Τόσα χρόνια «ακόλουθος», δεν είχε τύχει ποτέ να τη συναντήσω από κοντά. Σεβασμός από απόσταση. Και κλεφτές ματιές, όσο πιο συχνά μπορούσα, σε μια θεατρική ζωή, τη δική της, γενναιόδωρα γεμάτη από «ιστορικές» στιγμές. Προσπαθώ να θυμηθώ σε ποιες από αυτές την έχω πετύχει. Όσο κι αν το ζορίζω, στέκομαι στην πρώτη μας «γνωριμία». «Καθαροί πια» της Σάρα Κειν, στις Ροές των αρχών των 00s – η μνήμη έχει ένα χάρισμα καμιά φορά να γυρνάει και να στέκεται εκεί που την ευχαριστεί περισσότερο, και αυτή είναι μια από αυτές τις φορές. Η παράσταση του Λευτέρη Βογιατζή είχε προσγειωθεί πάνω στην άγουρη θεατρική παιδεία μου σαν χειροβομβίδα. Τη διέλυσε και μου τη σύστησε από τη αρχή.

Χρόνια μετά, τόσα χρόνια μετά, και η ζωή που μπορεί να αργεί αλλά στο τέλος τα καταφέρνει να σου δώσει ό,τι σου «χρωστά», είναι εδώ για ένα ακόμη δώρο το θρόισμα αυτής της φωνής σε απόσταση αναπνοής. Αυτό το παράξενο ήσυχο μέτρο μέσα στο οποίο κολυμπούν οι λέξεις της, αυτή η σχεδόν υπνωτιστική συναγωγή των ήχων της. Θυμάμαι πέρσι στη μεγάλη πρόβα του Αποτυχημένου στην Εναλλακτική σκηνή της Λυρικής, την πρώτη φορά που εισχώρησα σε αυτόν τον απίθανο μικρόκοσμο που έχει στήσει ο Έκτορας Λυγίζος για να διηγηθεί την ιστορία του αυστριακού συγγραφέα Τόμας Μπέρνχαρντ για τον Γκλεν Γκουλντ, τον ιδιοφυή Καναδό πιανίστα που ένιωσε τον Μπαχ όσο και τις Παραλλαγές Γκόλντμπεργκ, και συνειδητοποίησα πως αυτή ήταν το μόνο θηλυκό αντίβαρο απέναντι σε έναν αρσενικό εναγκαλισμό με την αποτυχία. Σκεφτόμουν τότε πως μόνο αυτή θα μπορούσε να ανταπεξέλθει με τέτοια στρατιωτική πειθαρχία και να σταθεί, μόνη της, απέναντι σε τρεις. Και τώρα ξαναγυρνά. Γιατί η παράσταση αυτή, ως μία από τις σημαντικότερες θεατρικές στιγμές της προηγούμενης χρονιάς, μας επισκέπτεται ξανά. Στον ίδιο χώρο.

Μου λέει πως το πρόσωπο που υποδύεται ανήκει σε αυτόν τον κόσμο των «αφανών ηρώων», δηλαδή δεν είναι από την πλευρά του Γκλέν Γκουλντ, ούτε από την πλευρά των πλουσίων, δεν είναι ούτε καν από την πλευρά των καλλιτεχνών. Είναι η μόνη γυναίκα μέσα σε μια παρέα από άντρες. Άντρες οι πελάτες, άντρες οι καλλιτέχνες, μόνο άντρες.

Μου λέει πως αυτό το έργο έχει γραφτεί με πολλή στοργή και με πολύ χιούμορ, για να μας δείξει πόσο εγωκεντρικοί μπορούμε να γίνουμε όταν είμαστε κλεισμένοι μέσα στον μικρόκοσμό μας. Ότι αυτή η γυναίκα που «φορά», μπορεί να είναι εγωίστρια, περήφανη. Μπορεί να έχει όλα τα ελαττώματα που έχουν οι άνθρωποι. Αλλά το ότι ζει μια τέτοια ζωή, δηλαδή το ότι ξυπνάει κάθε μέρα και ξέρει πως δεν πρέπει να αφήσει το ξενοδοχείο της να χρεωκοπήσει, τη βοηθάει, ακόμα και ερήμην της να μην κινδυνεύει από αυτόν τον εγωκεντρισμό. Αυτόν που οι άλλοι κλείνονται μέσα.

Το βήμα στην τελειότητα που θεωρητικά υπόσχεται η αξιοποίηση της αποτυχίας, θέλει μια ανθρώπινη σοφία.

Ωραία λέξη το «αποτυχημένος», της λέω. Κρύβει τόση αγωνία και λύτρωση μέσα της. Πάτος και φτου από την αρχή. Μου λέει, και την αφήνω χωρίς να διακόπτω, «Για μένα, και για κάθε άνθρωπο πιστεύω, είναι κινητήρια δύναμη, είναι ένα καύσιμο. Μόνο που πρέπει το καύσιμο αυτό να ταιριάζει στο κατάλληλο μηχάνημα. Δεν μπορείς να βάλεις βενζίνη σε ένα μηχάνημα που χρειάζεται πετρέλαιο. Στην περίπτωση του Βέρτχαϊμερ, στο έργο αυτό, το καύσιμο δεν δούλεψε, δεν ήταν γι’ αυτόν κινητήρια δύναμη η αποτυχία. Μπήκε τόσο πολύ στον ρόλο της αυτολύπησης. Το λέει και ο Γκούλντ: “είναι γεμάτος από οίκτο για τον εαυτό του”. Αυτός ο οίκτος είναι που δεν μπορεί να μεταβολίσει την αποτυχία και να την κάνει δύναμη για να πάει παραπέρα. Κι αυτό, εγώ στη ζωή μου σιγά-σιγά το μαθαίνω, μέσα από τα μικρά πράγματα περισσότερο. Τα καθημερινά, που μπορεί να σε πονάνε και πιο πολύ. Όταν πέφτω, θέλω να μπορώ να ξανασηκωθώ. Δεν γίνεται να μην πέφτω, δεν γίνεται να μην πονάω. Άλλες φορές είναι μικρές γρατζουνιές. Άλλες μέρες μπορείς να μείνεις στο κρεβάτι τέζα και να κοιτάς το ταβάνι. Ανάλογα με το τι στόχους έχει κανείς, σε σχέση με το όραμα που έχει για τον εαυτό του, βλέπει πράγματα που μπορεί να τον δυσκολεύουν πολύ σε αυτή τη ζωή. Γνωρίζει όμως πως δεν μπορεί να αλλάξει πάντα τα πράγματα που τον πονάνε ή που τον δυσκολεύουν. Είναι πιο ωραίο να μπορείς να αλλάξεις εσύ. Δεν ξέρω πόσο εύκολο είναι, αλλά σίγουρα είναι πιο ωραίο. Το βήμα στην τελειότητα που θεωρητικά υπόσχεται η αξιοποίηση της αποτυχίας, θέλει μια ανθρώπινη σοφία την οποία κι αυτή κάπως την ψάχνεις. Από πού θα την πάρεις στη ζωή, ποιος θέλεις να είσαι, πώς θέλεις να είσαι, με ποιο τρόπο προσπαθείς να ζήσεις τη ζωή σου έτσι όπως νομίζεις πως αξίζει τον κόπο».

Αμαλία Μουτούση

Μου αρέσει ο τρόπος που μου εξηγεί το ταξίδι της. Δείχνει σίγουρη, ασφαλής. Έβαλε την πολυθρόνα της από την αρχή δίπλα εκεί που καθόμουν – το σκέφτομαι όση ώρα μιλάμε, δεν είναι άνθρωπος μάλλον που φοβάται την κοντινότητα. Νιώθω. Μετράει τις φράσεις της χωρίς να τις μετράει, βγαίνουν αβίαστα, ήρεμα, που και που χαμογελά σαν να θυμάται κάτι που μόνο αυτή επιτρέπεται να θυμάται. Σκέφτομαι πώς είναι να επιστρέφεις σε ένα έργο το οποίο έχει εμφανιστεί, μετά έχει μείνει στην άκρη και ύστερα ξαναβγαίνει; «Πάρα πολύ ωραία», μου λέει, «γιατί λείπει όλο αυτό το κομμάτι της αγωνίας. Επειδή αυτό το έργο το χαρακτηρίζει η ακρίβεια. Είναι παρτιτούρα. Είναι πάρα πολύ δύσκολη παράσταση. Οπότε, επειδή έχει παιχτεί ήδη, και είχε παιχτεί σχεδόν ένα μήνα, ήμασταν αλλιώς στις πρόβες. Γιατί χαλαρός δεν μπορείς να είσαι ακριβώς, αλλά είναι πολύ ωραίο ο ηθοποιός να μην έχει αγωνία. Έχει που έχει, γιατί δεν μπορεί να μην έχει, αλλά είναι πολύ ωραίο να ξέρει ότι αυτό το πράγμα το έχει καταλάβει, το έχει ήδη κάνει, το έχει ζήσει».

Λείπουν οι εξηγήσεις. Οι πρώτες, οι ασήκωτες καμία φορά, μέχρι να κατανοηθούν και να λειανθούν; «Συνήθως όταν παίζεις ένα έργο το οποίο έχει τέτοιες μουσικές συγκεκριμένες», συνεχίζει, «στην αρχή είσαι λίγο σαν σφιγμένος. Να πετύχεις δηλαδή την ακρίβεια. Δεν είσαι πολύ ελεύθερος. Εμείς λοιπόν το παίξαμε αρκετό καιρό, προλάβαμε κάπως να γλυκαθούμε και τώρα που ξαναρχίζουμε είμαστε σε πολύ χαρούμενη διάθεση. Είμαστε λίγο σαν ένα κουαρτέτο. Λέμε ότι είμαστε τέσσερις φωνές και ένα πιάνο. Λέμε ότι έχουμε μία φωλίτσα, μια ζεστασιά».

Αναρωτιέμαι πώς είναι να δουλεύεις με αυτόν τον σκηνοθέτη. Αν κάτι τη δυσκόλεψε. Έχει ξαναδουλέψει μαζί του; «Είναι η πρώτη φορά. Δεν πρόλαβα να δυσκολευτώ, γιατί ο Έκτορας μας έβαλε κατευθείαν στο κομμάτι το πρακτικό. Επειδή μπήκε αυτό το κομμάτι ευθύς εξαρχής, αρχίζεις πιο πολύ και ασχολείσαι με αυτό – ενώ εσύ ασχολείσαι με το πλαίσιο, φτιάχνεται κάτι. Δεν πιστεύω στο θέατρο που δεν έχει παρτιτούρα και δεν πιστεύω στις παραστάσεις που όλα γίνονται «τυχαία», γιατί τίποτα δεν γίνεται τυχαία. Αυτό είναι ένα ψέμα. Δεν μπορείς να μπεις μέσα σε ένα έργο, μέσα σε έναν χαρακτήρα που δεν έχει τον ρυθμό του. Ο ρυθμός είναι σαν τον αέρα που αναπνέουμε. Βλέπουμε ποτέ έναν αθλητή χωρίς παρτιτούρα; Στον τρόπο που τρέχει; Ο Μίλτος Τεντόγλου πηδάει χωρίς παρτιτούρα; Πού το έχουμε δει αυτό το πράγμα; Όσο πιο ακριβής είσαι, τόσο σε ελευθερώνει. Αυτό είναι και το μυστικό της ιστορίας, ακόμη και στην Τέχνη. Όσο πιο καλά κατασκευασμένο είναι κάτι, τόσο πιο πολύ μετά μπορείς να πετάξεις. Οπότε αυτό ήταν κάτι που βοήθησε την όποια δυσκολία».

Τη ρωτάω για την σημαντικότητα του ρόλου της. Ποια είναι η δική της Ξενοδόχος; «Χωρίς αυτήν», μου λέει, «δεν μπορούμε να φωτίσουμε τίποτα. Αυτή η γυναίκα φωτίζει την ιστορία. Δηλαδή μέσα από την εξομολόγηση της και μέσα από την κωμική της προσωπικότητα. Και όχι μόνο αυτό, είναι και πανέξυπνη και έχει και ταξική συνείδηση. Ξέρει πάρα πολύ καλά τι της γίνεται, είναι ένα πρόσωπο που ενώ φαίνεται ότι είναι στη σκιά, τελικά χωρίς αυτήν δεν υπάρχει τίποτα. Αυτή τα φωτίζει όλα. Τελικά είναι το ίδιο το μυθιστόρημα. Μου έκανε μάλιστα πολλή εντύπωση ότι σε κάποια κριτική γράφτηκε ότι αυτό το πρόσωπο, σαν πρόσωπο όχι σαν ερμηνεία ρόλου, θα μπορούσε να μην υπάρχει. Μου φάνηκε τρομερά περίεργο που κάποιος είδε αυτή την παράσταση και είπε, για αυτό το πρόσωπο, αυτό. Όλος αυτός ο κόσμος του καλλιτέχνη, που θέλει να φτάσει στο ύψιστο από τη μια, αλλά απ’ την άλλη που μπορεί να έχει τη μικρότητα να φθονεί και να είναι ανταγωνιστικός και να μην αντέχει να είναι δίπλα σε κάποιον που είναι μεγαλύτερος και σπουδαιότερος από αυτόν, χρειάζεται ένα καθρέφτισμα. Το πρόσωπο που υποδύομαι, αυτά τα γειώνει. Αυτή η γυναίκα που δεν την παίρνει να έχει ούτε υπαρξιακά προβλήματα, ούτε προλαβαίνει να σκεφτεί αν πρέπει να αυτοκτονήσει ή όχι. Ακόμα και τη λέξη «δυστυχία», δεν της αρέσει να τη λέει. Αυτό δεν σημαίνει καθόλου ότι δεν είναι δυστυχισμένη ή ότι δεν υπάρχει δυστυχία στη ζωή της, βεβαίως».

Αμαλία Μουτούση

Ταξίδια. Νέοι προορισμοί. Νέοι στόχοι. Νέες αγωνίες. Πολλές φορές σκέφτομαι, τους ηθοποιούς, με τις συνεχόμενες νέες θεατρικές στροφές τους, και προσωπικά νομίζω δεν θα άντεχα. Κάθε φορά να ακούς το καρδιοχτύπι και να μην είναι έρωτας αλλά άγχος. «Πάντα έχω αγωνία», μου λέει. «Κοίτα, είναι πάρα πολλά πράγματα. Αλλά επειδή υπάρχει ο φόβος της έκθεσης ούτως ή άλλως στη δουλειά μας, δεν έχει καμία σημασία γιατί όσο και να είσαι πάρα πολύ εξοικειωμένος με αυτό και όσο κι αν έχεις μάθει να ζεις με αυτό, κάθε μέρα πρέπει να βγεις εκεί και το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να αφεθείς τελικά. Δεν γίνεται να μην αφεθείς. Γιατί ό,τι και να έχεις μάθει, όπως και να το έχεις μάθει, πρέπει να αφεθείς. Αυτό είναι ένα πήδημα στο κενό».

Ένας φόβος που αλλάζει με τα χρόνια, ή παραμένει ατάραχος, σίγουρος στον απαίσιο θρόνο του; «Όχι, δεν το βλέπω να αλλάζει. Βέβαια, τον τελευταίο καιρό, που πέθανε η μαμά μου, έπαθα κάτι που δεν το είχα παλιά. Μου έβγαλε έναν πανικό που δεν τον είχα. Άκουγα δηλαδή που το είχαν άλλοι, μου το λέγανε, αλλά εγώ ποτέ. Το πιο σοβαρό πράγμα που μπορεί να σου συμβεί στη ζωή είναι να χάσεις αγαπημένο άνθρωπο. Οπότε, μετά, όταν επανέρχεσαι, κάτι έχει μετατοπιστεί. Το πάθαινα στις περσινές παραστάσεις. Στα παιδιά στην παράσταση, το είπα φέτος. “Τώρα που θα ξαναπάμε, θέλω να σας το πω επειδή νομίζω ότι δεν θα το ξαναπάθω και όντως είμαι μία χαρά. Πέρσι όμως συνέβαινε αυτό. Τουλάχιστον τώρα, προς το παρόν, είμαι ο παλιός μου εαυτός έτσι όπως τον ξέρω”. Τώρα νιώθω εντάξει. Όταν είσαι σε μία παράσταση όπου νιώθεις προστατευμένος από τον σκηνοθέτη σου, την ομάδα σου, τους ανθρώπους που είναι μαζί σου και σ’ αρέσει αυτό που θες να δώσεις, ξαφνικά δεν έχεις αυτούς τους φόβους. Κι αν έρθουν, μπορείς να τους διαχειριστείς πιο εύκολα».

Ξαναγυρνώ πίσω. Στο παρελθόν της. Μαρμάρινός, Βογιατζής, Χουβαρδάς μεταξυ πολλών άλλων. Tο dream team των σκηνοθετών μέσα στις δεκαετίες έβαζε πρώτο το όνομα της στις επιθυμίες του. Τι είδους θέατρο έζησε τότε, το βρίσκει τώρα; «Το θέατρο που έκανα εγώ», μου λέει «ήταν πιο ποιητικό βασισμένο στον λόγο και σωματικό. Άρχισε να γεννιέται και να δουλεύεται στα 90s. Εγώ ξεκίνησα θέατρο με τον Μιχαήλ (Μαρμαρινό). Οι σκηνοθέτες τότε έψαχναν πολύ τη σχέση του ηθοποιού με τον λόγο και το σώμα. Δηλαδή ο λόγος και το σώμα ήταν τα εργαλεία μας». Αναρωτιέμαι αν αυτή η προσέγγιση έχει διασωθεί στον χρόνο. Με εκείνο τον ξεχωριστό τρόπο. «Αυτό τότε», συνεχίζει, «βασιζόταν σε κάτι ανθρωπολογικό. Ακόμα και το πιο σύγχρονο έργο είχε από κάτω την πηγή, είχε το μεταφυσικό στοιχείο. Ο Λευτέρης για παράδειγμα το δούλευε με έναν τέλειο ρεαλισμό. Άλλος θα μπορούσε να το κάνει πολύ φορμαλιστικό κτλ.  Τώρα, επειδή έγιναν όλες αυτές οι ραγδαίες εξελίξεις στην κοινωνία, με έναν κόσμο που αλλάζει πολύ γρήγορα, δεν προλαβαίνεις να τον παρακολουθήσεις, άρχισαν πολλά έργα να γράφονται με επιτυχία που έμοιαζαν πιο πολύ με σινεμά, δηλαδή θέματα καθημερινότητας, τι τραβάει ο άνθρωπος… Μπήκε μέσα η τεχνολογία που παλιότερα δεν υπήρχε. Εμένα μου λείπει η αναφορά σε κάτι μεγαλύτερο από αυτό για το οποίο μιλάμε. Να συνδιαλέγεται με κάτι ανώτερο. Αυτό που έχει δηλαδή πάρα πολύ η αρχαία τραγωδία. Οι νέοι ευτυχώς πάνε σε αυτά τα κείμενα της αρχαίας τραγωδίας με τον δικό τους τρόπο, με την καινούργια τους αισθητική, με πράγματα που έχουν οι ίδιοι επηρεαστεί, το ξαναψάχνουν. Γενικά έχει νόημα να παρακολουθείς από κοντά τι γίνεται… Εμένα με ενδιαφέρει να μη χάνω την επαφή μου με το τώρα. Θέλω και από τα παιδιά που διδάσκω να μαθαίνω ακόμη και τις καινούργιες λέξεις. Τι εννοούν. Αλλά δεν είναι πάντα εύκολο. Προσπαθώ να το αποκρυπτογραφήσω. Απλώς πρέπει να εξοικειωθείς με αυτό για να τις βρεις».

Τόσες θεατρικές στάσεις μέσα στον χρόνο. Μετά από όλα αυτά άραγε, πoια νιώθει πως είναι η ίδια πλέον; «Ωραία ερώτηση, την κάνω και εγώ συχνά στον εαυτό μου. Έχω πολλή ανάγκη να την κάνω και είμαι σε αυτή την περίοδο της ζωής μου πια που ξυπνάω και κοιμάμαι με αυτή την ερώτηση, χωρίς απαραίτητα να έχω την απάντηση. Όμως έχει ένα βέλος, έχει ένα άνυσμα, σε ανοίγει κάπου γιατί, ναι, πραγματικά αισθάνομαι ότι τόσοι κύκλοι συνέβησαν, και ολοκληρώθηκαν, και κλείσανε, και ξεκίνησαν άλλοι. Είναι δύσκολο για εμάς, τουλάχιστον για μένα, εγώ προσωπικά το λέω, εμείς οι ηθοποιοί δεν είμαστε αμιγώς δημιουργοί. Με ποια έννοια το λέω: να μπορείς να φτιάξεις και το δικό σου σύμπαν. Πας στη δουλειά κάποιου ανθρώπου και μπαίνεις μέσα στο σύμπαν του και στο σύμπαν του συγγραφέα και βέβαια βγάζεις κι εσύ το δικό σου σύμπαν εκεί. Αλλά παρόλα αυτά, κάτι πάντα λείπει. Είσαι πάντα στον κόσμο των άλλων. Αυτό το πράγμα θα ήθελα να μάθω, πώς θα ήταν το θέατρο και για μένα, αν υπήρχε αυτό το χωρίς».

Αμαλία Μουτούση

Νέα ταυτότητα. Ανάγκη για έναν νέο εαυτό. Γυρνώ πίσω στο σημείο της απώλειας. Θυμάμαι την δική μου προσωπική εμπειρία. Πόσο μετατοπίζονται όλα. Πόσο το πόδι λυγίζει από μόνο του στο γόνατο, όταν ο ένας γονέας λείπει, ξαφνικά. Τη ρωτάω αν αυτή η ανάγκη της άλλης ταυτότητας προϋπήρχε της απώλειας της μητέρα της. Μου λέει «νομίζω πως υπήρχε πάντα μέσα μου. Απλά μετά, όλα ήρθαν σαν ηφαίστειο».

Η απώλεια ενός γονέα, κρύβει δώρο τελικά ως προς το ποιοι είμαστε; «Πρέπει να έχει. Αλίμονο αν δεν έχει. Δεν έχει νόημα ούτε η ζωή ούτε ο θάνατος, αν αυτό το πράγμα δεν συμβαίνει. Οτιδήποτε έχεις με τον άνθρωπο που αποχωρίζεσαι, αυτό ψάχνεις. Αναρωτιέσαι συνεχώς “αυτό εγώ τώρα τι το κάνω; τι με κάνει; τι γίνομαι μέσα από αυτό;”. Και φυσικά είναι το θέμα και της πίστης, γιατί εγώ πιστεύω στον Θεό. Βοηθάει σίγουρα, αλλά δεν είναι ότι βοηθάει με την έννοια του κουκουλώματος, της δήθεν παρηγοριάς πως τα πράγματα γίνονται πιο εύκολα. Καθόλου πιο εύκολα δεν γίνονται με την έννοια αυτή. Ο χωρισμός είναι χωρισμός και ο πόνος, πόνος. Απλά είναι ωραία γιατί είναι όλα εκεί το ένα μέσα στο άλλο και η πίστη ότι το σκοτάδι αν μπορέσεις να το ακουμπήσεις στον θεό θα στο κάνει φως και η αίσθηση να βλέπεις τον κόσμο, τη μεταφυσική του υπόσταση και το να αισθάνεσαι ότι είσαι μέρος αυτού».

Άρα έχει μια ησυχία, ίσως, όλο αυτό; «Έχει μια προοπτική και αυτή αλλάζει το πώς βλέπεις τον θάνατο. Ο θάνατος βέβαια είναι θάνατος και έχει το χώρο του». Ζωτικής σημασίας ο χώρος; «Έχω ανάγκη να τον φτιάχνω εκεί που βρίσκομαι». Τι είναι πιο δύσκολο; Ο χώρος ή τα πρόσωπα; «Τα πρόσωπα. Εκεί δυσκολεύομαι, αλλά σου παρέχουν πράγματα που δεν μπορείς να έχεις αλλού. Αν πρέπει να διαλέξω πάντως, θα πω τον χώρο. Είμαι πολύ της εξοχής. Ασχολούμαι με τα λουλούδια μου, με τον κήπο μου, έχω χελώνες, γάτα, δεντρόσπιτο».

Την κοιτάω εύθυμα, αφήνω την έκπληξη μου να αγκαλιάσει απλόχερα τη λέξη. Δεντρόσπιτο. Σκέφτομαι ταινίες, παιδικές επιθυμίες. Τεράστια απωθημένα. Ζηλεύω. Λυσσάω. Δεν χαμπαριάζω, της το λέω, πολύ σε ζηλεύω να ξέρεις, πολύ θα ήθελα κι εγώ ένα δεντρόσπιτο, να ανεβαίνω, να αράζω, να διαβάζω, να κλείνω τον κόσμο κάτω, πίσω μου. «Το σπίτι είναι ισόγειο», μου διευκρινίζει συμπονετικά, «άρα στη γη. Επομένως αυτό είναι φωλίτσα, δεν έχει ορίζοντα. Δεν το έχουμε καιρό αυτό το ωραίο σπίτι στο δέντρο. Το έβαλα μπρος εκεί ψηλά, όταν η μαμά ήταν στο νοσοκομείο».

Κατανοώ τη συγκυρία. Θέλω να μιλήσουμε για αυτή την αιώνια σχέση, την παρουσία της απώλειας, αλλά δεν θέλω κιόλας. Μου φτάνει το πώς αλλάζει το πρόσωπο της κάθε φορά που ρωτώ για τη μητέρα της, λάμπει, ανακουφίζεται, πονάει, όλα ταυτόχρονα στη στιγμή, έχουν περάσει δύο χρόνια, τι δηλαδή μπορεί να έχει από τότε αλλάξει; Μόνο συνηθισμένες απορίες που δεν αποφεύγεις και ευτυχώς για σένα πέφτουν σε τοίχους ευγένειας ώστε να απαντηθούν. Στέκομαι στις διαφορετικές πορείες μεταξύ τους, πάντα με εντυπωσίαζε. Αναρωτιέμαι τι να σκεφτόταν η Νόνικα Γαληνέα για την καριέρα της κόρης της. «Νομίζω ότι στην αρχή προσπάθησε να καταλάβει τι ακριβώς κάνω», μου λέει, «και μήπως αυτό που κάνω πάει χαμένο. Επειδή δεν ήταν ακριβώς μέσα στο σύστημα. Προσπαθούσε να το καταλάβει, αλλά, επειδή το παρακολουθούσε από πολύ κοντά, άρχισε κάπως να νιώθει ότι κάτι συμβαίνει σοβαρό, ζωντανό. Ότι υπάρχει ζωή. Μετά, επειδή ήμουν πολλά χρόνια με τον Λευτέρη ησύχασε. Ήταν πολύ κλασικός γι’ αυτήν, άρα το συνδύασε με έναν τρόπο που ήταν πιο ανακουφιστικός. Όταν ανέβηκε δε το “Με δύναμη από την Κηφισιά”, η μαμά είπε: “ΟΚ. Δεν χρειάζεται να ξαναανησυχήσω”. Μου είχε εμπιστοσύνη. Περάσαμε και τις συγκρούσεις μας. Άλλα τα πήγαμε πάρα πολύ καλά από την αρχή».

Πάντα σκεφτόμουν πως έχει καταφέρει με έναν μαγικό τρόπο να διαφοροποιηθεί από την «παρουσία» της. Χωρίς να υποτιμά κάτι. Και χωρίς να υπερτιμά. Απλώς να ξεχωρίζει. Δεν το κατάφεραν πολλές ανάλογες περιπτώσεις στο παρελθόν. Της το λέω. «Προσπάθησα πάρα πολύ να το κάνω», απαντά, «δεν γινόταν αλλιώς. Με βοήθησε βεβαίως ότι είχα από την αρχή ανάγκη να μπορέσω να υπάρχω με την ταυτότητά μου, ίσως γιατί δεν ήξερα κι εγώ ποια θέλω να είμαι και με μπέρδευε όλο αυτό και είχα ανάγκη να είμαι ελεύθερη ως προς το πώς με βλέπουν οι άλλοι.. Δεν το κατάφερνα εύκολα. Θέλει έναν καθημερινό αγώνα. Δεν υπάρχουν κόλπα να τα μάθεις. Καθόλου!».

Τι νιώθεις; Θα της άρεσε ο Αποτυχημένος; «Για τα γούστα της θα ήταν «εγκεφαλική» παράσταση. Θα της άρεσε πάρα πολύ η Ξενοδόχος. Και φυσικά θα λάτρευε τον «επιτυχημένο» Γκλεν Γκουλντ. Και τον Μπαχ»!