Τα ροκ συγκροτήματα δεν ήταν ούτε δύο ούτε τρία.Ήταν συνολικά τέσσερα – όλα αγγλόφωνα φυσικά. Ο Βαγγέλης είχε θριαμβεύσει, με τη δική μου συνενοχή. Δεν ήξερα αν αυτό ήταν καλό ή κακό.
Μπήκαν στη σχολή με πόζα, με πολλά μπαγκάζια στα χέρια, όργανα, μηχανήματα, ενισχυτές, κονσόλες, πεντάλ και άλλα συμπράγκαλα του σατανά. Ολόκληρη κουστωδία, μαζί με κάτι παρατρεχάμενους. Φρικιά, ατημέλητοι, με μαλλιά μακριά, άλουστα και αχτένιστα. Βέβαια, κι εμείς ατημέλητοι ήμασταν και με μακριά μαλλιά, αχτένιστα και ενδεχομένως άλουστα, με διαφορετικό τρόπο ωστόσο. Δυσκολεύομαι να εξηγήσω επακριβώς τη διαφορά. Τζιν αυτοί, τζιν κι εμείς. Παρεμφερή πουκάμισα με κουμπάκια στον γιακά, που τα ’βρισκες με πολλές δυσκολίες σε καταστήματα μεταχειρισμένων και σε αμερικάνικες αγορές. Πού και πού κανένα στρατιωτικό αμπέχονο από το Μοναστηράκι. Εκείνοι πάντως πρόσθεταν κάτι πινελιές εξεζητημένες, μαντήλι στον λαιμό, καδένα ρολογιού με τα κλειδιά στην άκρη, μαύρο γυαλί, σκουλαρίκι, βραχιόλι, δαχτυλίδι χοντρό, χαϊμαλί πολύχρωμο, τραγιάσκα – και κάτι μπότες μυτερές, καουμπόικες, που παρά τη δεδομένη λατρεία μου για τα γουέστερν, δεν θα τολμούσα να φορέσω ούτε τις απόκριες. Όμως η κυριότερη διαφορά είχε να κάνει με κάτι ρευστό και αυθάδικο στο ύφος και στο περπάτημά τους.
Κατέφθασαν πολύ νωρίς. «Για να στήσουν τα μηχανήματα και να τσεκάρουν τον ήχο», μου εξήγησε στο αφτί ο Βαγγέλης, γεγονός που παρά την επιφυλακτικότητά μου εκτίμησα δεόντως. Εντελώς απρόσμενα, ανακάλυπτα σ’ αυτούς τους ερασιτέχνες ένα επίπεδο υπευθυνότητας που μου ενέπνευσε σεβασμό. Με παρέπεμπε στο δικό μας στάτους, του επαγγελματία επαναστάτη: ένας εθελοντής που έχει επιλέξει να λειτουργεί με συλλογική πειθαρχία.
Αυτοί οι τύποι πίστευαν πως ήταν πολύ χάι. Και καλά το χαϊλίκι, αναμενόμενο – ροκάδες ήταν. Διαπίστωνα ωστόσο ότι αυτοπροσδιορίζονταν ως επαναστάτες, αν και με διαφορετικό από εμάς τρόπο. Ήταν πασιφανέστατο ότι εμάς δεν μας έβλεπαν σαν Έλληνες Τσε Γκεβάρα, ούτε καν τους περνούσε τέτοια αλλόκοτη ιδέα απ’ το μυαλό. Το συγκαταβατικό τους φέρσιμο απέναντί μας φώναζε ότι μας θεωρούσαν γραφειοκράτες και κομφορμιστές, απόρριψη που ελάχιστα διέφερε από τη σκοπιά που κι εγώ τους αντιμετώπιζα.
Τους οδηγήσαμε στον χώρο όπου θα φιλοξενούνταν η συναυλία. Όταν πρωτοξεκίνησαν οι οργανωτικές προετοιμασίες, είχα την εντύπωση ότι η εκδήλωση δεν μπορεί παρά να γινόταν στο μεγάλο αμφιθέατρο όπου πραγματοποιούσαμε και τις γενικές συνελεύσεις μας, το πιο εμβληματικό σημείο της σχολής. Αλλά οι πιο ειδικοί, ο εξής ένας, μου εξήγησαν ότι η εργονομία του ήταν εντελώς ασύμβατη με τις ανάγκες του λάιβ. Έπειτα από κάμποσες αντιγνωμίες, είχαμε καταλήξει σε έναν μεγάλο ελεύθερο χώρο που βρισκόταν στο υπόγειο του κτιρίου, μπροστά από την εσοχή που φιλοξενούσε το κυλικείο. Τον διαμορφώσαμε κατάλληλα τοποθετώντας στη μία πλευρά την αυτοσχέδια σκηνή και αφήνοντας όλο τον υπόλοιπο άδειο για το κοινό. Ό,τι ήταν να συμβεί θα συνέβαινε στα όρθια.
Καθώς η ώρα της έναρξης πλησίαζε, είχε γίνει ήδη φανερό ότι θα επακολουθούσε, με αντικειμενικά κριτήρια, η πιο μαζική στιγμή της κατάληψης. Αν μαζεύαμε τόσο κόσμο και στις συνελεύσεις, το επίπεδο του κινήματος θα ήταν πολύ πιο ανεβασμένο και θα κάναμε ήδη σχέδια για το επόμενο άλμα.
Οι προσερχόμενοι θεατές δεν φαίνονταν να ενοχλούνται από τους ακατέργαστους ήχους και από τα πήγαιν’ έλα των μουσικών και του ηχολήπτη, που τσέκαραν τις ρυθμίσεις στην κονσόλα και διευθετούσαν σχολαστικά τις θέσεις τους στη σκηνή, μετακινώντας όργανα και τρίποδα και αλλάζοντας συνεχώς τη συνδεσμολογία, μουρμουρίζοντας ακατάληπτα λόγια για να συνεννοηθούν, καπνίζοντας άφιλτρα τσιγάρα και πίνοντας πού και πού μια τζούρα απευθείας από κάποιο μπουκάλι. Υπήρχε μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα εγρήγορσης, η οποία μεταστράφηκε σε συλλογική ανάταση όταν τα ντραμς έδωσαν απότομα το σινιάλο και τα όργανα άρχισαν να μπαίνουν στο παιχνίδι ορμητικά, το ένα μετά το άλλο, εν αναμονή της φαντασμαγορικής έλευσης του τραγουδιστή.
Κρατώντας στα χέρια πλαστικά ποτήρια από το κυλικείο, ντενεκεδάκια ή μπουκάλια που είχαν φέρει απέξω, το κοινό συντονίστηκε αμέσως με τα τεκταινόμενα στη σκηνή. Τον στιβαρό ήχο των μεγαφώνων, τον κραδασμό από τα μπάσα και τα παιχνίδια του φωτισμού, που αποκτούσε ονειρική διάσταση εξαιτίας του καπνού που αιωρούνταν παντού. Για έναν αδαή σαν εμένα, μοναδικό σημείο αναφοράς ήταν η αίσθηση καλοκαιρινής ντισκοτέκ. Η διαφορά ήταν εκρηκτική.
Καθόμουν σε μιαν άκρη και με κατέκλυζαν απορίες. Δεν ντρέπομαι να ομολογήσω ότι ήταν η πρώτη φορά στη ζωή μου που παρευρισκόμουν σε ροκ συναυλία. Όμως ο Βαγγέλης ήταν αδύνατον να με συντρέξει. Στεκόταν μπροστά στη σκηνή, με τους πιο σκληροπυρηνικούς όπως πάντα, παρασυρμένος ήδη από την προσδοκία της γιορτής.
Αντιλαμβανόμουν αμυδρά πως κάτι έκτακτο συνέβαινε εκεί, μονάχα που αδυνατούσα να το ταξινομήσω, να το κατατάξω σε κάποια κλίμακα γνωστών ήδη εμπειριών. Δώσε τους χρόνο, σκέφτηκα, προσπαθώντας να μπω στο κλίμα και να αποβάλω τις προκαταλήψεις μου. Μέχρι ένα σημείο το κατόρθωσα, παρόλο που τα ντεσιμπέλ μού έπεφταν βαριά στο στομάχι. Προσπαθούσα φιλότιμα να πάψω να σκέφτομαι, να υπερβώ τον ορθολογισμό μου αναγνωρίζοντας ότι δεν πας σε μια συναυλία για να κάνεις κριτική, αλλά για να αφεθείς στην εμπειρία. Προσπάθησα λοιπόν κι εγώ να υποκύψω στη ροή της μουσικής και της αδρεναλίνης. Κάποια στιγμή τσάκωσα μάλιστα τον εαυτό μου να ακολουθεί με αντανακλαστικές κινήσεις του ποδιού το ντάπα ντούπα, πράγμα δύσκολο οπωσδήποτε, καθώς έχω παραλείψει να αναφέρω πως ο ρυθμός δυστυχώς δεν κυλάει μέσα στο αίμα μου.
Αρκετή ώρα αργότερα, μια νέα ενοχλητική παρατήρηση με έβγαλε από την κατάσταση ζεν που είχα επιβάλει πρόσκαιρα στον εαυτό μου και μ’ έκανε να στρέψω πάλι κριτικά την προσοχή μου στη σκηνή. Αν και δεν ήθελα να βγάλω εύκολα συμπεράσματα, σκέφτηκα πως οι κινήσεις του γκρουπ μού φαίνονταν τυποποιημένες, φθηνά υποκατάστατα των ομολόγων τους από το εξωτερικό, τους οποίους αντέγραφαν σε όλα. Στις νότες, στα μέτρα, στους ρυθμούς, στους στίχους, στο στυλ, στις χειρονομίες, στις ταρζανιές – ατυχώς όχι και στην αγγλική προφορά.
Ειδικά ο τραγουδιστής του πιο γνωστού συγκροτήματος, που άκουγε στο όνομα The Angries, με το σκουλαρίκι στο ένα αφτί, τοποθετημένος κυριαρχικά μπροστά από τους άλλους και φορώντας επιδεικτικά τον προκατασκευασμένο του ρόλο, είχε αρχίσει να μου τη δίνει άσχημα.
«Και γιατί λέγονται Angries;» είχα ρωτήσει προβοκατόρικα τον Βαγγέλη. «Γιατί είναι θυμωμένοι;»
«Αυτό θα το διαπιστώσεις όταν τους ακούσεις», είχε αποκριθεί σιβυλλικά.
Εν πρώτοις διέκρινα κάτι φαλλοκρατικό στη συμπεριφορά του τραγουδιστή. Μια πόζα που απέπνεε όχι μόνο ναρκισσισμό, πράγμα ίσως αναμενόμενο, αλλά και μπόλικο αρχηγικό αυταρχισμό.
Κατά τα φαινόμενα είθισται ο τραγουδιστής να είναι και αρχηγός τους, κάτι σαν πρόεδρος του Δ.Σ. ή γραμματέας της οργάνωσης. Ωραίο κι αυτό, οι άλλοι βγάζουν όλη τη δουλειά κι εκείνος καρπώνεται τη δόξα. Οι μουσικοί έφαγαν τα νιάτα τους για να μάθουν ένα ή περισσότερα όργανα. Ματώνουν τα δάχτυλά τους πάνω σε χορδές, σε πλήκτρα και σε μπαγκέτες. Ξοδεύουν τα πνευμόνια τους φυσώντας σε σαξόφωνα, κλαρινέτα και φυσαρμόνικες. Και ο μέγιστος απλώς κουνιέται και τραγουδάει, αρθρώνει πού και πού δυο λόγια προς το κοινό, ευτυχώς στα ελληνικά, και μαζεύει το χειροκρότημα. Βέβαια, αν το καλοσκεφτείς, δεν είναι και τόσο παράξενο, το ’χουμε δει το έργο και στα καθ’ ημάς – τρανό παράδειγμα ο δικός μας ο γραμματέας της σπουδάζουσας.
Και να τος τώρα ο λίντερ, να τραγουδάει με τρόπο εντελώς προβλέψιμο, λες και κοιτάζεται συνεχώς σε έναν μεγάλο καθρέφτη. Ακκίζεται με το μικρόφωνο και κατόπιν αρπάζει τη βάση του και επιδίδεται σε επιθετικές πιρουέτες, ανάγοντάς το εμφανέστατα σε αντικείμενο σεξουαλικού πόθου, λες και είναι έτοιμος να το γαμήσει επιτόπου. Καλά σε είπα φαλλοκράτη, φιλαράκο.
Επειδή όμως ήθελα να είμαι ακριβοδίκαιος και να μην αυθαιρετώ σε βάρος άλλων, ακόμα κι αν φαίνονται εκ πρώτης όψεως αντιπαθητικοί και επιθετικοί, αμέσως μετά έσπευσα να παραδεχτώ πως ίσως και να ήμουν υπερβολικά αυστηρός. Είχα ανακαλέσει στο μυαλό μου μια εικόνα εξαιρετικά γνώριμη, όταν στο μεγάλο αμφιθέατρο, μόλις έναν όροφο πιο πάνω, επιδεικνύαμε κι εμείς ανάλογες φαλλοκρατικές συμπεριφορές με όλη αυτή την αγωνιστική γοητεία που πλασάραμε, ασχέτως αν η ξύλινη γλώσσα και οι διαδικαστικές εμμονές ανέστελλαν εν μέρει την ερωτική διάσταση. Αν ρωτούσες τις συμφοιτήτριες, μάλλον θα σου εξηγούσαν καλύτερα την αντίφαση, αλλά το περίεργο είναι πως κι εκείνες όταν έβγαιναν να τοποθετηθούν στη συνέλευση, το ίδιο ματσό ανδρικό πρότυπο υιοθετούσαν. Οπότε όλοι στο ίδιο τσουκάλι βράζαμε – αν και όχι με την ίδια χάρη και αποτελεσματικότητα. Είχαμε δρόμο πολύ ακόμα μπροστά μας ώσπου να χειραφετηθούμε από τα κυρίαρχα πρότυπα, τηλεοπτικά ή άλλα. Δεν είχαμε ωστόσο τη δυνατότητα να καταπιαστούμε με τέτοιες σχολαστικές λεπτομέρειες, προτεραιότητά μας ήταν, βλέπεις, η ταξική πάλη.
Στο μεταξύ, παρακολουθούσα εμβρόντητος με την άκρη του ματιού τους συμφοιτητές μου να έχουν μεταβεί σε άλλη διάσταση. Λικνίζονταν με τη μέση ξεβιδωμένη και επιδίδονταν σε χειρονομίες επιθετικές. Είχαν γίνει ένα κορίτσια κι αγόρια. Όχι σε κύκλο όπως επιτάσσει το τυπικό των ελληνικών χορών, ούτε απέναντι ο ένας στον άλλο όπως επέτασσε ο τρόπος που χόρευαν –αν χόρευαν– το πάλαι ποτέ οι γονείς μας. Ήταν ένα πολύχρωμο κουβάρι που συστελλόταν και διαστελλόταν συνεχώς, ανάλογα με τη γωνία προσπτώσεως των ακτίνων που εξέπεμπαν οι φωτορυθμικοί προβολείς που είχαν φέρει μαζί τους τα γκρουπάκια.
«Όχι γκρουπάκια, γκρουπ», μου έκανε την παρατήρηση ο Πατρίκης, που ανέκτησε ξαφνικά την υλική του υπόσταση και με πλησίασε για να τσεκάρει πώς τα πήγαινα. «Για να μην πω γκρουπάρες – εδώ έχουμε πετύχει το σουιπστέικ! Κι όλα αυτά τα οφείλουμε στην ψήφο ενός ξενέρωτου», έριξε τη σπόντα του και ξαναβούτηξε για να κολυμπήσει μέσα στο αλλοπαρμένο πλήθος.
Είχα βρεθεί και άλλοτε σε συνθήκες παρόμοιες, αν και πιο γλυκανάλατες, σ’ εκείνες τις καλοκαιρινές ντισκοτέκ στα νησιά όπου με τραβολογούσαν οι παρέες, τότε που δεν είχαμε υποχρεώσεις με το κίνημα και πηγαίναμε ακόμα διακοπές με τους γονείς μας. Αλλά ουδέποτε με ενέπνευσε ιδιαιτέρως αυτό το είδος της διασκέδασης, δεν γνώριζα τα τραγούδια, δεν ήξερα να κάνω φιγούρες. Προτιμούσα να πιάνω τις άκρες προσπαθώντας να φλερτάρω με κάνα κορίτσι, όχι με ιδιαίτερη επιτυχία πάντως. Εκτός αν εκμεταλλευόμουν την ώρα που έβαζαν σλόου κομμάτια, οπότε δεν χρειάζεται ιδιαίτερη τεχνική για να αγκαλιάσεις την γκόμενα και να λικνιστείς μαζί της με τα κορμιά να εφάπτονται – έτσι νόμιζα.
Εδώ πάντως το παιχνίδι παιζόταν αλλιώς. Δεν υπήρχαν σλόου κομμάτια, ούτε χαμούρεμα στα σκοτεινά. Τα γκρουπ εναλλάσσονταν επί σκηνής χωρίς να είμαι σε θέση να διακρίνω τις διαφορές στις φάτσες των καλλιτεχνών, που μου φαίνονταν όλοι ίδιοι, ούτε βέβαια τις αποχρώσεις των μουσικών ειδών. Αλλά η μπηχτή του Βαγγέλη μού είχε φτιάξει το κέφι και είχε κάμψει ελαφρώς τις αντιστάσεις μου. Κάπως έτσι, εντελώς απρόοπτα, ένα ωστικό κύμα με άρπαξε κι εμένα. Ο χώρος της συναυλίας έχει πάρει φωτιά, τραντάζεται ολούθε. Δεν είναι τόσο ο οξύτατος θόρυβος και οι ανατριχιαστικοί μικροφωνισμοί, που δεν απέχουν πολύ από τον τροχό της οδοντογιατρού μου. Είναι η υπόκωφη ισχύς των μπάσων, και πιο πολύ ακόμα ο σεληνιασμός που επικρατεί γύρω μου. Ο Βαγγέλης, η Ελίνα, η Μαρίνα, η Ντόρα, η Νίκη, ο Κυριάκος, ο Βιολάρης, ο Βασίλης o Οικονομολόγος, οι συναγωνιστές μου, οι σύντροφοί μου έχουν μεταρσιωθεί. Κουνιούνται, αγγίζονται, ακκίζονται, επιδεικνύουν δεξιότητες αδιανόητες έως απόψε.
Η κατάληψη έχει χάσει κάτι από την αγωνιστική της διάσταση και έχει γείρει προς την πλευρά του χίπικου κοινόβιου. Αλλά και πάλι εξέγερση μυρίζει, θειάφι και βεγγαλικά. Η αδρεναλίνη υπερτερεί της λίμπιντο και η σωματική εκτόνωση του όποιου ερωτισμού. Αναρωτιέμαι συνειρμικά τι να τραγουδούσαν άραγε στις καταλήψεις του Μπέρκλεϊ και του Κολούμπια.
Οι πάντες δονούνται στο τέμπο ενός σκληρού ροκ, ίσως και να ’ναι πανκ ή χέβι μέταλ – ποιος να ’ρθει τώρα να μου πει στο αφτί τον κωδικό. Μα κι αν ερχόταν, πώς στα κομμάτια θα τον άκουγα μέσα σε τέτοιον σαματά;
Ήθελα να βγάλω κι εγώ λαρυγγισμούς σαν εκείνους που άκουγα γύρω γύρω όταν κορυφωνόταν το τραγούδι, αλλά δεν ήξερα πώς να το κάνω, ούτε ποια ήταν η κατάλληλη στιγμή. Ούτε να σφυρίζω κλέφτικα ήξερα, ενώ όλοι οι άλλοι φαίνονταν να ξέρουν. Παρ’ όλα αυτά, ήμουν ιδρωμένος και το κορμί μου κάπως είχε ελαφρώσει και ξεβιδωθεί. Είχε δίκιο τελικά ο Πατρίκης, το κίνημα έχει περάσει σε άλλη φάση. Yeah!