Κάποτε Στη Νέα Υόρκη (The Immigrant) ***1/2**
ΗΠΑ, 2013, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: James Gray
Πρωταγωνιστούν: Marion Cotillard, Joaquin Phoenix, Jeremy Renner
Διάρκεια: 120’
Αναζητώντας διέξοδο από τη δυστυχία που τις περιβάλλει η Eva και η Magda, δύο Πολωνές, μεταναστεύουν στην Αμερική. Με την άφιξή τους στην Χώρα των Ευκαιριών, η Magda κλείνεται στο ιατρείο λόγω φυματίωσης και η Eva απειλείται με απέλαση λόγω ανέντιμης συμπεριφοράς. Ο Bruno, ένας μαστροπός εβραϊκής καταγωγής θα σώσει την Eva προσωρινά, προσφέροντάς της εργασία στο φρικτό «θέατρο των ηδονών», όπου θα μετατραπεί σε μια δυστυχισμένη μα πολυπόθητη εταίρα για τα σκυλιά του υποκόσμου. Η μόνη χαραμάδα ελπίδας που βρίσκει μέσα στην όλη θλίψη, είναι αυτή του τσαχπίνη ταχυδακτυλουργού Orlando, εξαιτίας του οποίου ο Bruno θα γίνει ακόμα πιο παρανοϊκός. Επιτυχημένα παλαιακή και θλιμμένη ταινία, με εξαιρετικά αισθαντικές ερμηνείες.
Θυμάστε την πίσω μεριά του εξπρεσιονισμού; Όχι αυτή των μυθικών ταινιών με τέρατα και θεότητες, αυτές τις μυθικές ιστορίες τρόμου. Τις άλλες, τις λεγόμενες «ταινίες δρόμου» που απεικόνιζαν μια κοινωνία υποκοσμική, με καπνισμένα καταγώγια, επικίνδυνα «μούτρα» και θλιμμένους ανθρώπους που προσπαθούσαν να βρουν μια χαρμόσυνη νότα μακριά από τη θλίψη της νέας, μεταπολεμικής καθημερινότητας. Όσοι καταλαβαίνεται για τι μιλάω θα εκτιμήσετε εξαρχής το εγχείρημα του Κάποτε Στη Νέα Υόρκη. Οι υπόλοιποι προσπαθήστε να μπείτε νοητά σε αυτόν τον πικρό κόσμο.
Ο Α’ Παγκόσμιος έχει τελειώσει, οι πληγές επουλώνονται προσωρινά και δεν είναι λίγοι αυτοί που αναζητούν τη δεύτερη ευκαιρία στον ακμάζοντα Νέο Κόσμο. Μόνο για να ανακαλύψουν πως κι εκεί τα πράγματα δε διαφέρουν και πολύ. Τα μπορντέλο, η διεφθαρμένη αστυνομία, οι βίαιες και οι θλιμμένες φιγούρες αποτελούν όχι την εξαίρεση μα τον κανόνα. Και αυτό προσπαθεί να δείξει ο James Gray, και αρκετά πετυχημένα, μπορώ να πω. Δεν εξωραϊζει αυτή την κατάσταση, ούτε της προσδίδει μια μπουκοφσκική coolness προσπαθώντας να κάνει το φορτίο κάπως ελαφρύτερο. Ένας ξεφλουδισμένος τοίχος και ένας μονίμως κιτρινωπός φωτισμός παραμένουν σημεία ενός αποτρόπαια θλιβερού κόσμου∙ ό, τι και να γίνει αυτός είναι ο κόσμος του και δε φοβάται να το δηλώσει. Τα μουντά χρώματα και τα συναισθήματα που σπανίως κορυφώνονται (λόγω ψυχικής εξάντλησης) κυριαρχούν, όπως και η τρέλα και η παρανοϊκή κτητικότητα. Ο έρωτας, όπως οι ίδιοι οι εξπρεσιονιστές δήλωναν, αντικατοπτρίζει πλήρως την κατάσταση της κοινωνίας, και γι’ αυτό ποτέ δεν παρουσιάζεται επί του προκειμένου ως ένα συναίσθημα τρυφερό μα διεστραμμένο. Και ως προς αυτά, ο Gray ομοιάζει με εξπρεσιονιστή με την παντελώς ιδανική, εσωτερική του σκηνοθεσία.
Αφήνει τους ηθοποιούς να αναδείξουν με αυτοσυγκράτηση το ταλέντο τους, να μας πληροφορήσουν για τα πράγματα που δε βλέπουμε επί «σκηνής» και να δώσουν ένα στίγμα που ανεβάζει την ταινία περαιτέρω. Το κάθε βούρκωμα της Marion Cotillard είναι και ένα αγκάθι στην ψυχή, η παράνοια του Joaquin Phoenix άλλοτε τρομακτική και άλλοτε σπαρακτική, η παιχνιδιάρικη ερμηνεία του Jeremy Renner η μοναδική όαση στην όλη δύσπνοια. Τρεις διαφορετικές όψεις ενός πολύπλευρου νομίσματος στα αλλοτινά (και ολότελα πειστικά) «υποκοσμικά» σκηνικά της ταινίας.
Κοινώς, αδιαμφισβήτητα αξίζει προβολής. Μα απαιτεί και μια πρωτύτερη έρευνα για να κατανοηθεί ο λόγος που τα πάντα είναι τόσο σωστά τοποθετημένα στον φιλμικό καμβά. Ειδάλλως, αν την αντιληφθεί κανείς αποκλειστικά με τα σύγχρονα μέτρα, χάνει τη μισή ουσία και, ως εκ τούτου, κινδυνεύει να την χαρακτηρίσει αδίκως αδιάφορη.
Ο Πλανήτης Των Πιθήκων: Η Αυγή (Dawn of The Planet of The Apes) *****
ΗΠΑ, 2014, Έγχρωμο
Σκηνοθεσία: Matt Reeves
Πρωταγωνιστούν: Andy Serkis, Jason Clarke, Gary Oldman
Διάρκεια: 130’
Η γενετικά μεταλλαγμένη φυλή πιθήκων της οποίας ηγείται ο Caesar είναι πλέον επίσημα ο κυρίαρχος του πλανήτη Γη. Η ευημερία του γένους τους απειλείται απότομα, όταν κάνει την εμφάνισή της μια ομάδα ανθρώπων, η οποία επιβίωσε από την εμφάνιση του θανατηφόρου ιού που μείωσε σημαντικά τον πληθυσμό της ανθρωπότητας. Ενώ αρχικά τα δύο είδη θα προχωρήσουν σε μια εκεχειρία, η σύγκρουσή τους δε θα αργήσει να κορυφωθεί. Σε ποιού τα χέρια θα περάσει η εξουσία; Οπτικά μεγαλεπήβολο μα σεναριακά αφελές στο μήνυμά του, ένα blockbuster που εξυπηρετεί το σκοπό της άμυαλης διασκέδασης –και μόνο- σε υπερθετικό βαθμό.
Το ‘χουμε καταλάβει πως ως είδος μάλλον δεν προσφέρουμε κάτι πίσω στη μαμά Γη εδώ και πάρα πολύ καιρό. Το βλέπουμε και στο σύνολο της Τέχνης ότι η εξάλειψη του είδους μας αν συνεχίσουμε να μη μαθαίνουμε από τα λάθη μας φαντάζει σενάριο λογικό, το οποίο μάλιστα αποτελεί πολλές φορές την αφορμή για τη δημιουργία αριστουργημάτων. Θες στο χώρο των anime με τη Nausicaa του Miyazaki και τον Akira του Otomo; Στα βιντεοπαιχνίδια με τα Fallout; Τη μουσική των Der Blaue Reiter και (κατά τόπους) των Electric Wizard; Στον κινηματογράφο το μόνο βέβαιο είναι ότι η συγκεκριμένη ιδέα εισήχθη πολύ νωρίτερα και ότι οι αυθεντικές ταινίες του Πλανήτη των Πιθήκων ήταν από τις πρώτες που διαπραγματεύτηκαν το συγκεκριμένο ζήτημα.
Από το 1968, όταν και βγήκε η πρώτη ταινία του franchise πάει περίπου μισός αιώνας. Ακολούθησαν τέσσερις συνέχειες, ένα καταϊδρωμένο remake του Tim Burton και μια αξιοπρεπής επαναπροσαρμογή της αρχικής ταινίας από τον Rupert Wyatt το 2011. Το ημερολόγιο δείχνει 2014 και το sequel του 2011 σκηνοθετείται από τον Matt Reeves κάτω από τον τίτλο Ο Πλανήτης των Πιθήκων: Η Αυγή.
Το να υποθέσεις πως ο ίδιος ο βιολογικός πρόγονός σου ενδέχεται να σε ξεπεράσει σε μερικά χρόνια (ένας πλανήτης όπου οι πίθηκοι υπερτερούν των ανθρώπων) είναι από μόνη της κομμάτι γελοία, μα πίσω στη δεκαετία του ’60 έδωσε αφορμή για μια από τις εικονικότερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Σήμερα, το sequel του συγκεκριμένου reboot θέλει να συνεχίσει το τροπάρι μιας σκοτεινότερης και μισανθρωπικότερης προσέγγισης, ξεφεύγοντας από το ρου της αρχικής πενταλογίας. Έτσι, χτίζει ένα κινηματογραφικό υπερέπος με στομφώδεις ερμηνείες, ατελείωτη δράση και μια διαρκή καταστροφή που είναι ικανή να χορτάσει και τον πιο φαταούλα φαν των υπερθεαμάτων. Σε δεύτερο επίπεδο, όμως, αντί να πει αυτό το κάτι παραπάνω που το σενάριο επιβάλλεται να τονίσει, παραμένει παιδικά απλοϊκό, «λείο» στις γωνίες και καθόλου προβληματισμένο. Με μια γενική ιδέα του τύπου «οι άνθρωποι είναι εκ φύσεως σκουπίδια» δεν γίνεσαι αυτόματα Buñuel του εμπορικού κινηματογράφου. Ακόμα και αν δε το θες βέβαια, αμαρτία είναι να έχεις τέτοιο πάτημα για να μιλήσεις για τόσα πολλά, καταλήγοντας στο τέλος σε ένα δυαδικό σχήμα. ΟΚ, διασκεδάζουμε, σίγουρα, μα δώσε και ένα στίγμα πραγματικής ευφυίας.
Μην περιμένετε ένα ειρωνικό, κυνικό πορτραίτο του μέλλοντος στη συγκεκριμένη ταινία. Αρκεστείτε στο να δείτε ένα ωραίο κινηματογραφικό «κόμικ» του οποίου τα σκίτσα είναι πολύ καλύτερα από τα «συννεφάκια» του.
Στην επόμενη σελίδα: Ο Μίτος Της Αριάδνης