Το Πράσινο Δωμάτιο του Ολύμπιον γέμισε με λέξεις, εικόνες και αναμνήσεις την Παρασκευή 10 Νοεμβρίου. Γέμισε και με ατελείωτη αγάπη. Από αυτούς που ήξεραν από πρώτο χέρι την ιστορία μιας «παράξενης» και ιδιαίτερης σελίδας στον κόσμο των Ελλήνων κινηματογραφιστών. Στην οποία και πρωταγωνιστούσε ένας ιδιαίτερος τύπος, ένας αδιανόητος καλλιτέχνης που δοκίμασε τον δικό του δρόμο, τον αγάπησε κι έμεινε σταθερά σε αυτόν.
Ο Γιώργος Τασιούλας ή Tass όπως συνήθως υπέγραφε, καλλιτέχνης αυτοδίδαχτος και πολυδιάστατος, λάτρης του σινεμά και των σάουντρακ, εικαστικός, σκιτσογράφος-κομικογράφος και μέγιστος storyboard artist στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου, έφυγε πρόωρα από τη ζωή πριν δύο χρόνια στην ακμή της καριέρας του.
Η ξεχωριστή αυτή έκδοση με το πολύτιμο έργο του, που παρουσιάστηκε από κοινού από το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης και την εταιρεία παραγωγής Marni Films, είχε την τύχη να αγκαλιαστεί και να σχηματιστεί από ανθρώπους ομοίως έξοχα δημιουργικούς, φίλους και συνεργάτες που τον αγάπησαν και τον εκτίμησαν όσο κανείς: Τον σχεδιαστή Γιάννη Καρλόπουλο, υπεύθυνο της «εικόνας» της απίθανης αυτής έκδοσης. Τους σκηνοθέτες Αλέξη Αλεξίου, Γιάννη Βεσλεμέ, Πάνο Κούτρα, Χρήστο Χουλιάρα και τη σκηνογράφο Μαρί Λουίζ Βαρθολομαίου-Νικολαΐδου, με τις δικές τους ιστορίες που αποκαλύπτουν την αξέχαστη εμπειρία της δημιουργικής σύμπραξης μαζί του σε ταινίες, αλλά και την ίδια τη σχέση τους με τον ανήσυχο σινεφίλ με τις τεράστιες γνώσεις.
Ο Βασίλης Κουτσουνάκης, παιδικός φίλος του Γιώργου Τασιούλα και πρόεδρος της «σαουντρακικής κοινότητας» που είχαν στήσει μαζί και με τον επίσης στενό φίλο Χρήστο «Μάνσον» Χουλιάρα, είναι επίσης εδώ και σκιαγραφεί την πολυσχιδή προσωπικότητά του. Ενώ ο συγγραφέας και σεναριογράφος κόμικς Δημήτρης Βανέλλης ασχολείται με το εικαστικό σύμπαν του καλλιτέχνη, καθώς η ανεξάντλητη έμπνευσή του που καταγράφηκε τα τελευταία 20 χρόνια κατά κύριο λόγο στο storyboard, ανάβλυσε από το πηγαίο ζωγραφικό ταλέντο του.
Στην έκδοση αυτή, για πρώτη φορά, γίνεται αναφορά στο ίδιο το storyboard ως τέχνη. Τη συλλογή δηλαδή από σκίτσα και σχέδια που δημιουργούνται πάνω στο σενάριο, προηγούνται των γυρισμάτων της ταινίας και βοηθούν τον σκηνοθέτη να αποσαφηνίσει καλύτερα το δρομολόγιο του μέσα από την ατμόσφαιρά τους, τον οξυδερκή σχεδιασμό τους, τις αναπάντεχες ιδέες τους, την ομορφιά και τη διεισδυτικότητα των λεπτομερειών τους. Μια εργασία που σε δεύτερο πλάνο, το ίδιο σημαντικά, βοηθά και την παραγωγή να μη ξεφύγει από το budget, να κρατηθεί στους σωστούς χρόνους και να μη εμπλακεί σε άσκοπα έξοδα.
Ο σκηνοθέτης/παραγωγός Μάρκος Χολέβας θα αναφέρει στην έκδοση μεταξύ άλλων: «Έκτοτε, αυτό που διαπίστωνα κάθε φορά, ήταν ότι η οπτική αποτύπωση του πλάνου στο χαρτί πριν από το γύρισμα, αποτελούσε έναν ασφαλή “δρόμο” προς το ζητούμενο αποτέλεσμα. Ασφαλέστερο από αυτόν του ντεκουπάζ, στο οποίο επιχειρείς μια οπτική αποτύπωση με λέξεις. Διαπίστωνα επίσης, ότι το storyboard ήταν ένας αποτελεσματικότερος τρόπος επικοινωνίας με τους συνεργάτες της ταινίας κατά την προετοιμασία της. Η φαντασία του κάθε συνεργάτη μετέφραζε διαφορετικά τις λέξεις του ντεκουπάζ, ενώ ένα σκίτσο, ακόμη και λίγο άτεχνο, απεικόνιζε το ζητούμενο. Φανταστείτε έναν σκηνοθέτη με ύψος 1,65 που συνεργάζεται με έναν διευθυντή φωτογραφίας 1,87 και αναφέρει στο ντεκουπάζ του ότι: «η κάμερα βρίσκεται λίγο ψηλά»∙ σκεφτείτε τώρα πόσο σχετική είναι η αντίληψη του «λίγο ψηλά» για τους δύο.
Συζητούσα συχνά για όλα αυτά με φίλους σκηνοθέτες, διαπίστωνα όμως ότι δεν υπήρχαν ευήκοα ώτα. Οι περισσότεροι θεωρούσαν ότι με τη διαδικασία του storyboard χάνεται η δημιουργική μαγεία κατά το γύρισμα… Σκηνοθέτες της γενιάς μου, με τους οποίους μιλούσα για ταινίες που προετοίμαζαν, δεν είχαν πρόθεση να μπουν στο κόσμο του storyboard. Ήταν μια εποχή που η κινηματογραφία μας προσπαθούσε να βρει τον βηματισμό της, τόσο στον τρόπο παραγωγής των ταινιών όσο και στις αισθητικές αναζητήσεις των σκηνοθετών. Η κατάρρευση του λεγόμενου εμπορικού κινηματογράφου, η καθιέρωση του επονομαζόμενου «νέου ελληνικού κινηματογράφου», όλα, είχαν ανατρέψει πλήρως την ελάχιστη βιοτεχνική υπόσταση του ελληνικού κινηματογράφου των προηγούμενων ετών και είχαν οδηγήσει τις ταινίες και τους δημιουργούς τους σε μια οικοτεχνική δομή παραγωγής. Ίσως το storyboard ήταν η παράπλευρη απώλεια μιας σχηματικής αμφισβήτησης κινηματογραφικών προτύπων, στη δεκαετία του ΄80».
Αν η ζωή ενός ανθρώπου είναι και οι ιστορίες που διηγούνται οι φίλοι του για αυτόν, στην κατανόηση της προσωπικότητας του Tass και των επιλογών που τον οδήγησαν να χτίσει τον μύθο του στην «άκρη των γεγονότων» βοηθούν σίγουρα οι ιστορίες των φίλων και συνεργατών του που περιέχονται στην έξοχη αυτή έκδοση. Οπότε ας τις ακολουθήσουμε . Έστω ενδεικτικά, κάποιες από αυτές:
O Σκηνοθέτης/σεναριογράφος/παραγωγός Πάνος Χ. Κούτρας μιλά για τα storyboards του Dodo
«Ξεκινήσαμε την συνεργασία χωρίς να έχω τον αριθμό του κινητού τηλεφώνου του. Μιλούσαμε μέσω mail και σταθερού. Παραξενεύτηκα λίγο αλλά κατάλαβα πως είχα να κάνω με έναν ιδιοσυγκρασιακό καλλιτέχνη. Την δουλειά του τη γνώριζα ήδη από τις ταινίες του Αλέξη Αλεξίου και την είχα θαυμάσει. Ήρθε για πρώτη φορά σπίτι μου στα Εξάρχεια ένα απόγευμα που έπεφταν μολότοφ και τον είδα από το μπαλκόνι να περπατά ατάραχος ανάμεσα σε τρελαμένους κουκουλοφόρους νεαρούς. Ήταν ένας όμορφος μελαχρινός άνδρας στα 40 φεύγα. Δεν ήθελε καφέ, ούτε νερό, ούτε ποτό. Μου είπε πως είναι καπνιστής αλλά δεν κάπνισε ποτέ μπροστά μου. Καθώς του μιλούσα για την ταινία και για την κάθε σκηνή ξεχωριστά, με το ένα χέρι σχεδίαζε σχεδόν τυφλά πάνω στα χαρτιά ενός μπλοκ. Που και που με κοίταζε με ένα βλέμμα διαπεραστικό και ένα αινιγματικό χαμόγελο. Δεν καταλάβαινα αν του άρεσαν αυτά που του έλεγα ή όχι – αυτός συνέχιζε να σκιτσάρει. Πεθαίνοντας από περιέργεια γλιστρούσα ανάμεσα στην κουβέντα, τάχα μου αδιάφορα, μερικές προσωπικές ερωτήσεις. Μου απαντούσε μετρημένα, με μικρές φράσεις. Έμαθα λοιπόν πως είχε ζήσει στη Γερμανία, πως έκανε μια περίεργη δίαιτα γιατί είχε υπάρξει υπέρβαρος (αδύνατον να το φανταστώ) πως έμενε στον Πειραιά με μία σύντροφο. Μου απάντησε αόριστα στην ερώτησή μου αν ζωγράφιζε γενικά. Δεν κατάλαβα και σταμάτησα και τις ερωτήσεις.
Όταν τελειώσαμε αυτό το πρώτο ραντεβού, του ζήτησα αν μπορώ να δω τι έκανε όλη αυτή την ώρα. Μου είπε πως κανονικά δεν είναι για να τα δω, πως είναι οι σημειώσεις του και με ένα ελαφρύ πονηρό χαμόγελο μου έδωσε το μπλοκ. Πρέπει να φάνηκε από το πρόσωπό μου η έκπληξη και ο θαυμασμός. Τα σκίτσα του και οι σημειώσεις ήταν συναρπαστικά. Ιδιοφυή! Τον κοίταξα, με κοίταξε και κατάλαβα πως το ήξερε. Κατάλαβα πως κατάλαβε πόσο τα θαύμασα. Ήταν και η στιγμή που συνεννοηθήκαμε βαθιά»…
«Δεν είδε ποτέ την ταινία που σχεδίασε («Dodo») και δεν έμαθα ποτέ τον αριθμό του κινητού του τηλεφώνου».
Ο σκηνοθέτης-σεναριογράφος Αλέξης Αλεξίου μιλά για τη συνεργασία τους στο Τετάρτη 04:45
«Είχαμε βρεθεί για να συζητήσουμε το ενδεχόμενο συνεργασίας. «Διάλεξε μια σκηνή για αρχή. Τη δυσκολότερη. Και αν δε σου αρέσει, το αφήνουμε». Άνοιξα το χοντρό σπιράλ των 300 σελίδων. Ήτανε το ντεκουπάζ που κουβάλαγα ανελλιπώς μαζί μου. Επέλεξα όντως μια από τις δυσκολότερες σκηνές. Την επίθεση της συμμορίας των rollers και τη στυγερή δολοφονία του νεαρού skater κάτω από το overpass της Αττικής οδού. Έβγαλα το διαλυμένο laptop και του έδειξα τις φωτογραφίες από τα ρεπεράζ. Καθώς διάβαζα από τις σημειώσεις μου και του παρουσίαζα μια-μια τις γωνίες και τα πλάνα, εκείνος άρχισε να μουτζουρώνει πρόχειρα στο τετραδιάκι του. Κάθε τόσο διέκοπτε το σκιτσάρισμα σαμποτάροντας τη ροή της σκέψης μου για να με ρωτήσει, πάντα με τη μέγιστη σοβαρότητα, αν οι κουμπότρυπες από τις σφαίρες στην ταινία μου θα έχουν «αίμα κορδέλα ή σπρέι;» και αν σκοπεύω να (προ)σχεδιάσω τις ερωτικές σκηνές ή τα διαλογικά μέρη με όλα ανεξαιρέτως τα shot-reverse shot. «Όλες οι σκηνές είναι το ίδιο απαιτητικές», ψέλλισα. Μετά από μια εβδομάδα μου έστειλε ένα email με τα πρώτα storyboard. Ήταν υπέροχα. Του έστειλα πίσω μία-δύο φωτογραφίες με επιπλέον γωνίες και ενθουσιασμένος του ζήτησα να προσθέσει μερικά ακόμη ενδιάμεσα καρέ. Στο επόμενο ραντεβού εμφανίστηκε με ένα κομπόδεμα DVD από παραγνωρισμένα νουάρ και νέο-νουάρ που θεωρούσε ότι έπρεπε να μελετήσω. Η κινηματογραφική επιμόρφωση ήταν αναπόσπαστο μέρος της διαδικασίας. Μια εβδομάδα αργότερα απάντησα στη πρόκληση φέρνοντάς του μια ντουζίνα από σπάνια yakuza film απλά για να τον προγκάρω.
Οι σινεφιλικές προκλήσεις συνεχίστηκαν για μήνες, και μετά την ολοκλήρωση της ταινίας για χρόνια. Ο τρόπος δουλειάς σε γενικές γραμμές ήταν ο εξής: του έφερνα σε φωτογραφίες τις γωνίες όπως τις είχα αποτυπώσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια σε κάθε scout. Συχνά του έδειχνα ή μου έδειχνε αναφορές–καρέ από διάφορες ταινίες. Στη συνέχεια του περιέγραφα με λεπτομέρεια τα πλάνα. Εκείνος επιδοκίμαζε ή αποδοκίμαζε. Στη δεύτερη περίπτωση τσακωνόμασταν. Προκειμένου να βρούμε επιχειρήματα, η συζήτηση λοξοδρομούσε σε ταινίες και σκηνοθέτες γνωστούς ή άγνωστους, ενίοτε σε αισθητικά και φιλοσοφικά ζητήματα, για να καταλήξουμε με μαθηματική ακρίβεια σε αιτιάσεις και συμπεράσματα δραματουργίας. Τελικά, μέσα από την έντονη διαφωνία και τη συζήτηση πρόεκυπταν αβίαστα ιδέες που αφορούσαν στο πλανάρισμα, τις επιμέρους σκηνές, τον τρόπο, την αισθητική και το ύφος της αφήγησης. Μέσα από αυτή την απολαυστικά αργή, μεθοδική διαδικασία, παρέα με τον Γιώργο δεν στήναμε απλά μια ακόμη ταινία στο χαρτί. Θέλω να πιστεύω πως δημιουργήσαμε μαζί κάτι παραπάνω: το δικό μας μικρό, συνεκτικό και οργανικό, βιωματικό κινηματογραφικό σύμπαν».
Ο συγγραφέας και σεναριογράφος κόμικς Δημήτρης Βανέλλης μιλά για το εικαστικό σύμπαν του Tass
«Τον Γιώργο Τασιούλα δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω προσωπικά, αν και γνώριζα αρκετούς από την παρέα του ή από τους ανθρώπους του σινεμά με τους οποίους είχε κατά καιρούς συνεργαστεί. Έτσι, δυστυχώς, μόνο μετά την αναχώρησή του, ήρθα σε επαφή με το έργο που άφησε πίσω του. Έργο που αποτελείται από πολλά σχέδια, άλλα ασπρόμαυρα άλλα έγχρωμα, από μικρά, μερικές φορές ημιτελή, κόμικς και, βέβαια, από storyboards για διάφορες ταινίες, άλλες που έχουν υλοποιηθεί και προβληθεί και άλλες που έμειναν στα σκαριά ή δεν έχουν ολοκληρωθεί ακόμα. Έμεινε όμως – όχι στα σκαριά, αλλά εδώ, μπροστά μας – η δουλειά που ο Tass έκανε γι’ αυτές. Τα storyboards ίσως να είναι το γνωστότερο κομμάτι της δουλειάς του, αλλά δεν είναι το μόνο…
… Ο Γιώργος Τασιούλας έχει διαβάσει κόμικς και, υποθέτω, τα έχει μελετήσει. Στις σελίδες που άφησε πίσω του ανακαλύπτουμε, όπως είπα, ημιτελή κόμικς, πρόχειρα ή λιγότερο πρόχειρα προσχέδια (κάτι σαν storyboards για κόμικς και όχι για ταινίες), αλλά και αντιγραφές / ασκήσεις συγκεκριμένων καρέ μεγάλων δημιουργών. Κι επειδή ο Tass είναι παιδί των ’80ς, μπορώ να υποθέσω ότι μεγάλωσε με τη Βαβέλ και τα άλλα περιοδικά ενήλικων κόμικς της εποχής και με όσα αυτά μας έμαθαν, τα ευρωπαϊκά κόμικς δηλαδή και ιδιαίτερα τα γαλλόφωνα….
Κι εκεί που θεωρούμε ότι αναλύσαμε εικαστικά τη δουλειά του, έρχονται τα λίγα έγχρωμα έργα του (είτε πάλι από storyboards είτε ανεξάρτητες έγχρωμες δουλειές), αλλά και η σειρά από πορτρέτα. Πορτρέτα από υπαρκτά πρόσωπα (Kubrick, James Dean κλπ.), πορτρέτα ηρώων ή ηρωίδων κόμικς (Torpedo κ.ά.) ή ακόμα κορίτσια σε πόζες που παραπέμπουν κατ’ ευθείαν σε pin ups. Εδώ η τεχνική του γκρίζου που περιγράψαμε εξαφανίζεται. Σε άλλα χρησιμοποιείται μια βαθμιαία και απαλή μετάβαση από το πιο σκούρο στο πιο ανοιχτό (σαν την αναγεννησιακή τεχνική του κιαροσκούρο), αλλού υπάρχει απλώς το περίγραμμα και κανένα εσωτερικό “γέμισμα”, αλλού το αποτέλεσμα είναι πιο φωτογραφικό… Και τα έγχρωμα; Στο εξώφυλλο του δίσκου των Nightstalker μεταμορφώνεται σε άψογο εικονογράφο επιστημονικής φαντασίας (ή heavy metal εξωφύλλων), ενώ στα εκπληκτικά μεμονωμένα έγχρωμα καρέ για το storyboard ταινίας του Γιάννη Βεσλεμέ η χρήση και η τεχνική του χρώματος αλλάζει ριζικά, γίνεται πιο μουντή και “παλιωμένη από το χρόνο” θαρρείς, θυμίζοντας έγχρωμα χαρακτικά. Ίσως να πρόκειται για την πλέον πρωτότυπη δουλειά του, στην οποία αποκαλύπτει μια διαφορετικού τύπου εικαστικότητα.
Απ’ όλα τα παραπάνω ένα συμπέρασμα προκύπτει αβίαστα: Ο Γιώργος Τασιούλας είχε κατακτήσει πολλές και διαφορετικές τεχνικές και μπορούσε με άνεση να ελίσσεται ανάμεσα σε διαφορετικό κάθε φορά ύφος, ανάλογα με το τι ήθελε να κάνει. Αυτή η απίστευτη άνεση μαρτυρά την ύπαρξη ενός μεγάλου ταλέντου, που ουδείς γνωρίζει πώς θα εξελισσόταν και τι καρπούς θα απέδιδε αν δεν διακοπτόταν απότομα από την απρόσμενη αναχώρησή του».