Η κουβέντα έρχεται αναπόφευκτα στην υποψηφιότητά του για τα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου , τα «ελληνικά Όσκαρ» που λένε. Έναν θεσμό στον οποίο «δεν ήταν αυτονόητο ότι θα συμμετάσχουμε», όπως σημειώνει. «Με την Ακαδημία κάποιοι από την ταινία είχαμε σοβαρές αντιρρήσεις. Η ταινία κατατέθηκε επειδή δεν είναι η ταινία μου. Ο μουσικός έχει δικαίωμα να είναι υποψήφιος, ο μοντέρ το ίδιο. Δυστυχώς, η μόνη υποψηφιότητα που πήρε η ταινία τελικά είναι για μένα, που εγώ θα θα ήθελα πάρα πολύ η Ζηνοβία Αρβανιτίδη να είναι υποψήφια για το Βραβείο Μουσικής, μια κι έχει γράψει καταπληκτικά τραγούδια. Το ίδιο και για τον Γιώργο Πατεράκη που έχει κάνει το μοντάζ. Δυστυχώς, η μόνη υποψηφιότητα που πήρε τελικά η ταινία, είναι για μένα. Αλλά τι να το κάνω εγώ το βραβείο; Έχεις υποδομή; Μπορείς να με υποστηρίξεις εκεί που πρέπει; Να μου κάνεις DCP, να με στείλεις στο εξωτερικό; Αυτό με τα βραβεία, ο βραβειοκεντρικός προσανατολισμός, είναι ένα προτεσταντικό πράγμα που δε με ενδιαφέρει. Βέβαια, θα μου πεις, και στην Αμερική έτσι είναι. Εντάξει, δε με νοιάζει τι γίνεται στην Αμερική, εδώ έχουμε ανάγκη να τις κάνουμε τις ταινίες, όχι να τις βραβεύουμε».
Δύσκολο, βέβαια, μια Ακαδημία μόλις πέντε ετών να μπορεί να υποκαταστήσει τα κενά που έχει αφήσει μια μακροχρόνια ελλειμματική πολιτική από πλευράς πολιτείας. «Το κράτος τον είχε πάντα χεσμένο τον πολιτισμό», μου λέει, αφού μου εξηγήσει ότι, όπως σημειώνει συνεχώς η γυναίκα του, έχει μια θεωρία για τα πάντα. «Τώρα που δεν υπάρχουν χρήματα, είναι πια σαφές: λέει “παιδιά, δεν έχω”, οπότε κόβει πρώτο τον πολιτισμό. Όχι τον αθλητισμό ή τον τζόγο, αλλά τον πολιτισμό. Το λέει κι επισήμως δηλαδή. Κι αυτό είναι έντιμο, γιατί τώρα είμαστε σε καλύτερη μοίρα, ξέρουμε τι μας γίνεται. Γιατί, τι γινότανε παλιότερα; Καταθέταμε αιτήσεις δέκα άτομα, και πέρνανε τα χρήματα οι δύο. Ε, κι ο ένας ήταν κάποιου ο γιος κι ο άλλος κόρη κάποιου τρίτου. Έχει συμβεί να είναι κι ο γιος κι η κόρη του ίδιου βέβαια, αλλά αυτό είναι άλλη ιστορία», συμπληρώνει και γελάει με νόημα. «Παλιά είχαμε μια ψευδαίσθηση ότι το κράτος ενδιαφέρεται. Το κράτος δεν ενδιαφέρεται. Και γιατί να ενδιαφέρεται δηλαδή;».
Δεν οφείλει όμως η πολιτεία, όπως συντηρεί τον πολιτισμό του παρελθόντος της, να επενδύει και στον πολιτισμό του μέλλοντός της; «Ο Καστοριάδης έλεγε “θα σας μιλήσω τώρα για έναν φιλόσοφο, τον οποίο πάρα πολλοί ισχυρίζονται ότι έχουν διαβάσει, ενώ κανείς δεν τον ξέρει: θα σας μιλήσω για τον Karl Marx”. Ο Marx, κατά τον Καστοριάδη, έχει ένα βασικό πρόβλημα: είναι θεοσεβούμενος. Γιατί ξεκινάει το Κεφάλαιο λέγοντας -χοντρικά μιλώντας- ότι ο κόσμος μπορεί και θα γίνει καλύτερος. Και λέει ο Καστοριάδης “γιατί, ρε κουμπάρε; Ποιος μας το λέει αυτό; Γιατί ο Θεός να μην είναι κακός; Γιατί ο κόσμος να μη γίνει χειρότερος;”. Ποιος μας το υπόσχεται αυτό δηλαδή; Το ότι ο κόσμος είναι φτιαγμένος για να γίνει καλύτερος, είναι μια βαθιά θεοκρατική άποψη. Με την ίδια έννοια, λοιπόν, γιατί το κράτος να επιδοτήσει τον πολιτισμό; Τι δουλειά έχει; Το καπιταλιστικό κράτος -που δεν είναι καπιταλιστικό αυτό που έχουμε, είναι ένα κάτι μεταξύ μαφίας και καρτέλ, με τζούρα από ελεύθερη αγορά- γιατί να υποστηρίξει τον πολιτισμό; Θα υποστηρίξει τον πολιτισμό, όταν ο πολιτισμός είναι προϊόν. Θα υποστηρίξει τις ταινίες εκείνες που συνάδουν με την ιδεολογία του συστήματος. Δεν θα υποστηρίξει μια ανεξάρτητη ταινία σαν του Οικονομίδη, ας πούμε, ή του Γιάνναρη».
Τον ρωτάω αν ο ίδιος, σαν τον Marx, είναι θεοκρατικά αισιόδοξος για την κρίση, για το μέλλον, για τις δυο κόρες του, τώρα που βγήκε η ταινία του στα διεθνή φεστιβάλ κι η Ελλάδα στις διεθνείς αγορές. Σοβαρεύει, μα το μειδίαμά του παραμένει. «Λοιπόν, λένε όλοι “κρίση, κρίση, κρίση” βγαίνει ο δημοσιογράφος με το κοστούμι του που τον πληρώνουν για να κλαίει τη μοίρα του και λέει “πόσο χαμηλότερα θα πέσουμε, πού θα φτάσουμε;”. Εδώ που βρισκόμαστε ακριβώς, στην Ταινιοθήκη, και λίγο πιο κάτω, στο Μικρόκοσμο, το 1955 γύρισε ο Κούνδουρος τη Μαγική Πόλη. Η πρώτη ελληνική ταινία που πήγε στο Φεστιβάλ Βενετίας. Και βλέπουμε εδώ που βρισκόμαστε τώρα και τα λέμε, αληθινές παράγκες, όχι σκηνικά. Κανονικές παραγκουπόλεις, μέσα σε λασπότοπους και μέσα σ’ αυτούς τους λασπότοπους να μεγαλώνουν παιδιά μέσα στις μύξες, αγκαλιά με κότες και ζώα. Κι αυτό ήταν πριν από 60 χρόνια. Λοιπόν, ναι παιδιά, υπάρχει και πολύ πιο χαμηλά. Εκεί που είναι η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, κι εκεί που είναι το Ίδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη, εδώ που είναι η Ταινιοθήκη, ήτανε λάσπες. Νταβατζήδες, πόρνες, παραγκουπόλεις, παιδιά άρρωστα, με φυματίωση και τώρα έχουμε μεγαθήρια. Έχει και πιο χαμηλά, κουμπάρε».
Ρίχνω μια ματιά στην αφίσα του Οικονομίδη. Αν ήταν παρών, πιθανότατα θα του έλεγε πως εκεί ακριβώς θα ξαναπάμε. Στο Λαΐς θα μαζεύονται οι νταβατζήδες και θα περιμένουν τις πουτάνες να τελειώσουν τη βάρδιά τους έξω απ’ το Κακογιάννης. «Εντάξει, ο Γιάννης, που τον αγαπώ πολύ, έχει αποφασίσει να εκπροσωπεί και να φιλμάρει τη δυστοπία. Εγώ την ουτοπία. Τι να κάνουμε τώρα; Εγώ πιστεύω ότι είναι αδύνατον να ξαναγυρίσουμε στις λάσπες. Θα πρέπει να σκάσει καμιά βόμβα ας πούμε, να γίνει κάτι πολύ εκρηκτικό, αλλά δεν μπορώ να το φανταστώ. Δεν θέλω δηλαδή. Για να το πω αλλιώς, λένε οι Γάλλοι “δε μας αρέσει ο Λουδοβίκος, θα κάνουμε φασαρία”. Και κάνουν φασαρία και τους καρατομούνε και πέφτουν αίματα και σκοτώνονται στους δρόμους, και γίνεται η Γαλλική Επανάσταση. Πόσα χρόνια έχουν περάσει απ’ τη Γαλλική Επανάσταση; Ελάχιστα. Και τι φέρανε; Το Σαρκοζί! Δηλαδή όχι, ρε πούστη μου, είναι δυνατόν; Τόσο αίμα γι’ αυτό; Απ’ την άλλη, οι Ρώσοι! Γαμώ το κέρατό μου, δώσ’ τα όλα, οι Ρομανόφ έξω, φάτε τους, θάνατοι στη Ρωσία χιλιάδες, και τι έχουμε; Τον Πούτιν! Δηλαδή… Φαντάζεσαι; Πώς έπεισαν τον αθώο τύπο, που έχει παιδί, να πάει να σκοτώσει το παιδί του άλλου, και του σκοτώσανε και το δικό του, και του πήρανε τον Ρομανόφ και του φέρανε τον Πούτιν; Κάτσε, ρε συ, δηλαδή, πού θα πάει αυτό το πράγμα; Με θανάτους, με παιδιά που σκοτώνονται και λοιπά; Δεν γίνεται, δεν θέλω».
Το Από τη Γη στη Σελήνη του Άγγελου Σπάρταλη, βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο του Ιουλίου Βερν και υποψήφιο στην κατηγορία Ειδικών Εφφέ και Κινηματογραφικής Καινοτομίας στα βραβεία της Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, προβάλλεται στους κινηματογράφους Αλεξάνδρα (Κρέμου 141, Καλλιθέα) και Διάνα (Περικλέους 14, Μαρούσι)