Ο Βασίλης Αλεξάκης με ένα κρασί στο χέρι να μας παροτρύνει να πάρουμε ένα ποτήρι κι εμείς ή, αν θέλουμε μπύρα, να πάμε κατευθείαν στο ψυγείο του (“σαν στο σπίτι μας”), προσκαλώντας μας στο τέλος να παίξουμε και πινγκ –πονγκ, στο τραπέζι που καταλαμβάνει το αθηναϊκό σαλόνι του (κάποιοι τρελοί το έκαναν, την ώρα που υπέγραφε τα βιβλία του) . Κι ο Τίτος Πατρίκος να τον πειράζει για τη κοινή φωτογραφία τους στο Παρίσι, τότε που «ήμασταν κούκλοι», αλλά και για τις στάχτες του Ηλία Πετρόπουλου, που, ναι μεν ρίχτηκαν στον υπόνομο, όπως επιθυμούσε ο ίδιος, αλλά κατέληξαν μέσω του Σηκουάνα –και κάποιων αλματωδών συλλογισμών- στον απέραντο ωκεανό.
Η παρουσίαση του νέου βιβλίου του Αλεξάκη Κλαρινέτο (Μεταίχμιο), για το «θάνατο του Γάλλου εκδότη μου και το ελληνικό δράμα με τους αστέγους» στο σπίτι του στην Αθήνα («Είναι μεγάλη τιμή, βρε παιδιά, το ότι κατεβαίνετε στα υπόγειά μου. Θα ακολουθήσει και αγώνας πινγκ πονγκ», μας είχε υποδεχτεί ορεξάτος), ανήμερα της έκδοσής του στη χώρα (έχει προηγηθεί η έκδοση στο Παρίσι το 2015), δεν είχε καμία σχέση με αυτό που έχουμε συνηθίσει ως παρουσίαση μιας νέας έκδοσης. Ο συγγραφέας σαν να βρισκόμασταν σε μια γιορτή μάς μίλησε για την Ελλάδα που έπαψε να είναι μυθική χώρα, για την Τήνο που έχει καιρό να γίνει ένα θαύμα, αλλά και για το βραβείο του τελευταίου βιβλίου για όσους δεν πρέπει να ξαναγράψουν. «Μην ζητάτε ονόματα», μας έκοψε τη φόρα. Η αίσθηση ήταν ότι μοιραζόταν με φίλους του σκέψεις και μυστικά.
Του είναι δύσκολο να μιλάει για βιβλία του, οπότε μας μίλησε μόνο για το θέμα του φρεσκοτυπωμένου πονήματός του: «Το θέμα του είναι το τέλος του Γάλλου εκδότη μου, αλλά ταυτόχρονα, επειδή ο αφηγητής μου είναι σαν εμένα κι έρχεται κάθε τόσο στην Ελλάδα, το βιβλίο παρακολουθεί την κατάρρευση της χώρας του. Γράφτηκε για τη φθορά του εκδότη, αλλά και τη φθορά της Ελλάδας και τη φθορά της μνήμης, της δικής μου μνήμης.»
Για να καθίσει να το γράψει έζησε την πρωτόφαντη εμπειρία να πουλήσει κι ο ίδιος το περιοδικό ΣΧΕΔΙΑ και να κάνει “μια έρευνα σοβαρή, όσο μπορούσα, για την Ελλάδα της κρίσης”. Μέχρι και τους αστέγους που πούλαγαν το περιοδικό “είχα συγκεντρώσει εδώ,έχω πάει και σε συσσίτια, όχι για να με επαινέσετε, αλλά γιατί είναι απαραίτητο να έχω στο νου μου πραγματικούς ανθρώπους.»
Ο τίτλος του βιβλίου παραπέμπει στο τρίτο βασικό θεματολογικό συστατικό. Στη μνήμη. «Συνειδητοποίησα στο διαμέρισμά μου στο Παρίσι ότι ξέχασα τη λέξη κλαρινέτο. Και με πιάνει πανικός. Βγαίνω στο δρόμο και βλέπω τον Πύργο του Άιφελ και μου φαίνεται σαν κλαρινέτο. Γυρνάω να ρωτήσω το όνομα του οργάνου και τι βλέπω; Ένα κινέζο τουρίστα! Τότε πήγα στον εκδότη μου και μου έγραψε το όνομα κλαρινέτο, πριν πεθάνει. Και μου είπε “Ωραίος τίτλος”».
Ο σπόρος μπήκε. Το βιβλίο ξεκίνησε να το γράφει στα ελληνικά, αλλά επειδή απευθυνόταν στον γάλλο εκδότη το συνέχισε και εντέλει το έγραψε στα γαλλικά. Μέχρι και στο Κέντρο Ερευνας του Εγκεφάλου έξω από το Παρίσι πήγε πάντως ο δαιμόνιος μυθοπλάστης για να ανιχνεύσει τις διεργασίες της μνήμης. «Στον Έλεγχο Ταυτότητας στο παρελθόν είχα ασχοληθεί πάλι με το θέμα της μνήμης. Τότε ήταν μια εικασία αυθαίρετη, τώρα το ρώτησα».
Το κουδούνι της αθηναϊκής οικίας του, όπου μια πινακίδα μάς πληροφορεί ότι είμαστε στην Οδό Βασιλείου Μεγάλου (παρότι ο συγγραφέας έδωσε αγώνα για να αλλάξει το όνομα στην ταυτότητά του από Βασίλειος σε Βασίλης) και οι μπαλκονόπορτες προς τον κήπο είναι ανοικτές (κάποιοι κάθονται Νοέμβρη μήνα κι έξω) χτυπάει διαρκώς. Είναι μεσημέρι αλλά με τόσο κόσμο να πίνει κρασιά σε μια ατμόσφαιρα παιγνιώδους χαράς έχεις την αίσθηση πως βρίσκεσαι σε πάρτι εν εξελίξει. Η Ντόρα απ΄το Μεταίχμιο απαντά στο θυροτηλέφωνο της κουζίνας και καλεί στο δεύτερο υπόγειο.
Εμφανίζεται ο Τίτος Πατρίκιος. «Συγγνώμη για την καθυστέρηση», λέει. «Όχι, χρυσέ μου, είσαι πρώτος», του απαντάει ο Αλεξάκης. «Δεν σκέφτηκα να φέρω μια φωτογραφία των δυο μας από το Παρίσι που ήμασταν κούκλοι. Να την κάνουμε μεγέθυνση!», προσθέτει ο ποιητής. « Για σένα το πιστεύω», του αντιγυρίζει ο συγγραφέας, σε μια στιχομυθία-μονόπρακτο. Ακολούθησαν κι άλλες.
Η κουβέντα εισέρχεται σε πιο τεχνικά ζητήματα: «Η δουλειά (του συγγραφέα) είναι όπως του μαραγκού. Πρέπει να ξέρεις να φτιάχνεις τη ντουλάπα, δεν μας ενδιαφέρει αν την παραμονή πέθανε η γιαγιά σου. Το ότι το μυθιστόρημα είναι θέμα φαντασίας είναι άλλο λάθος. Για να γράψεις ένα μυθιστόρημα δεν χρειάζεται να είσαι ευφυής, χρειάζεται μια αθωότητα, να πιστεύεις. Οι έξυπνοι άνθρωποι ας γράφουν δοκίμια, πώς φτάσαμε στη Χούντα, οι βαθύτερες αιτίες της κρίσης. Ίσως θα πρέπει να δημιουργηθεί και το μεγάλο βραβείο του τελευταίου βιβλίου για όσους πρέπει να πούμε “σταμάτα να γράφεις”», συνεχίζει ο Αλεξάκης, που μας ζητά να μην ρωτήσουμε ονόματα.
Επιμένει ότι χρειάζονται πάντα δυο θέματα στο μυθιστόρημα, έχοντας βάση την οικογένεια και γενικώς τους ανθρώπους μεταξύ τους. «Όπως το πλέξιμο που θέλει δυο βελόνες, εκτός κι αν είσαι πολύ μεγάλος δεξιοτέχνης.»
Η Ελλάδα πια δεν είναι η μυθική χώρα του παρελθόντος, διαπιστώνει μελαγχολικά: «Όταν είσαι μετανάστης, όπως εγώ, που από το ‘64 γέρασα στο Παρίσι, η Ελλάδα γίνεται μια μυθική χώρα. Μετά την κρίση όμως προσγειώθηκα στην πραγματικότητα και συνειδητοποίησα ότι είναι χειρότερα εδώ. Δεν είναι ότι έρχομαι για να κάνω μπάνια στην Τήνο τα καλοκαίρια».Το παράδοξο είναι ότι, σε πείσμα της περιρρέουσας κατάστασης, διατηρεί την αισιοδοξία του: «Είμαι υποχρεωμένος να είμαι αισιόδοξος, δεν θα αγαπούσα την Ελλάδα αν δεν ήμουνα».