Η Kατοχή και ο Εμφύλιος είναι δύο δύσκολα αλλά και πλούσια σε περιεχόμενο θέματα που έχουν δώσει το υλικό στο νεο-ελληνικό μυθιστόρημα. “Το άκυρο αύριο” του Κοσμά Χαρπαντίδη (μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις) έρχεται να προσθέσει μια ενδιαφέρουσα οπτική, τόσο από την άποψη της πρόσληψής των δραματικών αυτών περιόδων στην πορεία του χρόνου όσο και ως προς την σύνδεσή τους με τη σύγχρονη Ελλάδα.
Η Αθηνά, μεσόκοπη συγγραφέας και μητέρα τριών παιδιών στην Αθήνα, όντας σε άθλια ψυχολογική και οικονομική κατάσταση λόγω του πρόσφατου διαζυγίου της, επιστρέφει μόνη, μετά από πολλά χρόνια στη Μικρόπολη, το ορεινό χωριό της Δράμας όπου μεγάλωσε, για να γηροκομήσει την υπερήλικη μητέρα της που πάσχει από άνοια. Παράλληλα, θα ασχοληθεί με τη συγγραφή ενός βιβλίου για τον διαβόητο Πρόδρομο Αρσλάνογλου, επονομαζόμενο και Αρσλάν Αγά, ηγετική μορφή και υπεύθυνο αρκετών θηριωδιών στα βουνά κατά την δεκαετία του 1940, μετέπειτα δήμαρχο της περιοχής επί δεκαετίες, Άγιο (!) για την εκκλησία και υπεύθυνο για την αυτοκτονία του πατέρα της.
Η ενασχόλησή της με τον Αρσλάνογλου και το σκοτεινό παρελθόν του θα προκαλέσει τη μήνι της υπερ-πατριωτικής, παραστρατιωτικής οργάνωσης “Σπαρτιατική Λάβρυς” που, εκτός από την περιφρούρηση των συνόρων, θεωρεί χρέος της την προάσπιση της φήμης του Αρσλάν Αγά, ο οποίος πρωτοστάτησε τόσο στις μάχες κατά των Βούλγαρων όσο και των κομμουνιστών.
Μέσα από αυτούς τους δύο κεντρικούς χαρακτήρες (και τους μικρότερους που τους περιστοιχίζουν), ο συγγραφέας συνοψίζει εξαιρετικά την σύγχρονη ιστορία της Ανατολικής Μακεδονίας, από την εποχή που ο Βενιζέλος επιδίωξε να την ανταλλάξει με στόχο εδάφη στη Μικρά Ασία στα πλαίσια της Μεγάλης Ιδέας, στη Βουλγαρική κατοχή και τον εποικισμό κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πολεμο, στον Εμφύλιο και την μετέπειτα εγκαθίδρυση της Δεξιάς, στις αλλαγές που επέφερε η δεκαετία του ’80 και τέλος στη σύγχρονη εποχή της Κρίσης.
Στην πολυτάραχη, για τη χώρα, πορεία αυτών των δεκαετιών, παρακολουθούμε τον μικρόκοσμο της οπισθοδρομικής Μικρόπολης να παραμένει ασφυκτικά δεμένος με το παρελθόν, στα χέρια ενός σκληρού ήρωα που έδρεψε επί μακρώ τις δάφνες που κέρδισε σε μια εποχή οπου η βία ήταν απαραίτητη, έπειτα έγινε άντι-ήρωας που στάθηκε εμπόδιο στην εξέλιξη της περιοχής και τέλος, μετά θάνατο, κέρδισε την απόλυτη υστεροφημία, αφού κατάφερε να αγιοποιηθεί χάρη στα θαύματα που έκανε το χέρι του που δεν σάπισε! Αυτός ο εξαιρετικά δομημένος χαρακτήρας του Αρσλάν Αγά είναι η κρίσιμη προσφορά του συγγραφέα στη νεο-ελληνική μυθοπλασία.
Ο, γνωστός κυρίως ως διηγηματογράφος, Κοσμάς Χαρπαντίδης, γεννηθείς στο Κάτω Νευροκόπι και κάτοικος Καβάλας, βλέπει παντού την Ιστορία, η οποία στη Βόρεια Ελλάδα και δη κοντά στα ορεινά σύνορα με τη Βουλγαρία, είναι πανταχού παρούσα, με τη σκιά της να καλύπτει τόσο το θολό παρελθόν, όσο και το παρόν. Κι όσο κοιτάει γύρω του, τόσο θέλει να αποτυπώσει με τις λέξεις του την πολυπλοκότητα της Ιστορίας της περιοχής του.
“Η ερμηνεία που δίνει κάθε εποχή στην ιστορία ανατρέπεται, όχι πια στη διάρκεια μιας γενιάς, αλλά στο σύντομο διάστημα μιας δεκαετίας. Οι αναθεωρήσεις είναι συνεχείς και οι ανατροπές στην ημερήσια διάταξη. Το διακύβευμα μετατοπίζεται συνεχώς κι ελάχιστα όρια μένουν αδιαπραγμάτευτα. Οι ιδεολογίες και οι αντιπαραθέσεις τους έχουν ξεθωριάσει, αλλά το θέμα της προδοσίας ακόμα προκαλεί και κεντρίζει. Παραμένει επίκαιρο, όπως και το θέμα του έρωτα. Γιατί και στα δύο, πρώτα αποδέχεσαι και μετά απορρίπτεις”.
Όμως, ο συγγραφέας αγωνιά και για την σημερινή κατάσταση και προτείνει την αναλογία της με το σκληρό παρελθόν, το οποίο μπορεί να μας διδάξει απαραίτητα μαθήματα. Σήμερα είναι “εποχή που επανέρχονται λέξεις ξεχασμένες, όπως πατρίδα, φυλή, ράτσα, εκκαθάριση και ομοιογένεια λαών, στεγανοποίηση συνόρων, φράχτες σε μεθοριακές γραμμές, ξένοι μετανάστες, πολιτογραφήσεις και μεταναστευτική πολιτική”. Αλλά αυτό, μας θυμίζει, δεν είναι κάτι καινούργιο, όσο κι αν έτσι παρουσιάζεται σήμερα για ποικίλους λογους από τους διάφορους επαϊοντες. Στην τελική σκηνή, οι νεο-φασίστες της Μικρόπολης θυμίζουν έντονα το τάγμα του Αρσλάν αγά που έδιωχνε τους Βούλγαρους έποικους.
Στη δημιουργία των χαρακτήρων του, ο Χαρπαντίδης δίνει μεγάλη σημασία στη συσχέτισή τους με το πανέμορφο αλλά σκληρό ορεινό τοπίο: τους βλέπει ως απολήξεις των ριζών τους και έτσι, μας προσφέρει σπαρακτικές σκηνές όπως αυτή με την μητέρα που, ακόμα και με το κενό μυαλό της, επαναλαμβάνει: “Θέλω το σπίτι μου. Μόνο άμα το’χω, θα ξανάρθουν όλοι. Η μάνα κι ο πατέρας μου, ο άντρας μου, η γιαγιά μου. Ζωντανοί κι αποθαμένοι, όλοι θα γυρίσουν, θα δεις. Κι αν δεν με βρουν, πού θα πάνε;”.
Έχει όμως και την αίσθηση του αστείου που εύκολα γίνεται γελοίο αλλά μπορεί να πάρει και σοβαρές διαστάσεις, όπως αποδεικνύει η εξαιρετική ιδέα με την αγιοποίηση του φονιά και την μετέπειτα επιτυχία του μοναστηρίου του.
“Το άκυρο αύριο”, γραμμένο σε μικρά κεφάλαια που θυμίζουν μικρά διηγήματα και δημιουργούν γρήγορο ρυθμό, κατορθώνει να προσεγγίσει με “εύκολο” τρόπο την ασφυκτική πραγματικότητα της ζωής στη Μικρόπολη. Ξεκινώντας από την προσωπική ιστορία, μελετά την πορεία της χώρας στο δεύτερο μισό του περασμένου αιώνα και καταλήγει ότι, αν και τα παραδείγματα από την Ιστορία ακόμα ζωντανά και μπροστά στα μάτια μας, εμείς τα αγνοούμε.