαβαίνοντας να ασχοληθεί με το κάθε μικρό περιστατικό που ανακύπτει. Δεν γνωρίζω λεπτομέρειες όσων συνέβησαν με τα «Αγόρια στο Ντους», αλλά υποπτεύομαι ότι οι αντιδράσεις δεν αντιπροσώπευαν παρά μια συντηρητική όμως πανταχού δρούσα και φωνασκούσα μειοψηφία. Αν σκεφτείς τον τρόπο που η ελληνική κοινωνία υποδέχτηκε π.χ. τον γάμο ομόφυλων ζευγαριών, νομίζω ότι έχουμε κάνει σημαντικά βήματα. Ίσως είναι ευθύνη των εκπαιδευτικών να αντισταθούν στις εκάστοτε πιέσεις μικρόνοων και φοβισμένων γονέων. Αυτή εξάλλου είναι η δουλειά τους. Να εκπαιδεύσουν τις νέες γενιές  όχι μόνο στην γλώσσα και τα μαθηματικά, αλλά κυρίως στο να σκέφτονται και να εκφράζονται ελεύθερα και άφοβα.

Η ταινία σου έχει ήδη προβληθεί/διακριθεί σε πολλά φεστιβάλ του κόσμου και τώρα συναντά το κοινό στην αίθουσα. Θα ήθελες να προβληθεί και στο εφηβικό κοινό, στο δικό τους περιβάλλον, στα σχολεία; Απολύτως! Έχω ήδη ξεκινήσει επαφές με τις διευθύνσεις σχολικών μονάδων για πρωινές προβολές. Οι πρώτες προβολές έχουν κανονιστεί μέσα στον Μάρτιο κι ελπίζω όλα τα σχολεία να ενημερωθούν και να ανταποκριθούν. Η ταινία είναι ιδιαιτέρως κατάλληλη για εφήβους 15-18 ετών. Τα παιδιά σε αυτήν την ηλικία είναι ώριμα, ανήσυχα, πληροφορημένα και προβληματισμένα. Οπουδήποτε μετά την προβολή είχαμε Q&A με νεανικό κοινό, η συζήτηση που ακολούθησε ήταν εκπληκτική, με αναπάντεχες ερωτήσεις και εντυπωσιακά ενδιαφέρουσες απόψεις. Καλώ τις διευθύνσεις των σχολείων να φέρουν τα παιδιά σε πρωινές προβολές όπου θα είμαι κι εγώ για να μιλήσω μαζί τους. Όποιος ενδιαφέρεται λοιπόν, ας επικοινωνήσει στο [email protected]

Ηλίας Λογοθέτης

Στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία σου «Το Δένδρο και η Κούνια» (2013), είχες την τύχη να συνεργαστείς με τον σπουδαίο Ηλία Λογοθέτη που πριν λίγες μέρες έφυγε από κοντά μας. Τι θα θυμάσαι πάντα από εκείνον; Τον Ηλία Λογοθέτη τον ήξερα ως ηθοποιό από παιδί, από μαθήτρια Γυμνασίου που πήγαινα στο Θέατρο Τέχνης.

Ήταν δύσκολο να μην τον ξέρει κανείς, έναν τόσο χαρακτηριστικό και υπέροχο ηθοποιό. Τον συνάντησα από κοντά και γνωριστήκαμε στα γυρίσματα της ταινίας του Γιώργου Πανουσόπουλου «Ελεύθερη Κατάδυση» στην Κρήτη, το 1994. Ο Ηλίας έπαιζε τον ρόλο ενός ιδιοκτήτη μπαρ νομίζω, στα Χανιά. Εγώ γυρνούσα το making of της ταινίας, μαζί με μια συμφοιτήτριά μου από την Αγγλία, την Jet Homoet.

Τα γυρίσματα ήταν, όπως πάντα, κάτι τρελά δωδεκάωρα, αλλά μετά ξαμολιόμασταν στα Χανιά και ξενυχτούσαμε στα μπαρ και στο λιμάνι. Ο Ηλίας, έχοντας μονίμως γύρω του ένα τσούρμο από εμάς, συνεργείο, κομπάρσους, τραγουδούσε, καλαμπούριζε, φιλοσοφούσε και “έπαιζε”. Ο Ηλίας που γνώρισα εγώ ήταν μονίμως ανεβασμένος σε μια νοερή σκηνή. Παντού ήταν στην σκηνή. Κι επειδή ήταν και τόσο καταπληκτικός ηθοποιός,  το να είσαι κοντά του ήταν σαν να βρίσκεσαι διαρκώς σε μια ζωντανή παράσταση.

Μετά από πολλά χρόνια, έγραψα το σενάριο για την ταινία «Το Δέντρο και η Κούνια». Από την πρώτη στιγμή ονειρεύτηκα να παίξει ο Ηλίας τον ρόλο του Κυριάκου και έγραψα τον χαρακτήρα του με εκείνον στο νου μου. Όμως επειδή συνήθως όσα ονειρευόμαστε δεν γίνονται, φοβόμουν ότι όταν θα ήταν να κάνω την ταινία, δεν θα μπορούσε ή δεν θα ήθελε. Τελικά του το πρότεινα και ήμουν ευτυχής που δέχτηκε! Ο ήρωας είναι ένα μείγμα της φαντασίας της δικής μου και του Ηλία Λογοθέτη. Μοιάζουν πολύ. Και βέβαια δεν είχα να δώσω πολλές οδηγίες, αφού εκείνο που ήθελα ήταν να είναι ένας από τους ρόλους που έπαιζε συνεχώς.

Στα γυρίσματα, γνώρισα και τον άλλον Ηλία: τον επαγγελματία ηθοποιό που ήξερε να ελέγχει την ερμηνεία του, τον ρυθμό του, το συναίσθημά του, τη συγκίνησή του. Έφερνε στο γύρισμα μια ιδιαίτερη αύρα ευγένειας, σχεδόν αριστοκρατικής. Η χημεία του με την Σέρβα Mirjana Karanovic, μια αυστηρή, απαιτητική ηθοποιό, ήταν εκπληκτική και την βοήθησε να νιώσει γρήγορα αγαπητή και αποδεκτή. Με την Μυρτώ Αλικάκη που έπαιζε την κόρη του ήταν χαλαρός, με χιούμορ αλλά και τρυφερότητα. Θα του είμαι για πάντα ευγνώμων που είναι στην ταινία μου. 

Θα κλείσω με μια μοναδική στιγμή που μου χάρισε σε εκείνη την συνεργασία: οδηγούσαμε προς τον Μαραθώνα για το γύρισμα και είχε φέρει μαζί του να μου δώσει -και το έχω ακόμα- ένα κείμενο του Albert Camus, με τίτλο «Η Εξορία της Ελένης», σε μετάφραση Χριστόφορου Λιοντάκη. Ο Ηλίας δίπλα μου κι εγώ στο τιμόνι. Μίλαγε με πάθος για το κείμενο και μη μπορώντας να κρατηθεί, άρχισε να το διαβάζει -είχαμε εξάλλου πολύ δρόμο. Τελικά, το διάβασε όλο. Το “διάβασε” ίσως δεν είναι η σωστή λέξη. Το απήγγειλε θα έπρεπε να πω ή το απέδωσε –όπως κι αν έχει έδωσε μια μοναδική παράσταση, μια παράσταση για μένα μόνο, ενώ οδηγούσα και σκεφτόμουν πόσο τυχερή ήμουν εκείνη την ώρα και έπαιρνα ένα τέτοιο δώρο.  Όταν αργότερα ξανα-επισκέφτηκα το κείμενο, το βρήκα αρκετά δύσκολο και πολύπλοκο. Έπρεπε να σταματώ κάθε τρεις και λίγο για να σκεφτώ αυτό που διάβασα. Όταν μου το διάβαζε ο Ηλίας, δεν είχα ούτε στιγμή δυσκολευτεί να εισπράξω όλο του το βάθος και την ουσία.  Γιατί πρώτος πρώτος εκείνος την είχε καταλάβει και ήξερε πως να την αποδώσει με τον μοναδικό του τρόπο…


«Άκουσέ με» της Μαρίας Ντούζα
https://listen-movie.gr/

Συντελεστές
Σενάριο-Σκηνοθεσία: Μαρία Ντούζα / Διεύθυνση Φωτογραφίας: Ζαφείρης Επαμεινώνδας | GSC / Μοντάζ: Ιωάννα Πογιαντζή / Ήχος: Γκιόργκι Φιλίποφ / Σκηνικά: Όλγα Λεοντιάδου / Κοστούμια: Αγγελική Παναγιώτου, Άννα Καραμουσλή / Μακιγιάζ: Χαρά Μαυροφρύδη / Μουσική & Sound Art: Άννα Στερεοπούλου
Παραγωγός: Μιχάλης Σαραντινός | Steficon S.A. Συμπαραγωγός: Ivan Tonev | ArsDigital /
Διανομή: CINOBO / 108’ / Ελλάδα, 2022
Πρωταγωνιστούν: Ευθαλία Παπακώστα, Δημήτρης Κίτσος, Γιώργος Πυρπασόπουλος, Νίκος Κουκάς, Yoana Bukovska Davidova, Ευαγγελία Ανδρεαδάκη

Στους κινηματογράφους Αθήνας και Θεσσαλονίκης