Jean-Jacques-Rousseau-011

Η περίπτωση του Ζαν Ζακ Ρουσσώ είναι μοναδική στα χρονικά, καθώς τα πολιτικά γραπτά του άσκησαν τεράστια επίδραση στην εξέλιξη της δυτικής σκέψης αλλά και τα λογοτεχνικά του κείμενα ώθησαν την τέχνη αυτή σε νέες κατευθύνσεις. Δεν είναι άδικο να ειπωθεί ότι ενέπνευσε σχεδόν όσους στοχάστηκαν μετά από αυτόν, από τον Μαρξ και τον Καντ και τους πρωτεργάτες της Γαλλικής Επανάστασης ως τον Γκαίτε, τον Σίλλερ, τον Τολστόι, τον Λόρδο Βύρωνα, τους Ρομαντικούς και πλείστους άλλους.

Ίσως το πιο ιδιαίτερο πόνημά του να είναι οι «Εξομολογήσεις» του, η πρώτη πραγματική αυτοβιογραφία στην ιστορία της λογοτεχνίας. Το ρηξικέλευθο αυτό έργο υπήρξε κομβικό, όντας το πρώτο όπου ο συγγραφέας του αφηγείται στην κυριολεξία ό,τι θυμάται από τη ζωή του, περιλαμβάνοντας και τα πάθη, τα μυστικά, τα ελαττώματα του, με σκοπό να δώσει όσο πιο πλήρη εικόνα μπορεί για την προσωπικότητά του: «υποσχέθηκα να εξομολογηθώ, όχι να δικαιολογηθώ […] Εγώ οφείλω απλώς να είμαι ειλικρινής κι ο αναγνώστης οφείλει να είναι δίκαιος. Αυτό είναι το μόνο που ζητάω».

Χωρίζεται σε δύο μέρη των έξι κεφαλαίων: το πρώτο γράφτηκε από το 1765 ως το 1767 και καλύπτει τη ζωή του ως το 1740, ενώ το δεύτερο γράφτηκε από το 1769 ως το 1770 και αφορά τα έτη 1741 ως 1765. Στο τέλος του δευτέρου μέρους αναφέρει ότι σκόπευε να γράψει και τρίτο μέρος, το οποίο όμως δεν επιχείρησε τελικά. Οι «Εξομολογήσεις» κυκλοφόρησαν, κατ’απαίτησή του, μετά τον θάνατό του, αλλά ο ίδιος ο Ρουσσώ είχε διαβάσει το κείμενο σε διάφορα σαλόνια σε αναγνώσεις που κρατούσαν πάνω από 14 ώρες.

Ο πρώτος τόμος των «Εξομολογήσεων» είναι η βασική πηγή πληροφοριών για τη ζωή του στα πρώτα 30 χρόνια του και καταπιάνεται κυρίως με τα παιδικά του χρόνια στη Γενεύη (έχασε τη μητέρα του στη γέννα, εγκαταλείφθηκε από τον πατέρα του στα 10 του, βρέθηκε σε διάφορα σπίτια) και την σχέση που ανέπτυξε με την διαβόητη Βαρώνη Μαντάμ Ντε Βαρενς, τον μόνο πραγματικό έρωτα της ζωής του και την «μητερούλα» του, την οποία γνώρισε στα 16 του ως δασκάλα και στα 20 ως ερωμένη.

8fd118e4-4007-4dda-8e31-f7841af98f55

Εκδόσεις Ιδεόγραμμα

Ο δεύτερος τόμος τον βρίσκει στο Παρίσι το 1741, όπου θέλει να παρουσιάσει την μουσική του μέθοδο που πιστεύει ότι θα τον καθιερώσει. Αυτό το όνειρο δεν πραγματοποιείται και θα βρεθεί στη Βενετία ως γραμματέας του εκεί Πρέσβη της Γαλλίας. Ένα χρόνο μετά εγκαταλείπει τον παράφρονα Πρέσβη επειδή δεν πληρωνόταν και επιστρέφει στο Παρίσι. Γνωρίζει επιτυχία με τις όπερές του και ο Βασιλιάς του προσφέρει ισόβια σύνταξη, την οποία αρνείται (όπως και πολλά δώρα από άλλους φίλους του) για να μείνει σταθερός στις αρχές του ως ελεύθερου ανθρώπου, δημιουργώντας όμως έτσι έχθρες. Γίνεται πολύ φίλος με τον Ντιντερό, συναναστρέφεται τους λοιπούς Εγκυκλοπαιδιστές και γράφει – χωρίς να πληρωθεί ποτέ – πολλά κείμενα για την Εγκυκλοπαίδειά τους. Το 1750 υποβάλει τη «Διατριβή σχετικά με τις τέχνες και τις επιστήμες» στον διαγωνισμό της Ακαδημίας της Ντιζόν και κερδίζει το πρώτο βραβείο, αποκτώντας μεγάλη φήμη.

Έκτοτε τα βιβλία του θα γίνονται διαρκώς μεγάλες επιτυχίες στην Ευρώπη, αλλά ο ίδιος θα είναι πάντα παραπονούμενος, καθώς δεν εισπράττει αυτά που πιστεύει ότι του αναλογούν. Το επιστολογραφικό «Ζυλί, η νέα Ελοϊζα» πουλούσε τόσο πολύ, ώστε οι εκδότες δεν προλάβαιναν να καλύψουν τη ζήτηση και έγιναν τουλάχιστον 70 εκδόσεις μέσα στον 18ο αιώνα, καθιστώντας τον Ρουσσώ τον πρώτο σούπερ σταρ της σύγχρονης λογοτεχνίας. Η «Πραγματεία περί της καταγωγής και των θεμελίων της ανισότητας ανάμεσα στους ανθρώπους» και το «Κοινωνικό Συμβόλαιο» θα του προκαλέσουν μεγάλες φασαρίες οι οποίες σταδιακά θα τον αναγκάσουν να εγκαταλείψει τη Γαλλία και να εγκατασταθεί κοντά στο Νοσατέλ της Ελβετίας. Κι εκεί όμως δεν θα βρει ησυχία, θα εκδιωχθεί από τους ενορχηστρωμένα εξαγριωμένους κατοίκους και θα αναγκαστεί να αναζητήσει νέα στέγη σε άλλη χώρα. Ο τόμος σταματάει σε αυτό το σημείο, στα 1765.

Το πρώτο και βασικό χαρακτηριστικό του δεύτερου τόμου των «Εξομολογήσεων» είναι τα αδιάκοπα παράπονα του Ρουσσώ για την κακή του τύχη και την εχθρότητα που αντιμετώπισε από τους περισσότερους συγκαιρινούς τους. Ο ευέξαπτος χαρακτήρας του και η αδυναμία του να δεχτεί τίποτα λιγότερο από την απόλυτη και διακρή πραγματική φιλία (απόρροια της έλλειψης οικογενειακής θαλπωρής στα παιδικά του χρόνια) τον έβαλαν σε πολλές φασαρίες κατά καιρούς, ενώ την περίοδο της συγγραφής (1769) είχε ήδη αρχίσει να έχει σημάδια παράνοιας και μανίας καταδίωξης, με αποτέλεσμα να βλέπει παντού συνωμοσίες για την καταστροφή του.

Το δεύτερο, εξίσου βασικό, χαρακτηριστικό είναι η επιλογή του να ασχοληθεί μόνο επιφανειακά με τα έργα του (το περιεχόμενό τους, τη φιλοσοφία του, κλπ) και να ρίξει το βάρος με υπερ-αναλυτικές πληροφορίες για τις συναναστροφές του αλλά και την καθημερινότητά του. Έτσι, εντρυφούμε στις ατελείωτες επιστολές που έστελνε προς πάσα κατεύθυνση και αργά ή γρήγορα κατέληγαν σε φασαρία (στις φίλες του, τον Βολταίρο, τον Ντιντερό ως και τον Φρειδερίκο τον Μέγα!), στους ατέρμονους πλατωνικούς του έρωτες με κυρίες αλλά και κορίτσια, στη σχέση του με την επι δεκαετίες σύντροφό του Θηρεσία (την οποία θεωρεί χαζή αλλά καλή και το μόνο αποκούμπι του) και την αδηφάγα οικογένειά της, στην κάκιστη υγεία του (ταλαιπωρήθηκε επί τουλάχιστον είκοσι χρόνια από τους γιατρούς που χειρίστηκαν λάθως το πρόβλημα που είχε με την ουροδόχο κύστη του), στους περιπάτους και το πάθος του για τη βοτανολογία.

Τα βιβλία του (πλην του Κοινωνικού Συμβολαίου) παρουσιάζονται σαν να προέκυψαν μέσα από πολύ σύντομες εξάρσεις έμπνευσης και μόνο στα τελευταία δύο κεφάλαια του τόμου αποφασίζει να μας πληροφορήσει κάπως εκτενέστερα για αυτά, κυρίως ενημερώνοντάς μας για τα προβλήματα που είχε με την έκδοσή τους στις διάφορες χώρες και τα πάθη που προκάλεσαν (τα έριχναν στην πυρά, ο ίδιος εκδιώχθηκε με πετροβολισμούς και ύβρεις, κλπ).

Ο Ρουσσώ δεν κάνει την παραμικρή προσπάθεια να κρύψει τίποτα. Αν και είναι γνωστό ότι έχει κάνει αρκετά λάθη (ειδικά στις ημερομηνίες), αυτό που μας προσφέρει στις «Εξομολογήσεις» είναι η ζωή του και ο χαρακτήρας του. Είναι ένας καυγατζής που δεν μπορεί να συγκρατήσει τον εαυτό του όταν θεωρεί ότι θίγεται (και αυτό συμβαίνει συχνότατα), ένας τιτάνας της νόησης που όμως δεν βλέπει να δρέπει τις δάφνες που πιστεύει ότι του αρμόζουν, ένας δημοκράτης που τολμάει να διατυμπανίσει την ισότητα των ανθρώπων και να σταθεί απέναντι στην εξουσία και την εκκλησία (αν και πιστός, είχε πρόβλημα με διάφορες εκκλησίες της εποχής) αλλά δεν έχει πρόβλημα να περάσει σχεδόν τη μισή ζωή του σε σπίτια και με τη συμπαράσταση αριστοκρατών, ένας βαθιά ειλικρινής άνδρας που δεν ντρέπεται να αποκαλύψει τα λάθη και τα μειονεκτήματά του. Μας αποκαλύπτει ότι έκανε 5 παιδιά με την Θηρεσία, αλλά τα άφησε όλα στην Πρόνοια, γιατί δεν ήθελε να μεγαλώσουν φτωχικά. Ότι είχε μεγάλο πρόβλημα στη συζήτηση (έχανε τα λόγια του, έλεγε «κοτσάνες»(!)), αυτός ο μέγας λογοτέχνης. Δεν ντρέπεται να περιγράψει σκηνές όπου δεν τα κατάφερε με πόρνες (!), αλλά και να φέρει αυτό το επιχείρημα ως απάντηση στον λίβελλο του Βολταίρου που τον κατηγορούσε ότι είχε σύφιλη!

Ο Ρουσσώ υπήρξε μπροστά από την εποχή του και το γνώριζε. Ο χαρακτήρας του ανάγκαζε τους άλλους να τον αγαπήσουν ή να τον μισήσουν. Οι «Εξομολογήσεις» αποδεικνύουν το γιατί.

Υ.Γ. Οι «Εξομολογήσεις» είναι και η πηγή της περίφημης φράσης που αποδίδεται λανθασμένα στη Μαρία Αντουανέτα. Στο 6ο βιβλίο ο Ρουσσώ αναφέρει μια περίσταση όπου θυμάται μια πριγκίπισα που ενημερώθηκε ότι οι χωρικοί δεν είχαν ψωμί και είπε «ας φάνε παντεσπάνι».


Κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ιδεόγραμμα.