«Το αλκοόλ είναι η απάντηση, αλλά έχω ξεχάσει την ερώτηση», είπε κάποτε ο Τσαρλς Μπουκόβσκι (1920-1994), δίνοντας παράλληλα ένα ικανότατο δείγμα του ύφους και της οπτικής του: η πίστη σε κάτι που σε καταστρέφει, ο αυτοσαρκασμός που κινείται στα όρια της εξάλειψης, αλλά και η ελευθερία του να μην περιμένεις απολύτως τίποτα. Και, βέβαια, αυτές δεν είναι παρά οι συνιστώσες ενός κλειστοφοβικού και απελπισμένου κόσμου, στον οποίο «η μέρα είναι μεγάλη και σου καίει τα μάτια, ενώ η νύχτα είναι πολύ μικρή για να σε προστατεύσει».
Σε αυτήν, ωστόσο, θα προστρέξει προσπαθώντας να ισορροπήσει ανάμεσα στην επίγνωση της μοναξιάς και τη συναίσθηση της ματαιότητας, διατηρώντας όμως μία έντονα χιουμοριστική διάθεση απέναντι σε καταστάσεις που άλλους τους οδήγησαν στην αυτοκτονία. Έτσι, μέσα από αυτές τις περιδιαβάσεις του στην αμερικανική νύχτα και υπό την επήρεια ατελείωτων ποσοτήτων αλκοόλης θα συναναστραφεί ανθρώπους που κινούνται στις παρυφές του κοινωνικού συνόλου και που περιφέρονται από ποτάδικο σε ποτάδικο, πεπεισμένοι ότι ο εαυτός τους είναι μια ανίατη ασθένεια.
Όπως και να ‘χει, ο Μπουκόβσκι υπέφερε από εμμονές από τις οποίες -κατά τα φαινόμενα- αδυνατούσε να απαλλαγεί: η θεματολογία του στρέφεται σταθερά γύρω από ζοφερές καταστάσεις, σχετικές με γυναίκες του περιθωρίου, ένα αδιαπραγμάτευτο πάθος για το ποτό και ένα ασίγαστο μίσος για τις κοινωνικές συμβάσεις. Όλα αυτά, πάντοτε, συνδυασμένα με μια κωμική ματιά που δεν τον εγκαταλείπει ποτέ, όταν για παράδειγμα λέει: «Τρέφω ένα ειλικρινές μίσος τόσο για τους κοινωνικούς θεσμούς όσο και για όλα εκείνα τα αυτοκίνητα που στοιβάζονται μπροστά σε ένα φανάρι». Πάντως, ο Μπουκόβσκι δεν επιλέγει τη σκοτεινή πλευρά των πραγμάτων ούτε την εξιδανικεύει, απλώς σε αυτήν μόνο μπορεί να δει καθαρά την πραγματικότητα.
«Από μικρός συμπαθούσα τους παλιανθρώπους, τους παράνομους, τα ρεμάλια. Μου αρέσουν οι απελπισμένοι άνθρωποι. Είναι αληθινοί, γεμάτοι εκπλήξεις και εκρήξεις». Πρόκειται, δηλαδή, για μια συνειδητή συνθηκολόγηση με την απελπισία, την οποία σταθερά μετατρέπει σε λογοτεχνία. Ως προς αυτό, υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγικός: έγραψε χιλιάδες ποιήματα, εκατοντάδες διηγήματα και έξι μυθιστορήματα, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί σήμερα να εκδίδεται άγνωστο υλικό από τα συρτάρια του.
Barry Miles
«Η βιογραφία του Τσαρλς Μπουκόβσκι»
Μετάφραση: Γιάννης Λειβαδάς
Εκδόσεις: Εξάντας
Σελίδες: 473
Έχοντας ζήσει μία δεκαετία στο περιθώριο, σε συνθήκες απόλυτης φτώχειας, αλκοολισμού και συναισθηματικών μεταπτώσεων, συνέλεξε μια τεράστια δεξαμενή εμπειριών, οι οποίες αποτυπώθηκαν σταδιακά στα γραπτά του. Αν και η επιτυχία θα αργούσε να έρθει, ήδη με το πρώτο του μυθιστόρημα -το «Ταχυδρομείο» (1971)- δείχνει ότι διέθετε ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο ταλέντο: να σκιαγραφεί την αμείλικτη καθημερινότητα μέσα από μία περίπου αδιανόητη αίσθηση του χιούμορ. Εδώ, αφηγείται διεξοδικά τις περιπέτειές του από την εποχή που ήταν ταχυδρόμος, με τρόπο κωμικό, κυνικό και ανελέητα αυτοσαρκαστικό.
Ένα χρόνο αργότερα εκδίδονται οι «Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας», μια συλλογή διηγημάτων γεμάτη διάσπαρτα περιστατικά από τη ζωή του, ιδωμένα μέσα από μια οξυμμένη ποιητική οπτική, ιστορίες τρυφερές και διεστραμμένες, απίθανες και παρανοϊκές. Ακολουθούν οι «Ιστορίες μιας θαμμένης ζωής», βασανιστικά αυτοσαρκαστικές αφηγήσεις με θέμα το σεξ, τις ιπποδρομίες, το μποξ και φυσικά το αλκοόλ, αλλά και ο «Ανθρωπος για όλες τις δουλειές», με περιεκτικά κειμενάκια που σκιτσάρουν την ασημαντότητα, τη ματαιότητα και την κωμική πλευρά του εγκλεισμού σε ένα επάγγελμα που απεχθάνεσαι. Αυτή η αυτοκαταστροφική διάθεσή του, εξισορροπείται από ένα απαράμιλλο μείγμα χιούμορ, καυστικότητας και απελπισίας.
Σε κάθε περίπτωση, είναι για ακόμα μία φορά εμφανές ότι στον Μπουκόβσκι αρκεί να εκθέτει την απόλυτη έλλειψη νοήματος της ζωής μέσα στο απρόσωπο πλήθος, υιοθετώντας έναν άνευ όρων αναρχικό ατομικισμό. Απ’ την άλλη, δεν παραλείπει να διανθίζει τις εξιστορήσεις του με ευφυή σαρκαστικά σχόλια και διάχυτη ειρωνεία για το «αμερικανικό όνειρο». Αυτό που καταφέρνει -κατά κανόνα- με τις ακτινωτές αφηγήσεις του είναι μία ευφάνταστη συρραφή από μικρές επιδέξιες φωτογραφίες που αποτυπώνουν την παράνοια της ζωής στους δρόμους, στα μπαρ, στους ιπποδρόμους, στα μικρά εφιαλτικά δωμάτια των φτηνών ξενοδοχείων και αναδεικνύουν τη μονότονη σπατάλη του χρόνου στη σύγχρονη αστική καθημερινότητα.
Σε πλήρη αντιστοιχία με το σύνολο του πεζογραφικού έργου του βρίσκονται και τα ποιήματά του, τα οποία μοιάζουν με μικρές αφηγήσεις, με εξιστορήσεις, με εκμυστηρεύσεις. Απ’ την άλλη, το ύφος του είναι προϊόν μιας ευρηματικής ανάμειξης χιούμορ και απόγνωσης: «οι άσχημες μέρες κι οι άσχημες νύχτες / εναλλάσσονται τώρα / υπερβολικά συχνά». Η μοναξιά, πάλι, γίνεται ένα προστατευτικό κουκούλι που προφυλάσσει από έναν ανοίκειο και εχθρικό περίγυρο: «δεν υπάρχει καλύτερο πράγμα απ’ το ζεστό / μπάνιο σ’ έναν κρύο κόσμο».
Παραταύτα, η συνειδητοποίηση της διαφορετικότητας και η ανάγκη για αποστασιοποίηση από μία κοινωνία που τείνει να συνθλίψει όσους δεν υποτάσσονται στις επιταγές της, οδηγεί συχνά σε μία αδιαπραγμάτευτη οδύνη: «δεν είμαι σαν τους άλλους / εγώ θα πέθαινα εκεί που κάνουν τα πικνίκ τους». Παράλληλα, η μουσικότητα που τόσο αντιμάχεται, υπεισέρχεται -συχνά απρόσμενα- μέσα από τις ρωγμές των ποιημάτων του: «είμαι η παλάμη που διώχνει την κάπνα σου» ή «ήμουν εκεί μ’ ένα όμορφο / κορίτσι, τόσο νέο, με τόσο ωραίο / κορμί, και τόσο/ μα τόσο μακριά μαλλιά, / που ήταν σχεδόν υπερβολή», ενώ αλλού απογυμνώνει τελείως τον λόγο του, φτάνοντας στα όριά του: «να τρελαθώ, ν’ αυτοκτονήσω / ή να συνεχίσω;».
Όσο για τη βιογραφία του Τσαρλς Μπουκόβσκι διά χειρός Μπάρι Μάιλς είναι η πιο συμπαγής, αντικειμενική και με αριστοτεχνική απλότητα δομημένη, από όσες έχουν κυκλοφορήσει μέχρι σήμερα. Η επιλογή του Μάιλς να ελέγξει εξονυχιστικά όλες τις διαθέσιμες πηγές αποδείχτηκε καταλυτική. Είναι ο πρώτος που απέφυγε να υποστηρίξει το, εν πολλοίς κατασκευασμένο, πορτρέτο του Αμερικανού λογοτέχνη.
Ο Μπουκόβσκι δημιούργησε και έζησε σε έναν περιδίνητο άξονα στωικισμού, μηδενισμού και υπαρξισμού, αντικατέστησε την πολιτική και τη θρησκεία με την ποίηση, και με αυτή εκπροσωπήθηκε, τοποθετήθηκε, μέσα σε μια κοινωνία που σπαράσσεται αδιάλειπτα από τον κυνισμό και τη βία.
Μία βιογραφία που ανιχνεύει όλες εκείνες τις προϋποθέσεις πίσω από το έργο του Αμερικανού συγγραφέα. Ένα έργο στο οποίο η απλοποίηση ερωτοτροπεί με την εκμηδένιση, ενώ η θεματική του παραμένει απαρέγκλιτη, όταν με περιπαιχτική διάθεση καταλήγει: «Αν στοιχημάτιζα στην ανθρωπότητα, δεν θα κέρδιζα στον αιώνα τον άπαντα»…
ΒΙΒΛΙΑ ΣΤΗ ΒΙΤΡΙΝΑ
Νίκος Καζαντζάκης
«Ο ανήφορος»
Εκδόσεις: Διόπτρα
Σελίδες: 280
Στα μέσα της δεκαετίας του ’40, αμέσως μετά τον Ζορμπά, ο Καζαντζάκης γράφει τον Ανήφορο, ένα κείμενο εσωτερικό, που το διακρίνει μελαγχολία βαθιά και λυτρωτική. Η δράση του εκτυλίσσεται αμέσως μετά τον πόλεμο, σε Κρήτη και Αγγλία. Ο Κοσμάς, έπειτα από απουσία είκοσι χρόνων και την ενεργή συμμετοχή του στον πόλεμο, επιστρέφει στην πατρίδα του, το Μεγάλο Κάστρο, μαζί με την Εβραία γυναίκα του, τη Νοεμή, η οποία κουβαλάει την πανανθρώπινη μνήμη του Ολοκαυτώματος, και μαζί της την ερώτηση για την αξία της ζωής. Έχουν περάσει μόλις μερικές μέρες από τον θάνατο του πατέρα του κι η Κρήτη μετράει τις πληγές της αναβιώνοντας προσωπικές ιστορίες θάρρους και πόνου. Ο άνθρωπος που βγαίνει από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι ένας άνθρωπος που δεν μπορεί να στοχαστεί, ένας άνθρωπος που δεν έχει σωθεί, που κινδυνεύει, και ο Κοσμάς μεταβαίνει στη μεταπολεμική Αγγλία για να τον σώσει. Το προσωπικό κόστος της επιλογής του είναι τεράστιο. Είναι το ανέκδοτο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη.
Άμος Οζ
«Η τρίτη κατάσταση»
Μετάφραση: Μάγκυ Κοέν
Εκδόσεις: Καστανιώτη
Σελίδες: 416
Ο Φίμα είναι πενήντα τεσσάρων ετών, διαζευγμένος δύο φορές και εργάζεται ως υπάλληλος υποδοχής σε μια γυναικολογική κλινική. Είναι επίσης γιος ενός αυτοδημιούργητου εργοστασιάρχη καλλυντικών αλλά, παρά τις λαμπρές πανεπιστημιακές του σπουδές, εξακολουθεί να τον στηρίζει οικονομικά ο ηλικιωμένος πατέρας του. Ο Φίμα ζει στην Ιερουσαλήμ, νιώθει ωστόσο ότι θα έπρεπε να βρίσκεται αλλού. Έχει στο ενεργητικό του διάφορους μυστήριους ερωτικούς δεσμούς, άπειρες φαεινές ιδέες και μια πολλά υποσχόμενη ποιητική συλλογή. Αναρωτιέται ποιος είναι ο σκοπός του κόσμου και γιατί η χώρα του έχει πάρει τον λάθος δρόμο. Με τρόπο συναρπαστικό, ο Άμος Οζ πλάθει έναν μοναχικό και απρόβλεπτο αντιήρωα, έναν συνδυασμό προφήτη και κλόουν σε διαρκή αναζήτηση, πανέτοιμο ανά πάσα στιγμή για τη συντροφιά μιας γυναίκας, κάποια αποκάλυψη ή την ίδια τη σωτηρία.
Τεύκρος Μιχαηλίδης
«Εικασία 3ν+1»
Εκδόσεις: Ψυχογιός
Σελίδες: 240
Τον φώναζαν Κριστιάνο. Πίστευαν ότι μια μέρα θα γινόταν μεγάλος ποδοσφαιριστής. Προπονητές, παράγοντες, αθλητικογράφοι ήταν όλοι σύμφωνοι. Τους διέψευσε. Αντί για το Μπερναμπέου και το Μαρακανά έμπλεξε στα κυκλώματα της νύχτας. Κι ένα βράδυ, έξω από ένα φτωχικό διαμέρισμα της Κυψέλης, βρέθηκε να κολυμπά μέσα στο ίδιο του το αίμα. Η υπόθεση έδειχνε απλή, σχεδόν προφανής. Όμως η Όλγα Πετροπούλου, του τμήματος εγκλημάτων κατά ζωής, δεν εμπιστευόταν τα προφανή. Στα μάτια της οι εμπλεκόμενοι, μια στρίπερ-μαθηματικός, ένας ναρκομανής, πρώην Γκόλντεν Μπόι, κι ένας γραφικός άστεγος με πλατιά μόρφωση, συνέθεταν έναν γρίφο πολύ πιο περίπλοκο απ’ όσο φαίνονταν να πιστεύουν όλοι οι άλλοι.
Emily St. John Mandel
«Η θάλασσα της ηρεμίας»
Μετάφραση: Βάσια Τζανακάρη
Εκδόσεις: Ίκαρος
Σελίδες: 272
Το 1912 ο Έντουιν Σεντ Άντριου είναι δεκαοχτώ χρονών, όταν διασχίζει τον Ατλαντικό ωκεανό με ατμόπλοιο. Καθώς εισέρχεται στο δάσος, στην άγρια ερημιά της Βρετανικής Κολομβίας, μένει έκθαμβος… Σε μια στιγμή απόλυτου σκότους σαν έκλειψη, ακούει νότες βιολιού να αντηχούν σε έναν σταθμό αερόπλοιων – μια εμπειρία που τον συγκλονίζει βαθιά. Δύο αιώνες αργότερα, το 2203, η διάσημη συγγραφέας Όλιβ Λουέλιν βρίσκεται σε περιοδεία για την προώθηση του βιβλίου της. Ταξιδεύει σε όλη τη Γη, μακριά από το σπίτι της στη δεύτερη σεληνιακή αποικία – ανυποψίαστη για μια πανδημία που βρίσκεται σε εξέλιξη. Στο πιο πολυδιαβασμένο βιβλίο της εμφανίζεται μια παράξενη σκηνή: ένας άντρας παίζει βιολί με τον ήχο του να αντηχεί στον διάδρομο ενός σταθμού αερόπλοιων, ενώ τα δέντρα του δάσους υψώνονται ολόγυρά του. Με φόντο μια καινούρια πανδημία, η Emily St. John Mandel δημιουργεί μια επιβλητική δυστοπία σε παράλληλα σύμπαντα, που ισορροπεί ανάμεσα στο βαθιά ανθρώπινο και το σκοτεινό. Ένα μυθιστόρημα που διερευνά την αγωνία της ανθρωπότητας μπροστά στο άγνωστο μέλλον που ξεπροβάλλει.
* Στη μνήμη του Λύσανδρου Παπαθεοδώρου, ιδιοκτήτη του ιστορικού μπαρ «Au Revoir», που έφυγε από τη ζωή πριν λίγες μέρες…